Η Μαχνοβτσίνα της Σιβηρίας

Ακαδημαϊκοί όπως ο Paul Avrich, μαζί με αγωνιστές όπως ο Βολίν, ο Γκορέλικ και ο Αρσίνοφ, μας έχουν δώσει σήμερα μόνο μια μορφή του αναρχισμού στη Σιβηρία. Κι αυτό γιατί ο σημαντικός ρόλος του αναρχισμού στην περιοχή παρέμεινε ασαφής.

Τώρα το έργο του Anatoli Shtirbul ρίχνει τα φώτα της δημοσιότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου και την αναρχική της ιστορία.

Το έργο του Shtirbul “Το αναρχικό κίνημα στη Σιβηρία κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα: Αντικρατική εξέγερση και μη κρατιστική αυτοοργάνωση των εργατών” εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ομσκ το 1996, αλλά δεν έχει ακόμη εμφανιστεί σε οποιαοδήποτε μετάφραση στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το δίτομο αυτό έργο περιέχει πολλά έγγραφα από τα αρχεία της Τσεκά (την μπολσεβίκικη μυστική αστυνομία και το πρωταρχικό σκέλος της καταστολής) και του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και μαρτυρίες από διάφορες άλλες πηγές.

Σίγουρα ο Shtirbul δεν είναι αναρχικός, πόσο μάλλον συμπαθής προς τον αναρχισμό, αλλά έχει ήδη δείξει την επίδραση του αναρχισμού και στους επαναστατικούς κύκλους αλλά και στο γενικότερο πληθυσμό της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul συνδέει την αναρχική παράδοση με τις κοσμικές παραδόσεις στη Σιβηρία. Φέρνει ως παράδειγμα την τάση για αντι-φεουδαρχική αυτονομία ομάδων των Κοζάκων, τους ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους χωρικούς και ομάδες ληστών, τον αντικρατισμό των αντιφρονούντων ρωσικών ορθόδοξων ομάδων, τις επιπτώσεις του Προτεσταντισμού στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και την ύπαρξη συνεταιριστικών πρακτικών τόσο από τους αγρότες όσο και από τους εργάτες. Ο Μπακούνιν έχει συχνά γελοιοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τους μαρξιστές, για την υποστήριξή του στις ομάδες ληστών στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αλλά το εν λόγω έργο δείχνει μια κάποια αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας της ληστείας και των ριζοσπαστικών της δυνατοτήτων. Στην πραγματικότητα, ο Shtirbul, βασιζόμενος στο έργο του Lojdikov, πιστεύει ότι ο Μπακούνιν βάθυνε τις ελευθεριακές του πεποιθήσεις ενόσω ήταν εξόριστος στη Σιβηρία. Ήταν σίγουρα η ίδια περίπτωση με τον Κροπότκιν, ο οποίος αναγνώρισε αυτές τις απόψεις στα απομνημονεύματά του.

Εξορία

Η παρουσία των αναρχικών στις φυλακές, καθώς και στην εξορία στη Σιβηρία, ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους ενάντια στο τσαρικό καθεστώς, πρέπει να λογιστεί ως ένα από τα θεμέλια του σιβηριανού αναρχισμού.

Οι πρώτες καθαρά αναρχικές ομάδες εμφανίστηκαν το 1902, αλλά η κοινωνική τους εμφάνιση τοποθετείται κατά την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905-1906. Ως μειοψηφία, οι αναρχικοί επικεντρώθηκαν αρχικά στην προφορική ή γραπτή προπαγάνδα. Οι αποτυχίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και η καταστολή που ακολούθησε την επανάσταση, συνέπεσαν με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ως αποτέλεσμα, ένα τμήμα πολιτικά ενεργών εργαζομένων μετακινήθηκε προς αναρχικές θέσεις. Η αναρχική ομάδα του Τομσκ, που συνήλθε το 1907, αποφάσισε να διαδώσει την προπαγάνδα μέσω του προφορικού και γραπτού λόγου, να κάνει δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις ώστε να προετοιμαστεί μια εξέγερση, να επιδοθεί σε νόμιμη δραστηριότητα μέσω συνεταιρισμών, συνδικάτων και ταμείων αλληλεγγύης, αλλά και σε απαλλοτρίωση κρατικών τραπεζών και πλούσιων ιδιωτών, αλλά και τρομοκρατία κατά ορισμένων υψηλά ιστάμενων ατόμων. Σε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, τους σοσιαλεπαναστάτες και αγωνιστές που δεν ανήκαν σε κόμματα, έγιναν διάφορες ένοπλες δράσεις: το 1907 στο Ομσκ και το 1911 στην Τσίτα, με την λιποταξία του 30% των ανδρών του εκεί εδρεύοντος συντάγματος στρατού. Επίσης, οι πράξεις απαλλοτρίωσης και τρομοκρατίας υπήρξαν πολλές.

Το 1914 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη αναρχικών κομμουνιστών σε ένα χωριό στην επαρχία Ιρκούτσκ. Συμμετείχαν 30 άτομα και αποφάσισαν μια διπλή γραμμή, δηλαδή αναρχική προπαγάνδα και τρομοκρατία ενάντια στους εκπροσώπους της εξουσίας. Την ίδια εποχή επήλθε διαχωρισμός του αναρχικού κινήματος σε τρία ρεύματα, αναρχοκομμουνισμός, αναρχοσυνδικαλισμός και αναρχοατομικισμός. Ο Shtirbul εκτιμά ότι το διάστημα 1906-1907 υπήρχαν στην περιοχή 100 αναρχικοί σε σύγκριση με 3.000 σοσιαλδημοκράτες και 1.000 σοσιαλεπαναστάτες. Το 1917 ο Shtirbul υπολογίζει ότι υπήρχαν 46 αναρχικές ομάδες και λέσχες με 800 αγωνιστές.

Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 στράφηκε γρήγορα προς όφελος των μπολσεβίκων, οι οποίοι επίσης γρήγορα ανέλαβαν τον έλεγχο όλων των τομέων της κυβέρνησης. Απασχολημένες με την αντίσταση στην αντεπανάσταση των λευκών, οι άλλες επαναστατικές ομάδες επιχείρησαν να δημιουργήσουν λαϊκά σώματα αντιτιθέμενα στους μπολσεβίκους.

Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι αναρχικοί χωρίστηκαν σε φιλοσοβιετικούς και αντισοβιετικούς. Στη Σιβηρία, οι αναρχικοί άρχισαν μια εποικοδομητική δραστηριότητα, κυρίως μεταξύ των ανθρακωρύχων του Κερέμοβο. Και αυτό παρά τα εσωτερικά προβλήματα με την παρουσία «εγκληματικών στοιχείων» στις τάξεις τους.

Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και τα εργαστήρια. Ο Shtirbul αναφέρεται σε έναν «αυθόρμητο αναρχισμό» χωρίς προφανή σύνδεση με τις αναρχικές οργανώσεις. Αυτό εξηγεί το άγχος του Λένιν για το ότι η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο των μπολσεβίκων. Στο Ιρκούτσκ, όπου ο αντιδραστικός στρατηγός Κορνίλοφ είχε τον έλεγχο, υπήρξε μια αποτυχημένη εξέγερση της φρουράς τον Σεπτέμβρη του 1917, αλλά σημειώθηκε και μια παρόμια αναρχική αναταραχή στις φρουρές στο Τομσκ, το Κρασνογιάρσκ, το Τσερέμκοβο, το Σεμιπαλατίνσκ, την Τσίτα και μεταξύ του στόλου της λίμνης Βαϊκάλη. Ενώ η δραστηριότητα των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων μειώθηκε ταχέως, αυτή των μπολσεβίκων και των αναρχικών μεγάλωσε. Οι αναρχικοί είχαν αποκτήσει βαθιές ρίζες στις περιοχές Τομσκ, Κρασνογιάρσκ, Ιρκούτσκ και γύρω από τη λίμνη Βαϊκάλη. Αυτές οι τέσσερις περιοχές καλύπτουν σχεδόν τρεισήμισι εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το 12,7% του εδάφους της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul αναγνωρίζει την αυξανόμενη επιρροή των αναρχικών ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς και τους αγρότες, που ξεκινούσε από στρατιώτες που εμφορούνταν από αναρχικές ιδέες και οι οποίοι υπηρετούσαν στη Σιβηρία.

Σοβιέτ

Αναρχικά βιβλία -με έργα των Κροπότκιν, Ρεκλύ και Μαλατέστα- άρχισαν να κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Novomirski, ενώ εμφανίστηκαν εφημερίδες όπως η «Sibirskiy Anarkhist» («Αναρχική Σιβηρία») στο Κρασνογιάρσκ και η «Buntovnik» («Ο Εξεγερμένος») στο Τομσκ. Συγκρούσεις άρχισαν να αναπτύσσονται μεταξύ των αναρχικών και των μπολσεβίκων.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1917-1918 οι αναρχοσυνδικαλιστές του Κρασνογιάρσκ δήλωσαν ότι αντιτίθενται «στην κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ» και επιβεβαίωσαν ότι είναι έτοιμοι να αγωνιστούν ενάντια στα κόμματα που δεν άφηναν χώρο για «προλετάριους επαναστάτες». Την άνοιξη του 1918, οι αναρχικοί του Τομσκ υπερασπίστηκαν μια οργάνωση σοβιέτ που εξέφρασε πραγματικά το ενδιαφέρον των εργαζομένων. Τον Γενάρη του 1918 επτά από τους 104 αντιπροσώπους από τη Δυτική Σιβηρία, σε ένα συνέδριο στο Ιρκούτσκ, ήταν αναρχικοί. Πέρα από αυτά τα στοιχεία, ορισμένες λεπτομέρειες δείχνουν μια αναρχική επιρροή στις δομές αυτές. Στο Πανσιβηρικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Φεβρουάριο του 1918 στο Ιρκούτσκ, υπήρχαν 8 αναρχικοί σύνεδροι σε σύνολο 202. Το Συνέδριο εξέλεξε στη διεύθυνσή του 25 μπολσεβίκους, 11 σοσιαλεπαναστάτες, 4 μαξιμαλιστές 4 αναρχικούς και 2 διεθνείς σοσιαλδημοκράτες (επομένως, λίγο περισσότερο από το 45% των συνέδρων δεν ήταν Μπολσεβίκοι).

Είναι ενδιαφέρον, ότι ο Shtirbul είναι σύμφωνος με τα συμπεράσματα του Μαχνό και του Αρσίνοφ, ότι ήταν η έλλειψη συντονισμού και η έλλειψη τακτικής ενότητας που εμπόδιζαν την ανάπτυξη του αναρχισμού σε σύγκριση με τους μπολσεβίκους στο επίπεδο της Σιβηρίας και της Ρωσίας.

Οι Μπολσεβίκοι κινήθηκαν ενάντια στους αναρχικούς την άνοιξη του 1918, χρησιμοποιώντας την Τσεκά για να τους επιτεθούν και να τους φυλακίσουν. Αλλά ο αφοπλισμός των αναρχικών μονάδων στη Σιβηρία από τους Μπολσεβίκους επισκιάστηκε από την επίθεση των λευκών με επικεφαλής τον Κολτσάκ, τον Μάρτη του 1918. Οι μονάδες αυτές, καθώς και οι μονάδες που είχαν οργανωθεί από τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, αγωνίστηκαν αρκετά αποτελεσματικά για τους Μπολσεβίκους μη επιτρέποντας στον εαυτό τους να τους καταστρέψουν. Βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της παράνομης αντίστασης όταν οι λευκοί κατέλαβαν τη Σιβηρία. Το φθινόπωρο του 1918 εμφανίστηκαν ομάδες αναρχικών αγροτών στις περιοχές που αναφέρθηκαν ήδη. Επίσης, ο Νοβοσέλοφ ήταν διοικητής μιας ομάδας δεκάδων αγωνιστών που τραγουδούσαν το άσμα «Η Πορεία των Αναρχικών» και έφεραν κόκκινες και μαύρες σημαίες με το σύνθημα «Η Αναρχία είναι η μητέρα της Τάξης» (φράση του Ρεκλύ που χρησιμοποιήθηκε και στις σημαίες του μαχνοβίτικου κινήματος). Άλλα αναρχικά αποσπάσματα εξέλεξαν τους διοικητές τους.

Ο Shtirbul θεωρεί ότι σημαντικός αριθμός από τους 140.000 επαναστάτες μαχητές στη Σιβηρία ήταν υπό αναρχική επιρροή. Όπως και τα μαχνοβίτικα αποσπάσματα που συνέβαλαν με αποφασιστικό τρόπο στην ήττα του Λευκού στρατηγού Ντενίκιν στην Ουκρανία, οι αναρχικοί αντάρτες της Σιβηρίας (Νοβοσέλοφ και Ρογκόφ) συνέβαλαν στην απόκρουση του Κολτσάκ. Από αυστηρά στρατιωτική άποψη, οι αναρχικοί στην πάλη εναντίον των λευκών ήταν απαραίτητοι. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά εντολές από τη Μόσχα, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα με τη συντριβή του σιβηριανού αναρχισμού, καθώς οι ντόπιοι μπολσεβίκοι θεωρούσαν τους αναρχικούς ειλικρινείς επαναστάτες.

Υποψίες

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε προβλήματα στη Σιβηρία με τον διορισμό από τη Μόσχα ηγετών ξένων με την περιοχή καθώς και τον διορισμό πρώην τσαρικών αξιωματικών ως ηγετών του Κόκκινου Στρατού. Αυτές οι περιστάσεις έδωσαν ισχύ στις αναρχικές υποψίες για τους μπολσεβίκους και τις προτάσεις τους ότι η επανάσταση πρέπει να ελέγχεται από τις ίδιες τις μάζες. Στην Τέταρτη Στρατιά Αγροτών Παρτιζάνων με επικεφαλής τον Μαρμόντοφ, ο διοικητής Μ.Β. Κοζύρ, πρότεινε τα σοβιέτ να οργανωθούν χωρίς τους μπολσεβίκους. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος τον καθαίρεσε και έβαλε στη θέση του έναν μπολσεβίκο. Αμέσως μια μαζική συνέλευση της φρουράς υιοθέτησε το ακόλουθο ψήφισμα: «Οι επαναστατικές επιτροπές του στρατού που δεν έχουν εκλεγεί από εμάς, δεν έχουν καμία εξουσία … κανείς δεν μπορεί να αποπέμψει τους αντιπροσώπους μας και να τους αντικαταστήσει με ανθρώπους που δεν ξέρουμε…».

Ο ίδιος ο Κοζύρ είπε ότι «Ας διαλέξουμε τους καλύτερους από εμάς, επιλέγοντας εκείνους που αξίζουν την εμπιστοσύνη μας και κατανοούν τις ανάγκες μας». Σε μια κυβρνητική έκθεση τον Γενάρη 1920 για την Περιφέρεια Αλτάι, σημειώνεται ότι οι αγρότες ανέμεναν την ανάπτυξη του περιφερειακού ελέγχου. Όταν ένιωσαν τις συγκεντρωτικές τάσεις των μπολσεβίκων, προέκυψε μια ολοένα αυξανόμενη αντιπάθεια.

Η αντίσταση στην ενσωμάτωση των κομματικών μονάδων οργανώθηκε από τις μονάδες που διοικούνταν από τους αναρχικούς Νοβοσέλοφ, Ρογκόφ, Λούμπκοφ και Πλοτνίκοφ, στις περιοχές Αλτάι, Τομσκ και Σεμιπαλατίνσκ. Οι αναρχικοί καθοδήγησαν μια εκστρατεία για τη δημιουργία αυτοοργανωμένων αγροτικών κολλεκτίβων και την απελευθέρωση του Ρογκόφ, κάτι που πέτυχαν τον Απρίλη του 1920. Την 1η Μάη του ίδιου χρόνου έγινε μια τεράστια αναρχική συνάντηση στο χωριό Julanikh, 120 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μπαρνούλ, όπου οι ομιλητές υπογράμμισαν τη συμπάθειά τους στα θύματα του λευκού τρόμου. Συμμετείχαν χίλιοι ανάρτες και παρακολούθησαν αρκετές χιλιάδες αγρότες, φέροντας κόκκινες και μαύρες σημαίες. Δύο ημέρες αργότερα ξέσπασε εξέγερση. Χίλιοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν.

Ο Νοβοσέλοφ, ο οποίος διοικούσε μια μονάδα εκατό αναρχικών αγωνιστών που δρούσε σε μια περιοχή χιλίων περίπου χιλιομέτρων στις περιοχές Αλτάι και Κουζμπάς, από το Δεκέμβρη 1918 έως τον Δεκέμβρη του 1919, πρότεινε τη δημιουργία της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Αλτάι (AFA), που υποστηρίχθηκε από τον Ρογκόφ και επτά άλλους διοικητές.

Το στρατιωτικό απόσπασμα αυξήθηκε σε χίλια άτομα και είχε την υποστήριξη χιλιάδων αγροτών από την περιοχή Πριτσένσκ. Αυτή η εξέγερση μεγάλωσε χάρη στις δραστηριότητες της AFA στον Κόκκινο Στρατό, την πολιτοφυλακή και την Τσεκά (το τελευταίο αρκετά εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ήταν η ένοπλη πτέρυγα της μπολσεβίκικης καταστολής και δείχνει το επίπεδο της δυσαρέσκειας). Αναρχικοί αντάρτες κατέλαβαν την περιοχή βορειοανατολικά της Barnaul και τις περιφέρειες Biiski, Kuznetskov και Novonikolaev.

Παρά τις διαταγές από το κέντρο της Μόσχας, οι ντόπιοι μπολσεβίκοι δεν μπήκαν στη φωτιά, ίσως επειδή φοβούνταν ότι η δυσαρέσκεια θα εξαπλωνόταν και σε άλλες μονάδες του στρατού. Μόλις ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να επιτίθεται, οι μονάδες του Ρογκόφ χωρίστηκαν σε μικρότερες μονάδες που διασκορπίστηκαν σε όλη την τάιγκα.

Τον Ιούνη του 1920 ο Ρογκόφ συνελήφθη και αυτοκτόνησε (;), αλλά ο Νοβοσέλοφ συνέχισε τον αγώνα μέχρι το Σεπτέμβρη του 1920, πριν πάει να κρυφτεί με τους αντάρτες του. Την ίδια στιγμή, ο Λούμπκοφ πυροδότησε μια νέα εξέγερση στην περιοχή του Τομσκ, συγκεντρώνοντας 2.500 με 3.000 μαχητές.

Ηττημένος, ο Λούμπκοφ έκανε μια απόπειρα να διαπραγματευτεί μια ανακωχή με τους μπολσεβίκους πριν εξαφανιστεί στην τάιγκα με μερικούς από τους αντάρτες του. Τον Γενάρη του 1921 ο Νοβοσέλοφ συμμετείχε σε μια νέα εξέγερση στο Ιουλιανίκ. Ο αγροτικός στρατός του συγκέντρωσε 5-10.000 μαχητές. Αλλά σε μια εξαιρετικά απελπιστική κατάσταση, προσπάθησε να σχηματίσει συμμαχία με αντικομμουνιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των λευκών. Εξέφρασε την ελπίδα να στραφεί εναντίον των τελευταίων από τη στιγμή που θα νικούσε τους μπολσεβίκους (οι Μαχνοβίτες στην Ουκρανία αρνήθηκαν μια τέτοια συμμαχία με βάση τις πολιτικές τους αρχές και στην πραγματικότητα οδηγήθηκαν σε στρατιωτική συμμαχία με τους κόκκινους, αν και οι δεύτεροι στράφηκαν εναντίον τους). Η στάση των κινημάτων του Νοβοσέλοφ και του Μαχνό δείχνουν την ανάγκη πλήρους αυτονομίας από οποιοδήποτε αντιαναρχικό ρεύμα). Ο Νοβοσέλοφ συντρίφτηκε γρήγορα. Ο Shtirbul πιστεύει ότι η «Σιβηριανή Μαχνοβτσίνα» ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στην υιοθέτηση από τους Μπολσεβίκους της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ).

Οι μπολσεβίκοι συνέχισαν τον πόλεμο ενάντια σε εκείνους που πολέμησαν ηρωικά στην υπόγεια αντίσταση κατά των λευκών του Κολτσάκ. Το 1923, σε ένα άλλο μακελειό εναντίον επαναστατικών δυνάμεων εκτελέστηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το προσωπικό των παράτυπων μονάδων του Νικολάγεβσκ στο Αμούρ – περιλαμβανομένων της μαξιμαλίστριας Νίνα Λεμπέντιεβα και του αναρχικού Triapitzin (οι μαξιμαλιστές ήταν μια διάσπαση του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, που υιοθετούσε θέσεις πολύ κοντά στον αναρχισμό). Αυτά τα τμήματα είχαν νικήσει τις ιαπωνικές δυνάμεις που είχαν εισβάλει. Εκτελέστηκαν, επίσης, μέλη του τοπικού Σοβιέτ, το μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σάσοφ, και άλλοι οι οποίοι αμφισβήτησαν τη σύσταση της Δημοκρατίας Άπω Ανατολής ως μια τεχνητή κρατική οντότητα από τους Μπολσεβίκους. Μεταξύ Φλεβάρη και Απρίλη του ίδιου χρόνου έγιναν μαζικές συλλήψεις αναρχικών, μαξιμαλιστών και σοσιαλεπαναστατών. Το χειρότερο γεγονός από όλα ήταν το ότι στο Βλαδιβοστόκ στις 26 Φλεβάρη, συνελήφθησαν μέλη των υπόγειων εργατικών οργανώσεων και των παράνομων μονάδων. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 8 μαξιμαλιστές και 4 αναρχικοί, μεταξύ αυτών του εκδότη της εφημερίδας «Black Flag» και των Khanienko και Ustimenko. Ακόμα 38 άλλοι, μαξιμαλιστές, αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικοί, συνελήφθησαν στο Blagoviestchensk στις 10 Απριλίου. Μαγειρεύτηκε από την Τσεκά μια συνομωσία από τη «Λευκή Φρουρά» στην Τσίτα και με βάση αυτη την κατηγορία δικάστηκαν οι συλληφθέντες. Οκτώ εκτελέστηκαν και δέκα καταδικάστηκαν σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης. Όπως ένας αντίπαλος των μπολσεβίκων, έγραψε σε επιστολή του: «Με την υποστήριξη των αριστερών σοσιαλεπαναστατών και των αναρχικών, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι παρουσίασαν κατά τη διάρκεια των εκλογών για το Σοβιέτ τους δικούς τους αυτόνομους και μη κομματικοποιημένους υποψήφιους, αρνούμενοι να ψηφίσουν τους κομμουνιστές».

*Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε μια κριτική του Frank Mintz στο γαλλικό αναρχικό περιοδικό «A Contretemps». Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.

Η αναρχική καπετάνισα (Αταμάνσα) Μαριούσα Νικηφόροβα

Μαριούσα (Μαρία) Νικηφόροβα: γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Αλεξανδροφσκ της Ρωσίας, πέθανε μάλλον μέσα στο 1919 σε άγνωστη περιοχή
Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν μάλλον το 1918 στο Ελισάβετγκραντ. Η μία έγραφε από πίσω “Μην κάνετε άσχημες σκέψεις για μένα” – Μ.Νικηφόροβα.

Γεννημένη στο Αλεξανδρόφσκ (σημερινό Ζαπορόζνι) η Μαρία Νικηφόροβα ήταν μια εργάτρια[1] που καταδικάστηκε σε θάνατο για τις ένοπλες επιθέσεις που πραγματοποίησε ενάντια στις τσαρικές αρχές το 1905, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια. Πέρασε μέρος της ποινής της στη φυλακή του Πετροπαβλόσκ στο Πέτρογραδ. Δραπέτευσε το 1910 καθώς τη μετέφεραν στη Σιβηρία, περνώντας, όπως και ο Μπακούνιν, από την Ιαπωνία στις ΗΠΑ κι από κει στη δυτική Ευρώπη. Επέστρεψε στο Αλεξανδρόφσκ το καλοκαίρι του 1917. Εκεί, όλοι οι αναρχικοί ήταν είτε διανοούμενοι (σ.μ. δάσκαλοι κλπ) είτε χειρώνακτες εργάτες και χωρίζονταν σε αναρχοκομμουνιστές και αναρχοατομικιστές, αλλά σύμφωνα με το Νέστορα Μάχνο αυτή ήταν μια καθαρή (σ.μ. με την έννοια της αδιαμόρφωτης) μορφή αναρχισμού (σ.μ. εννοεί τον ατομικισμό), και στην πραγματικότητα ήταν όλοι τους επαναστάτες αναρχοκομμουνιστές.

Στις αρχές Ιουνίου δημιούργησαν μια ομοσπονδία αναρχικών και άρχισαν να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα μεταξύ των εργαζομένων. Τον Αύγουστο του 1917 αυτή και το ένοπλο απόσπασμά της λήστεψαν μια στρατιωτική αποθήκη στο σταθμό Οριχίβ, κατόπιν επετέθησαν σε ένα σύνταγμα στρατού της πόλης από το οποίο όσοι δεν συνελήφθησαν διασκορπίστηκαν ενώ όλοι οι συλληφθέντες αξιωματικοί εκτελέστηκαν. Μέρος των όπλων και πυρομαχικών που απαλλοτριώθηκαν πέρασαν στο Μαχνοβίτικο στρατό.

Μίλησε σε μια αγροτική συνέλευση που προήδρευε ο Μάχνο στο Γκιουλάι-Πόλε στις 29 Αυγούστου του 1917. Συνόδευσε τους Μάχνο και Αντόνωφ της αναρχοκομμουνιστικής ομάδας του Γκιουλάι-Πόλε, σε μια επίσκεψη στα εργοστάσια του Αλεξανδρόφσκ το 1917 που διήρκεσε αρκετές ημέρες, με στόχο το ξεσκέπασμα της αντεπαναστατικής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκε στο όνομα των εργαζομένων στα χωριά από το καθεστώς Κερένσκυ [2]. Συλλήφθη κρυφά την τρίτη νύχτα από το σοσιαλεπαναστάτη Ποπώφ και τον κομισάριο της κυβέρνησης Μίχνο, επειδή συνόδευε τους αναρχικούς χωρίς να έχει εξουσιοδοτηθεί από τους αγρότες. Οι πράκτορές τους βρήκαν που διέμενε, την άρπαξαν και την οδήγησαν με αυτοκίνητο στη φυλακή. Το επόμενο πρωί που οι εργάτες του Αλεξανδροφσκ έμαθαν για τη σύλληψη, σταμάτησαν την εργασία τους και σχημάτισαν πορεία με πανό προς το Εργατικό-Αγροτικό Σοβιέτ. Άρπαξαν τον σοσιαλδημοκράτη Μοτσάλγι, πρόεδρο του Σοβιέτ, εξέλεξαν μια επιτροπή και ανάγκασαν τον Μοτσάλγι να πάει μαζί τους στη φυλακή και να ελευθερώσουν τη Νικηφόροβα. Αφού την απελευθέρωσαν οι εργάτες, την πέρασαν σε όλη την πορεία από μπλοκ σε μπλοκ και την οδήγησαν θριαμβευτικά στο Σοβιέτ. Κανένας από τους κομισάριους δεν τόλμησε να τους μιλήσει τότε. Η Νικηφόροβα με ένα δυναμικό της λόγο κάλεσε τους εργαζομένους να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση, για την επανάσταση και για μια κοινωνία ελεύθερη από κάθε εξουσία.

Η έντονη επαναστατική της δραστηριότητα κέρδισε έναν έπαινο το 1918 από τον μπολσεβίκο στρατηγό Αντόνωφ. Τον Ιανουάριο του 1918 χρησιμοποίησε πάλι το μεγάλο ταλέντο της σαν προπαγανδίστρια. Όταν τα αποσπάσματα των Κοζάκων του Δον ήταν έτοιμα να προσχωρήσουν στον αντεπαναστατικό στρατό των Λευκών του Κάλεντιν, παρεμποδίστηκαν από τις επαναστατικές δυνάμεις συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της Νικηφόροβα, με αποτέλεσμα να παραδωθούν μαζικά. [3] Μετά από αυτό, (οι Κοζάκοι) εξετάστηκαν από τους αναρχικούς, συμπεριλαμβανομένης της Νικηφόροβα, για να ερμηνευτεί ο ρόλος τους κάτω από το παλαιό καθεστώς και τις δυνατότητες που θα μπορούσαν να έχουν σε μια ελεύθερη κοινωνία. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε σαν παιδιά. Μερικοί διανοούμενοι ακούγοντας τις ομιλίες, σημείωσαν: «Θεέ μου, πόσο άτονες και θλιβερές φαίνονται οι ομιλίες της Επαναστατικής Επιτροπής και των πολιτικών κομμάτων σε αντίθεση με τις ομιλίες των αναρχικών και προ πάντων της Μαριούσα Νικηφόροβα!». Χάρη σ’αυτό, κάμποσοι Κοζάκοι του Δον καθιέρωσαν μια μακροχρόνια επαφή με τους αναρχικούς και αρθρογραφούσαν σε αναρχικά έντυπα.

Το δε ένοπλο απόσπασμα που οργάνωσε η Νικηφόροβα κυνήγησε πολλούς αξιωματικούς του στρατού και (αντεπαναστάτες) πολέμαρχους. Αργότερα κινήθηκε προς το Ελισάβετγραδ οργανώνοντας ένα άλλο ένοπλο απόσπασμα που πάλεψε ενάντια σε όλους τους εισβολείς συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών και του Ντένικιν και συμμετείχε για δύο εβδομάδες στις οδομαχίες με τα αντιδραστικά στοιχεία στην πόλη. Ενώθηκε με το Μαχνοβίτικο κίνημα το 1919. Η Μόσχα την έκρινε «ταραχοποιό στοιχείο» και της απαγόρευσε την άσκηση των ευθυνών για διάστημα ενός έτους, που περιορίστηκε σε 6 μήνες από τον Καμένεφ μετά από την επίσκεψή του στο Μάχνο στο Γκιουλάι-Πόλε, το Μαΐο του 1919.

Οι ειρηνικές αποστολές δεν ικανοποιούσαν την ανήσυχη Μαρία Νικηφόροβα κι έτσι ξανάρχισε τον ένοπλο αγώνα. Το τέλος της είναι αρκετά σκοτεινό. Μερικοί λένε ότι κρεμάστηκε από το Λευκό στρατηγό Σλάχτσεφ στο Σιμφέροπολ το φθινόπωρο 1919 αλλά υπήρξε μια αναφορά για κάποια Μαριούσα που οδηγούσε ένα απόσπασμα ενάντια στον Κόκκινο στρατό το φθινόπωρο του 1921. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ήταν αυτή.

Εναλλακτικά, έχουμε τον Αντε Κίλιγκα στο «Ρωσικό Αίνιγμα» όπου μιλάει για κάποιους συντρόφους του, Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές, οι οποίοι επιστρέφοντας από τη νοτιοδυτική Ουκρανία στα τέλη του καλοκαιριού του 1929, ανέφεραν ότι είχαν συναντηθεί με τη διάσημη Μαριούσα η οποία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ηγήθηκε μιας τρομερής μερίδας υποστηρικτών της. Οι ημέρες θριάμβου της είχαν τελειώσει. Ντυμένη στα στρατιωτικά, περιπλανιόταν άσκοπα στους δρόμους. Θα μπορούσε να τη βρει κανείς στην ταβέρνα (σ.μ. κατά λέξη: συνεταιριστικό κατάστημα –της τότε ΕΣΣΔ) να λέει αδιάφορα «δώσε μου ένα μπουκάλι». Ο υπάλληλος να της δίνει το μπουκάλι της βότκας, εκείνη να το παίρνει χωρίς να πληρώσει και να φεύγει αμίλητη. Σε κάποιες εντυπωσιακές διηγήσεις των κατορθωμάτων της παρουσιάζεται ντυμένη στα μαύρα πάνω σ’ένα άσπρο άλογο, οδηγώντας 1.500 φανατικούς ιππείς.

[1] Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η Μαρία Νικηφόροβα μεγάλωσε σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια μεσοαστών όπου ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό μέσω ενός αναρχικού διανοούμενου θείου της.
[2] Ο Κερένσκυ και η τάση των σοσιαλεπαναστατών συνεργάστηκε σε πολλές περιπτώσεις τόσο με τους Μπολσεβίκους όσο και τους Αναρχικούς. Η εισβολή Ελλήνων και Γάλλων αντεπαναστατών στο νότο αποκρούστηκε από τη συνεργασία σοσιαλεπαναστατών του Κερένσκυ, Μαχνοβιτών και του πρώην λήσταρχου Τσαπάγιεφ. Η «ανοχή» των Μπολσεβίκων απέναντι στους σοσιαλεπαναστάτες εξαντλήθηκε μετά τα γεγονότα της Κροστάνδης.
[3] Η επιχείρηση αφοπλισμού των Κοζάκων του Δον διοργανώθηκε από κοινού από Μπολσεβίκους και Αναρχικούς, στην πράξη όμως εκτελέστηκε σχεδόν αποκλειστικά από τους Αναρχικούς, πράγμα που αποτέλεσε αργότερα σημείο προσέγγισης στη συζήτηση Λένιν-Μάχνο όπου αναφέρθηκε και η συνεισφορά της Νικηφόροβα.

Η επίσκεψη του Νέστορ Μαχνό στο Λένιν

Τον Ιούνιο του 1918, ο Μαχνό φτάνει στη Μόσχα. Συναντάει στο Κρεμλίνο τον Γιάκοβ Μιχαήλοβιτς Σβερντλόφ, γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου κόμματος, κι έπειτα τον ίδιο τον Λένιν. Τις δύο αυτές συνομιλίες διηγήθηκε ο Μαχνό στα Απομνημονευματά του.

Γιάκοβ Μιχαήλοβιτς Σβερντλόφ

‘Εφτασα στις πύλες του Κρεμλίνου αποφασισμένος να δω τον Λένιν και, ει δυνατόν, τον Σβερντλόφ, για να έχω μία συνομιλία μαζί τους. Πίσω από ένα γκισέ καθόταν ένας υπάλληλος. Του προσκόμισα το διαπιστευτήριο που είχα λάβει από το Σοβιέτ της Μόσχας. Αφού το διάβασε προσεκτικά, μου έβγαλε ο ίδιος μια άδεια την οποία επισύναψε στο διαπιστευτήριό μου και πέρασα έτσι την πύλη που οδηγούσε στα ενδότερα του Κρεμλίνου. Εκεί, βρισκόταν ένας Λετονός τουφεκιοφόρος. Τον προσπέρασα και μπήκα στην αυλή όπου έπεσα πάνω σ’ έναν άλλο φρουρό στον οποίο ο καθένας μπορούσε να ζητήσει να του υποδείξει το κτίριο που έψαχνε. Μετά από εκεί, ήσουν ελεύθερος να περπατήσεις, να χαζέψεις τα κανόνια και τα βλήματα διαφόρων διαμετρημάτων, της προ ή μετά Μέγα Πέτρου εποχής, να σταματήσεις μπροστά στην μνημειακή καμπάνα του Τσάρου, ή και άλλων γνωστών αξιοπερίεργων πραγμάτων, ή να μεταβείς απευθείας σε ένα από τα παλάτια. [..] Την επόμενη μέρα, στη μία η ώρα, ήμουν πάλι στο Κρεμλίνο όπου ξαναβρήκα τον σύντροφο Σβερντλόφ ο οποίος με οδήγησε αμέσως στον Λένιν. Εκείνος με υποδέχτηκε με συντροφικότητα. Με πήρε από το μπράτσο, και χτυπώντας μου απαλά την πλάτη με το άλλο του χέρι, με έβαλε να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Αφού παρακάλεσε τον Σβερντλόφ να πάρει μια άλλη πολυθρόνα, πλησίασε τον γραμματέα του και του είπε:

– Να έχετε την καλοσύνη να τελειώσετε την εργασία αυτή μέχρι τις δύο. Έπειτα, ήρθε και κάθισε απεναντί μου και άρχισε τις ερωτήσεις. Η πρώτη του ερώτηση ήταν: “Από ποιό μέρος είστε;” ‘Υστερα: “Πως υποδέχτηκαν η αγρότες της περιοχής σας το σύνθημα: ‘Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ στα χωριά και πως αντέδρασαν οι εχθροί αυτού του συνθήματος και ειδικά η Κεντρική Ράντα [αντιπροσωπευτικό σώμα που συγκροτήθηκε στην Ουκρανία το 1917 -σ.σ.];” ‘Επειτα πάλι:

“Οι αγρότες της περιοχής σας ξεσηκώθηκαν κατά των αυστρο-γερμανών εισβολέων; Αν ναι, τι ήταν αυτό που εμπόδισε τις αγροτικές εξεγέρσεις να μετατραπούν σε γενική εξέγερση και να συνδεθούν με τη δράση των μονάδων των ερυθρών φρουρών, οι οποίοι, με τόσο αυταπάρνηση, υπερασπίστηκαν τις επαναστατικές μας κατακτήσεις; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, έδινα στον Λένιν σύντομες απαντήσεις. Αυτός, με το χαρακτηριστικό του ταλέντο, προσπαθούσε να θέσει τα ερωτήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να απαντώ σημείο προς σημείο. ‘Οπως με την ερώτηση: “Πως υποδέχτηκαν η αγρότες της περιοχής μου το σύνθημα: ‘Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ στα χωριά;” Ο Λένιν μου την έθεσε τρεις φορές, και παραξενεύτηκε όταν του απάντησα: “Οι αγρότες το υποδέχτηκαν με τον τρόπο τους, που σημαίνει ότι, στο μυαλό τους, κάθε εξουσία πρέπει, σε όλους τους τομείς, να ταυτιστεί με τη συνείδηση και τη θέληση των εργαζομένων. ‘Οτι τα Σοβιέτ των εργατών και των αγροτών στα χωριά, του κάθε τομέα και κάθε διαμερίσματος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξαρτήματα της επαναστατικής οργάνωσης και της οικονοιμικής αυτοδιαχείρησης των εργαζομένων στον αγώνα τους κατά της αστικής τάξης κι αυτών που την υπηρετούν: των δεξιών σοσιαλιστών και της συμμαχικής τους κυβέρνησης.

– Πιστεύετε πως αυτός ο τρόπος ερμηνείας του συνθηματός μας είναι σωστός; ρώτησε ο Λένιν.

– Ναι, απάντησα.

– Στην περίπτωση αυτή, οι αγρότες της περιοχής σας μολύνθηκαν από τον αναρχισμό, μου είπε.

– Και είναι αυτό κακό; ρώτησα.

– Δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, θα έπρεπε να χαιρόμαστε γι’ αυτό, επειδή επιταχύνεται έτσι η νίκη του κομμουνισμού πάνω στον καπιταλισμό και την εξουσία του.

– Αυτό είναι κολακευτικό για μένα, απάντησα στον Λένιν, προσπαθώντας να μην γελάσω.

– ‘Οχι, όχι, ισχυρίζομαι πολύ σοβαρά πως το κοινωνικό αυτό φαινόμενο στη ζωή της αγροτικής μάζας θα επιτάχυνε τη νίκη του κομμουνισμού πάνω στον καπιταλισμό, επανέλαβε ο Λένιν, προσθέτοντας: “Πιστεύω όμως πως το φαινόμενο δεν ήταν αυθόρμητο. Επηρεάστηκε από την αναρχική προπαγάνδα και δεν θα αργήσει να εξαφανιστεί. ‘Εχω μάλιστα την εντύπωση πως το πνεύμα αυτό που συνετρίβη από την θριαμβευτική αντεπανάσταση πριν του δοθεί ο χρόνος να δημιουργήσει μία οργάνωση, έχει ήδη εξαφανισθεί.” Παρατήρησα στον Λένιν πως ένας πολιτικός αρχηγός δεν πρέπει ποτέ να φανεί απαισιόδοξος ή σκεπτικιστής.

– ‘Ωστε κατά τη γνώμη σας, είπε ο Σβερντλόφ, διακοπτοντάς με, θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε τις αναρχικές αυτές τάσεις στη ζωή της αγροτικής μάζας; – Ω! το κόμμα σας δεν πρόκειται να τις εναθρρύνει, απάντησα. Ο Λένιν βρήκε αμέσως την ευκαιρία να ρωτήσει:

– Και γιατί θα έπρεπε να τις ενθαρρύνουμε; Για να διασπάσουμε τις επαναστατικές δυνάμεις του προλεταριάτου, να ανοίξουμε τον δρόμο στην αντεπανάσταση και τελικά να ανέβουμε μαζί με το προλεταριάτο στο ικρίωμα; Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και με κάποια νευρικότητα στη φωνή μου, παρατήρησα στον Λένιν ότι ο αναρχισμός και οι αναρχικοί δεν προσδοκούσαν στην αντεπανάσταση και δεν οδηγούσαν σ’ αυτήν το προλεταριάτο.

– Αυτό πράγματι είπα; με ρώτησε ο Λένιν, προσθέτοντας: “‘Ηθελα να πω πως οι αναρχικοί, μην έχοντας μαζικές οργανώσεις, δεν είναι σε θέση να οργανώσουν το προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες, επομένως και να τους ξεσηκώσουν για να υπερασπιστούν, με την ευρεία έννοια, αυτό που κατακτήθηκε για όλους μας και μας είναι πολύτιμο.” Η συζήτηση στράφηκε έπειτα στα άλλα ζητήματα που έθεσε ο Λένιν. ‘Οπως και στο παρακάτω: “Τα αποσπάσματα των ερυθρών φρουρών και το επαναστατικό θάρρος με το οποίο υπερασπίστηκαν τις κοινές κατακτήσεις”. Ο Λένιν με ανάγκασε να απαντήσω όσο το δυνατόν πληρέστερα. Προφανώς το ζήτημα τον απασχολούσε ή μπορεί και να του θύμιζε όσα είχαν κάνει πρόσφατα στην Ουκρανία τα τάγματα των ερυθρών φρουρών, πετυχαίνοντας υποτίθεται τους στόχους που ο Λένιν και το κόμμα του είχαν θέσει, στελνοντάς τους εκεί από το Πέτρογκραντ κι από άλλες μακρινές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας. Θυμάμαι την συγκίνηση του Λένιν, συγκίνηση που μπορούσε να εκδηλώσει μόνο ένας άνθρωπος που βίωνε με πάθος τον αγώνα κατά του κοινωνικού καθεστώτος που μισούσε, όταν του είπα:

– ‘Εχοντας πάρει ο ίδιος μέρος στον αφοπλισμό δεκάδων κοζάκων που αποσπάστηκαν από το γερμανικό μέτωπο στα τέλη του Δεκέμβρη του 1917 και στις αρχές του 1918, είμαι πολύ καλά πληροφορημένος για το “επαναστατικό θάρρος” που επέδειξαν οι μονάδες του Κόκκινου στρατού και ειδικά οι αρχηγοί τους. Γι’ αυτό και μου φαίνεται, σύντροφε Λένιν, πως το υπερεκτιμάτε εφόσον βασίζεστε σε πληροφορίες από δεύτερες και τρίτες πηγές.

– Μα πως; Το αμφισβητείτε; με ρώτησε ο Λένιν.

– Τα τάγματα των ερυθρών φρουρών επέδειξαν πράγματι επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, αλλά όχι τόσο όσο το περιγράφετε. Η μάχη των ερυθρών φρουρών κατά των “haïdamaks” [ουκρανικές ένοπλες ομάδες κοζάκων – σ.σ.] της Rada Centrale και κυρίως κατά των γερμανικών στρατευμάτων γνώρισε στιγμές όπου το επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, καθώς και η δράση των ερυθρών φρουρών και των αρχηγών τους αποδείχτηκαν πολύ αδύναμα. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό οφείλεται στην βιαστική εκπαίδευση των σχηματισμών των ερυθρών φρουρών και στην τακτική που χρησιμοποιούσαν ενάντια στον εχθρό, η οποία δεν συμβαδίζει ούτε με αντάρτικες ομάδες, ούτε με τακτικές μονάδες. Πρέπει να γνωρίζετε πως οι ερυθροί φρουροί, είτε είναι πολυάριθμοι ή είτε είναι λίγοι, επιτίθενται στον εχθρό μετακινούμενοι πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Σε απόσταση δέκα ή δεκαπέντε βέρστια απ’ αυτές, το έδαφος προσφέρεται στην ελεύθερη κίνηση των υπερασπιστών της επανάστασης όπως και της αντεπανάστασης. Για το λόγο αυτό, οι ξαφνικές επιθέσεις πετύχαιναν σχεδόν πάντα. Μόνο γύρω από τους σιδηροδρομικούς κόμβους των πόλεων ή των κωμοπόλεων όπου περνάει τρένο μπορούσαν τα τάγματα των ερυθρών φρουρών να οργανώσουν ένα μέτωπο, κι από κει να προβούν σε επιθέσεις. Αλλά τα μετώπισθεν και η περιφέρεια των οικισμών εκείνων που απειλούνται από τον εχθρό παρέμεναν χωρίς υπερασπιστές. Η επιθετική δράση της επανάστασης δεχόταν έτσι ένα αρνητικό αντίκτυπο. Οι μονάδες των ερυθρών φρουρών δεν είχαν καλά καλά τελειώσει να απευθύνουν το καλεσμά τους σε μια περιοχή, που οι αντεπαναστατικές δυνάμεις περνούσαν στην αντεπίθεση υποχρεώνοντας πολύ συχνά τους ερυθρούς φρουρούς να οπισθοχωρούν και να καλύπτονται στα θωρακισμένα τους τρένα. ‘Ετσι ο πληθυσμός της υπαίθρου δεν τους έβλεπε καν. Κι επομένως δεν μπορούσε να τους στηρίξει.

– Τι κάνουν οι επαναστάτες προπαγανδιστές στις αγροτικές περιοχές; Δεν μπορούν να κρατούν σε ετοιμότητα τους προλετάριους αγρότες για να συμπληρώνουν με φρέσκες δυνάμεις τις μονάδες ερυθρών φρουρών που εμφανίζονται στην περιοχή τους, ή για να σχηματίζουν νέα σώματα ερυθρών φρουρών που θα καταλάβουν θέσεις πολεμώντας την αντεπανάσταση; με ρώτησε ο Λένιν.

– Μην παίρνουν τα μυαλά μας αέρα. Οι επαναστάτες προπαγανδιστές είναι λίγοι στην ύπαιθρο και δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Αντίθετα, κάθε μέρα φτάνουν στα χωριά εκατοντάδες προπαγανδιστές και κρυφοί εχθροί της Επανάστασης. Σε πολλά μέρη, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα συγκροτήσουν οι επαναστάτες προπαγανδιστές νέες δυνάμεις της επανάστασης και θα τις οργανώνουν για να αντιταχθούν στην αντεπανάσταση. Η εποχή μας, είπα στον Λένιν, απαιτεί αποφασιστικές ενέργειες όλων των επαναστατών σε όλους τους τομείς της ζωής και της πάλης των εργαζομένων. Αν δεν το λάβουμε αυτό υπόψη μας, ειδικά εκεί σε μας, στην Ουκρανία, σημαίνει ότι επιτρέπουμε στην αντεπανάσταση που συσπειρώνεται πίσω από τον hetman [στρατιωτικός διοικητής -σ.σ.] να αναπτυχθεί όπως θέλει και να αυξήσει τη δυναμή της. Ο Σβερντλόφ κοιτούσε μια εμένα και μια τον Λένιν και χαμογελούσε με ικανοποίηση. ‘Οσο για τον Λένιν, κρατούσε τα δαχτυλά του ενωμένα και σκεφτόταν με το κεφάλι σκυφτό. Ανασηκώθηκε κάποια στιγμή και μου είπε:

– ‘Οσα μου είπατε μόλις τώρα είναι πολύ δυσάρεστα. Και γυρίζοντας στον Σβερντλόφ πρόσθεσε: “Εφόσον ανασυντάξουμε τις μονάδες των ερυθρών φρουρών μέσα στον Κόκκινο στρατό θα είμαστε σε καλό δρόμο, στον δρόμο που οδηγεί στην τελική νίκη του προλεταριάτου πάνω στην μπουρζουαζία.

– Ναι, ναι, απάντησε ζωηρά ο Σβερντλόφ. Ο Λένιν μου είπε έπειτα:

– Τι δουλειά υπολογίζετε να κάνετε στη Μόσχα; Απάντησα ότι δεν θα έμενα για πολύ ακόμα. Σύμφωνα με την απόφαση της Συνδιάσκεψης των αντάρτικων ομάδων που έγινε στο Ταγκανρόγκ θα έπρεπε να είμαι πίσω στην Ουκρανία τις πρώτες μέρες του Ιουλίου.

– Παράνομα; με ρώτησε ο Λένιν.

– Ναι, απάντησα. Απευθυνόμενος τότε στον Σβερντλόφ, ο Λένιν παρατήρησε:

– Οι αναρχικοί είναι πάντα γεμάτοι αυταπάρνηση, και έτοιμοι για όλες τις θυσίες. Εξαιτίας όμως του τυφλού τους φανατισμού, αγνοούν το παρόν και η σκέψη τους είναι μόνο στο μακρινό μέλλον. Με παρακάλεσε όμως να μην το πάρω προσωπικά, και πρόσθεσε:

– Σας θεωρώ, σύντροφε, σαν έναν άνθρωπο με αίσθηση της πραγματικότητας και των αναγκών της εποχής μας. Αν υπήρχε στη Ρωσία έστω κι ένα τρίτο των αναρχικών σαν κι εσάς, εμείς οι κομμουνιστές θα ήμασταν έτοιμοι να βαδίσουμε μαζί τους υπό κάποιες προϋποθέσεις και να συνεργαστούμε για το συμφέρον της ελεύθερης οργάνωσης των παραγωγών. Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα να φουντώνει μέσα μου ένα αίσθημα βαθιάς εκτίμησης για τον Λένιν, ενώ μέχρι πρόσφατα ήμουν πεπεισμένος πως ευθυνόταν για τον αφανισμό των αναρχικών οργανώσεων της Μόσχας, που έδωσε το σινιάλο για την εξόντωσή τους και σε πολλές άλλες πόλεις. Και μέσα μου, αισθάνθηκα ντροπή. Ψάχνοντας την απάντηση που θα έπρεπε να δώσω στον Λένιν, του είπα χωρίς περιστροφές:

– Η Επανάσταση και οι κατακτήσεις της είναι το ίδιο πολύτιμες για τους αναρχικούς και για τους κομμουνιστές. Κι έτσι αποδεικνύεται πως από την άποψη αυτή είναι όλοι τους όμοιοι.

– Ω! μην μας τα λέτε αυτά, αντέτεινε ο Λένιν, γνωρίζουμε τους αναρχικούς το ίδιο καλά όσο κι εσείς. Οι περισσότεροι δεν έχουν καμία αίσθηση του παρόντος, ή πάντως δεν τους αφορά παρά ελάχιστα. Ωστόσο, το παρόν έχει τόση σημασία που είναι παραπάνω από ντροπή για έναν επαναστάτη να μην το λαβαίνει υπόψη του ή να μην παίρνει θέση θετικά απεναντί του. Οι περισσότεροι αναρχικοί έχουν τις σκέψεις τους στραμμένες στο μέλλον και του αφιερώνουν τα γραπτά τους χωρίς να προσπαθούν να καταλάβουν το παρόν: είναι κι αυτό κάτι που μας χωρίζει. ‘Εχοντας πει αυτά τα λόγια, ο Λένιν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, βημάτισε δεξιά κι αριστερά, και πρόσθεσε:

– Ναι, ναι, οι αναρχικοί παίρνουν δύναμη από την ιδέα που έχουν για το μέλλον μέσα στο παρόν, δεν πατάνε στη γη. Η στάση τους είναι αξιοθρήνητη, κι αυτό γιατί ο άδειος από περιεχόμενο φανατισμός τους εμποδίζει να έχουν πραγματικούς δεσμούς με το μέλλον αυτό. Ο Σβερντλόφ χαμογέλασε πονηρά, και γυρίζοντας σε μένα, μου είπε:

– Δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε. Οι παρατηρήσεις του Βλαντιμίρ ‘Ιλιτς είναι σωστές.

– ‘Εχουν ποτέ αναγνωρίσει οι αναρχικοί την έλλειψη ρεαλισμού τους στην “παρούσα ζωή”; Ούτε που το σκέφτονται, βιάστηκε να προσθέσει ο Λένιν. Απαντώντας σ’ αυτό, είπα στον Λένιν και στον Σβερντλόφ πως εγώ ήμουν ένας αγρότης ημιαγράμματος και πως δεν θα ήθελα να συζητήσω την άποψη για τους αναρχικούς που εξέφρασε μόλις τώρα ο Λένιν και η οποία για μένα παρά είναι σύνθετη. – Αλλά πρέπει να σας πω, σύντροφε Λένιν, ότι ο ισχυρισμός σας πως οι αναρχικοί δεν κατανοούν “το παρόν”, ότι δεν έχουν πραγματική σχέση μ’ αυτό, είναι εντελώς λανθασμένος. Οι αναρχικοί κομμουνιστές της Ουκρανίας (ή του “Νότου της Ρωσίας”, εφόσον εσείς, οι μπολσεβίκοι κομμουνιστές, αποφεύγετε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη Ουκρανία), οι αναρχικοί κομμουνιστές, λέω, έχουν αποδείξει πάρα πολλές φορές ότι βρίσκονται με τα δύο πόδια στο “παρόν”. ‘Ολος ο αγώνας της ουκρανικής επαναστατικής εκστρατείας κατά της Κεντρικής Ράντα διεξήχθη κάτω από την ιδεολογική διεύθυνση των αναρχικών κομμουνιστών και εν μέρει των S.-R. (οι οποίοι, για να πούμε την αλήθεια, έβαζαν διαφορετικούς στόχους από τους δικούς μας στον αγώνα κατά της Ράντα). Οι μπολσεβίκοι σας δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στις περιοχές μας, κι αν υπάρχουν η επηροή τους είναι μηδαμινή. ‘Ολες οι αγροτικές κοινότητες ή ενώσεις δημιουργήθηκαν στην Ουκρανία με πρωτοβουλία των αναρχικών κομμουνιστών. Ακόμη και ο ένοπλος αγώνας του εργαζόμενου λαού ενάντια στην αντεπανάσταση γενικά, και στην αντεπανάσταση που αντιπροσωπεύουν οι στρατοί εισβολής της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας, πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά υπό την ιδεολογική και οργανική ηγεσία των αναρχικών κομμουνιστών. Βέβαια, δεν είναι προς το συμφέρον του κομματός σας να χρεωθούν όλα αυτά στο ενεργητικό μας, αλλά είναι γεγονότα που δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε. Γνωρίζετε επακριβώς, υποθέτω, τη δύναμη και την πολεμική ικανότητα του Ουκρανικού Ελεύθερου Επαναστατικού Σώματος. ‘Οχι αναίτια, αναφερθήκατε στο θάρρος με το οποίο υπερασπίστηκαν ηρωϊκά τις κοινές επαναστατικές μας κατακτήσεις. Αναμεσά τους, οι μισοί τουλάχιστον πολέμησαν κάτω από την αναρχική σημαία. Ο Mokrooussov , η M. Nikiforova, ο Tchéredniak, ο Garine, ο Tcherniak, ο Lounev και πολλοί άλλοι άρχηγοί αντάρτικων σωμάτων που θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να τους απαριθμήσουμε όλους είναι όλοι τους αναρχικοί κομμουνιστές. Και δεν αναφέρομαι σε μένα, στο σώμα στο οποίο ανήκω καθώς και στις άλλες ομάδες ανταρτών και στα “τάγματα εθελοντών” για την υπεράσπιση της επανάστασης που σχηματίσαμε και που δεν μπόρεσαν να αγνοηθούν από το επιτελείο των κόκκινων φρουρών. ‘Ολα αυτά πείθουν πως η αποψή σας, σύντροφε Λένιν, είναι εσφαλμένη, ότι δηλαδή οι αναρχικοί δεν πατάνε στη γη, ότι η στάση μας στο “παρόν” είναι αξιοθρήνητη, παρότι μας αρέσει πολύ να σκεπτόμαστε το “μέλλον”. ‘Οσα σας είπα στη διάρκεια της συνομιλίας μας δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, διότι αυτή είναι η αλήθεια. Η παρουσίαση που σας έκανα έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα που βγάζετε για μας, και όλοι, όπως κι εσείς ο ίδιος, μπορούν να διαπιστώσουν πως βρισκόμαστε και με τα δυό πόδια στο “παρόν”, πως αναζητούμε σ’ αυτό οτιδήποτε μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον, το οποίο, πράγματι, το αναλογιζόμαστε πολύ σοβαρά.”

Εκείνη τη στιγμή, κοίταξα τον Σβερντλόφ που είχε κοκκινήσει αλλά συνέχιζε να χαμογελάει. ‘Οσο για τον Λένιν, είπε, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια:

– ‘Ισως και να κάνω λάθος.

– Ναι, ναι, στην προκειμένη περίπτωση, σύντροφε Λένιν, υπήρξατε πολύ αυστηρός μαζί με μας τους αναρχικούς κομμουνιστές, επειδή απλά, όπως πιστεύω, δεν έχετε σωστή ενημέρωση για την ουκρανική πραγματικότητα και τον ρόλο που παίζουμε σ’ αυτήν.

– ‘Ισως, δεν το αμφισβητώ. Ποιός εξάλλου έχει το αλάθητο, ιδίως στην κατάσταση αυτή όπου βρισκόμαστε; απάντησε ο Λένιν. Και καθώς συνειδητοποίησε πως είχα γίνει λίγο νευρικός, προσπάθησε με πατρικό ύφος να με καθησυχάσει, αλλάζοντας πολύ επιδέξια θέμα στη συζήτηση.

Ο κακός μου όμως χαρακτήρας, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, δεν μου επέτρεπε, παρά το σεβασμό που με ενέπνευσε ο Λένιν, να συνεχίσω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτήν την κουβέντα. Θα αισθανόμουν προσβεβλημένος. Κι ενώ ένιωθα ότι είχα απεναντί μου κάποιον με τον οποίο θα υπήρχαν πολλά άλλα θέματα συζήτησης, ή από τον οποίον θα μπορούσε να μάθει κανείς πολλά, η διάθεση μου άλλαξε. Οι απαντήσεις μου δεν ήταν πια τόσο άνετες. Κάτι μέσα μου είχε σπάσει και ένα δυσάρεστο συναίσθημα με πλημμύρισε. Ο Λένιν δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε αντιληφθεί την αλλαγή αυτή στα συναισθηματά μου. Προσπάθησε να το διασκεδάσει μιλώντας για κάτι άλλο. Και βλέποντας ότι καλυτέρευε η διαθεσή μου κι ότι με κέρδιζε η ευγλωττία του, με ρώτησε ξαφνικά:

– Προτίθεστε λοιπόν να φτάσετε παράνομα στην Ουκρανία;

– Ναι, απάντησα.

– Θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;

– Ευχαρίστως, είπα. Απευθυνόμενος τότε στον Σβερντλόφ, ο Λένιν ρώτησε:

– Ποιός δικός μας είναι σήμερα επικεφαλής της υπηρεσίας που έχει αναλάβει να περνάει τα παιδιά μας στο Νότο; – Ο σύντροφος Καρπένκο ή ο Ζατόνσκι, απάντησε ο Σβερντλόφ, θα ρωτήσω και θα μάθω. Ενώ ο Σβερντλόφ τηλεφωνούσε για να πληροφορηθεί ποιός από τους δύο ήταν επικεφαλής της υπηρεσίας που έστελνε τους αγωνιστές στην Ουκρανία για να δουλέψαν παράνομα, Ο Λένιν προσπάθησε να με πείσει πως έπρεπε να συμπεράνω από την στάση του απεναντί μου πως η θέση του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στους αναρχικούς δεν ήταν τόσο εχθρική όσο φαινόταν να το πιστεύω.

– Αν αναγκαστήκαμε, μου είπε ο Λένιν, να πάρουμε δραστικά μέτρα για να βγάλουμε τους αναρχικούς από το μέγαρο που είχαν καταλάβει στη Μαλάϊα Ντμίτροβκα, όπου έκρυβαν κάποιους ντόπιους ή περαστικούς εγκληματίες, η ευθύνη δεν είναι δική μας αλλά των αναρχικών που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Εξάλλου δεν σας δημιουργήσουμε άλλα προβλήματα. Πρέπει να ξέρετε πως τους επετράπη να πιάσουν ένα άλλο κτήριο κοντά στη Μαλάϊα Ντμίτροβκα και είναι ελεύθεροι να δουλέψουν όπως θέλουν.

– ‘Εχετε ενδείξεις, ρώτησα τον σύντροφο Λένιν, που να επιβεβαιώνουν ότι οι αναρχικοί της Μαλάϊα Ντμίτροβκα υπέθαλπταν εγκληματίες;

– Ναι, η ‘Εκτακτη Επιτροπή (Τσεκά) τις έχει συγκεντρώσει και ελέγξει. Αλλιώς, το κόμμα μας δεν θα της είχε επιτρέψει να πάρει μέτρα, απάντησε ο Λένιν. Εν τω μεταξύ, ο Σβερντλόφ είχε επιστρέψει και ξανακάθισε μαζί μας. Μας ανακοίνωσε πως ο σύντροφος Καρπένκο ήταν πράγματι επικεφαλής της υπηρεσίας που κανόνιζε τις αποστολές, αλλά και πως ο σύντροφος Ζατόνσκι ήταν επίσης ενήμερος. Ο Λένιν αναφώνησε αμέσως:

– Ορίστε, σύντροφε, περάστε αύριο, μεθαύριο ή όποτε θέλετε να δείτε τον σύντροφο Καρπένκο και ζητήστε του οτιδήποτε χρειάζεσθε για να περάσετε παράνομα στην Ουκρανία. Θα σας υποδείξει μια ασφαλή διαδρομή για να περάσετε τα σύνορα.

– Ποιά σύνορα; ρώτησα.

– Δεν το ξέρετε; Μία συνοριακή γραμμή έχει χαραχτεί ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Και την φυλάγουν τα γερμανικά στρατεύματα, είπε ο Λένιν, εκνευρισμένος.

– Θεωρείτε ωστόσο την Ουκρανία ως “το Νότο της Ρωσίας”; απάντησα.

– ‘Αλλο το να θεωρούμε, σύντροφε, και άλλο το να έχουμε στη ζωή τα μάτια μας ανοιχτά, ανταπάντησε ο Λένιν. Και πριν προλάβω να αντιδράσω, πρόσθεσε:

– Θα πείτε στον σύντροφο Καρπένκο πως σας στέλνω εγώ. Αν έχει αμφιβολίες, ας μου τηλεφωνήσει. Αυτή είναι η διεύθυνση όπου θα μπορείτε να τον δείτε.

‘Ορθιοι τώρα και οι τρεις, σφίξαμε τα χέρια και αφού ανταλλάξαμε τις θερμές μας, καθώς φάνηκε, ευχαριστίες, βγήκα απο το γραφείο του Λένιν.

Μετάφραση: Σ.Σ.
Από: http://www.marxists.org/francais/general/makhno/works/1918/makhno.htm

Το Μανιφέστο του Επαναστατικού στρατού Ουκρανίας

Το προσωρινό Μανιφέστο του Μαχνοβίτικου στρατού, γράφτηκε σε μια περίοδο (πρωτοχρονιά του 1920) που αυτός κυριαρχούσε στην Ουκρανία είχε κατατροπώσει την αντεπανάσταση και αφού οι Μπολσεβίκοι είχαν αποδείξει πως δεν έχουν καμιά πρόθεση να αποδώσουν πραγματικά την εξουσία στους εργάτες και τους αγρότες.

Προς τους αγρότες και τους εργαζομένους όλης της Ουκρανίας! Να μεταδοθεί με τηλέγραφο, τηλέφωνο ή αγγελιαφόρο στα χωριά όλης της Ουκρανίας! Να διαβαστεί στις συνελεύσεις εργατών και αγροτών, στα εργοστάσια και στα αγροκτήματα! Αδέλφια εργαζόμενοι!

Ο επαναστατικός στρατός της Ουκρανίας έχει δημιουργηθεί για να αντισταθεί στην κατοχή των εργατών και των αγροτών από την αστική τάξη και την Μπολσεβικική-κομμουνιστική δικτατορία. Έχει θέσει σα στόχο την πλήρη απελευθέρωση των Ουκρανών εργαζομένων από το ζυγό οποιουδήποτε είδους τυραννίας και τη δημιουργία ενός δικού μας, γνήσιου σοσιαλιστικού συστήματος.

Ο επαναστατικός στρατός των Μαχνοβιτών ανταρτών έχει παλέψει με θάρρος σε πολλά μέτωπα προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Κατάφερε προς το παρόν επιτυχή έκβαση στην πάλη ενάντια στο στρατό του Ντένικιν, απελευθερώνοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή, όπου υπήρχε τυραννία και κατοχή.

Πολλοί εργαζόμενοι αγρότες έχουν αναρωτηθεί: Τι ακριβώς κάνετε εσείς; Τι μπορούμε και τι θάπρεπε να κάνουμε εμείς; Πώς θάπρεπε να αντιμετωπίζουμε τους νόμους των αρχών και των οργανώσεών τους; Σ’αυτές τις ερωτήσεις, καλείται να απαντήσει η Ουκρανική Ένωση Εργατών και Αγροτών. Πράγματι, πρέπει να καλέσει πολύ σύντομα όλους τους αγρότες και τους εργάτες σε συμβούλιο για να αποφασίσουν.

Δεδομένου όμως ότι η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία η συνέλευση των αγροτών και των εργαζομένων θα προχωρήσει, στην οποία θα έχουν την δυνατότητα να μαζευτούν, να συζητήσουν και να επιλύσουν τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες και οι εργάτες μας, δεν είναι γνωστή, ο Μαχνοβίτικος επαναστατικός στρατός κρίνει χρήσιμο να δημοσιεύσει το ακόλουθο μανιφέστο:

1. Όλες οι διατάξεις της κυβέρνησης Ντένικιν ακυρώνονται με το παρόν έγγραφο (…) Επιπλέον ακυρώνονται όλες εκείνες οι διατάξεις της κομμουνιστικής κυβέρνησης που συγκρούονται με τα συμφέροντα αγροτών και εργαζομένων. Εναπόκειται στην κρίση των ίδιων των εργαζομένων το που οι διατάξεις της κομμουνιστικής κυβέρνησης είναι καταστρεπτικές για τα συμφέροντά τους.
2. Όλα τα κτήματα που ανήκουν στα μοναστήρια, τους μεγαλοκτηματίες και άλλους εχθρούς περνούν στα χέρια εκείνων που ζουν από την εργασία των χεριών τους και μόνο. Αυτή η μεταβίβαση της περιουσίας πρέπει να καθοριστεί στα συμβούλια μετά από συζήτηση από την αγροτιά. Οι αγρότες θα πρέπει να λάβουν όχι μόνο τα προσωπικά συμφέροντά τους αλλά και τα κοινά συμφέροντα των μοχθούντων ανθρώπων, που υποφέρουν στο ζυγό των εκμεταλλευτών.
3. Τα εργοστάσια, οι εταιρίες, τα ανθρακωρυχεία και τα άλλα μέσα παραγωγής περιέρχονται στην κυριότητα της εργατικής τάξης συνολικά, η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη για την κατεύθυνση και τη διοίκησή τους, επωφελούμενη από την εμπειρία της να ενθαρρύνει την ανάπτυξή τους και με στόχο να συγκεντρωθεί ολόκληρη η παραγωγή της χώρας κάτω από την ομπρέλα μιας ενιαίας οργάνωσης.
4. Όλοι οι αγρότες και οι εργαζόμενοι καλούνται να οργανώσουν μόνοι τους ελεύθερα συμβούλια αγροτών-εργατών. Μόνο οι εργάτες και οι αγρότες που παίζουν έναν ενεργό ρόλο σε κάποιο χρήσιμο τομέα της οικονομίας μπορούν να εκλεχτούν σε τέτοια συμβούλια. Οι αντιπρόσωποι των πολιτικών οργανώσεων δεν πρόκειται να παίζουν κανέναν ρόλο στα συμβούλια των εργατών και των αγροτών, επειδή αυτό μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα των ίδιων των εργαζομένων.
5. Η ύπαρξη των τυραννικών, στρατοκρατικών οργανώσεων που είναι ανταγωνιστικές με το πνεύμα των ελεύθερων εργαζομένων δεν θα επιτραπεί.
6. Η ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συμμετοχής στα συμβούλια αποτελεί δικαίωμα κάθε εργαζόμενου και οποιαδήποτε ενέργεια αντίθετη προς αυτές τις ελευθερίες αποτελεί πράξη αντεπανάστασης.
7. Οι οργανώσεις της αστυνομίας καταργούνται με το παρόν έγγραφο: Στη θέση τους θα πρέπει να οργανωθούν ομάδες αυτοάμυνας από τους εργάτες και τους αγρότες και να επανδρωθούν από τους ίδιους.
8. Τα συμβούλια των εργατών και των αγροτών αντιπροσωπεύουν την αυτοάμυνα όλων των εργαζομένων: κάθε ένα από αυτά θα πρέπει να αγωνίζεται με οποιοδήποτε τρόπο ενάντια στις επεμβάσεις των αστών και των στρατιωτικών. Ενέργειες ληστείας θα πρέπει να καταδικάζονται – ληστές και αντεπαναστάτες να εκτελούνται επί τόπου.
9. Τόσο το Σοβιετικό όσο και το Ουκρανικό νόμισμα είναι αποδεκτά με αναλογία αντιτίμου: όλες οι παραβιάσεις αυτής της διάταξης θα τιμωρούνται.
10. Η ανταλλαγή των αγαθών, προϊόντων ή εργαλείων παραμένει ελεύθερη, εκτός αν επιτηρείται από τις οργανώσεις αγροτών και εργαζομένων. Προτείνεται ότι τέτοιες ανταλλαγές πρέπει να προχωρήσουν μεταξύ των εργαζομένων.
11. Όσοι εμποδίσουν τη διάδοση αυτού του μανιφέστου θα θεωρηθούν αντεπαναστάτες και σαν τέτοιοι θα αντιμετωπίζονται.

Επαναστατικός στρατός της Ουκρανίας (Μαχνοβτσίνα) 1η Ιανουαρίου 1920

Μετάφραση: Μαχνοβίτες

Συνοπτική Ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος

Μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας του Μαχνοβίτικου Κινήματος (Μαχνοβτσίνα) που μεταφράσαμε από το “Αναρχισμός: Από τη θεωρία στην πράξη” του Ντανιέλ Γκουερίν. Οι πηγές του είναι κυρίως από την ιστορική καταγραφή του Πήτερ Αρσίνωφ. Εκτιμώντας ότι υπάρχουν αρκετά κενά στην ιστορική μνήμη των Αναρχικών συντρόφων σχετικά με το Μαχνοβίτικο Κίνημα, δημοσιεύουμε αυτό το απόσπασμα. Οι σημειώσεις-υπογραμμίσεις είναι δικές μας.

Ήταν σχετικά εύκολο (σ.μ. για τους Μπολσεβίκους) να εκκαθαριστούν οι μικροί, αδύνατοι πυρήνες των Αναρχικών στις πόλεις, αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην Ουκρανία, όπου ο αγροτοπρολετάριος Νέστορας Μάχνο είχε δημιουργήσει μια ισχυρή αναρχική οργάνωση αγροτών, οικονομική και στρατιωτική. Ο Μάχνο, ένα παιδί φτωχών Ουκρανών αγροτών ήταν είκοσι ετών το 1919. Σαν παιδί, είχε ζήσει την επανάσταση του 1905 και έγινε αργότερα Αναρχικός. Το Τσαρικό καθεστώς τον συνέλαβε και τον καταδίκασε σε θάνατο, που τελικά μετατράπηκε σε φυλάκιση οκτώ ετών, που εξέτησε κατά το μεγαλύτερο διάστημα αλυσσοδεμένος στη φυλακή Butyrki, το μόνο “σχολείο” που παρακολούθησε ποτέ. Κάλυψε τουλάχιστον κάποια από τα κενά στην εκπαίδευσή του με τη βοήθεια ενός συνκρατούμενου συντρόφου, του Πήτερ Αρσίνωφ.

Αμέσως μετά από την Οκτωβριανή επανάσταση, ο Μάχνο πήρε πρωτοβουλία στην οργάνωση των μαζών των αγροτών σε μια αυτόνομη περιοχή, ακτίνας κατά προσέγγιση 400 μέχρι 480 μιλίων, με επτά εκατομμύρια κατοίκους. Στο Νότο τα σύνορά της έφταναν στη θάλασσα azov στο λιμάνι Berdyansk, με κέντρο την Gulyai-Polye, μια μεγάλη πόλη 20-30.000 ανθρώπων. Μια παραδοσιακά επαναστατική περιοχή που είχε βιώσει τις βίαιες ταραχές του 1905.

Η ιστορία άρχισε όταν επέβαλε ο Γερμανικός και Αυστριακός στρατός κατοχής ένα δεξιό καθεστώς που βιαζόταν να επιστρέψει στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους τα εδάφη που έιχαν καταληφθεί από τους επαναστατημένους αγρότες. Οι εργάτες γής ξεσηκώθηκαν σε μια ένοπλη άμυνα των πρόσφατων κατακτήσεών τους. Αντιστάθηκαν στην αντίδραση αλλά και την πρόωρη παρείσφρυση των Μπολσεβίκων κομισάριων και τις υπερβολικές επιβολές τους. Αυτό το απέραντο “Μη-Κράτος” ήταν εμπνευσμένο από έναν “εραστή της δικαιοσύνης”, ένα είδος αναρχικού “Ρομπέν των Δασών”, τον αποκαλούμενο από τους αγρότες “Πατέρα” Μάχνο. Ο πρώτος ένοπλος άθλος του ήταν η κατάληψη της Gulyai – Polye στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1918. Η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου εντούτοις, οδήγησε στην απόσυρση των Αuστρο-Γερμανικών δυνάμεων κατοχής, και έδωσε στο Μάχνο μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσει τις προμήθειές του σε πολεμοφόδια, όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό.

Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι αρχές του ελευθεριακού κομμουνισμού εφαρμόστηκαν στην απελευθερωμένη Ουκρανία, και τέθηκε σε ησχύ η αυτοδιαχείρηση όσο ήταν δυνατό αυτό στις συνθήκες του εμφύλιου πολέμου.

Οι αγρότες ενώθηκαν σε “Κομμούνες” ή σε “Σοβιέτ Ελεύθερων Εργατών” και όργωναν από κοινού το έδαφος για το οποίο είχαν πολεμήσει τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Αυτές οι ομάδες τήρησαν τις αρχές της ισότητας και της αδελφότητας. Κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί έπρεπε να εργάζεται ανάλογα με τη δύναμή του, και οι σύντροφοι που εκλέγονταν προσωρινά σε διευθυντικά πόστα, επέστρεφαν μετά τη θητεία τους στην κανονική εργασία τους μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των κοινοτήτων.

Κάθε Σοβιέτ (σ.μ.Ελεύθερο Σοβιέτ) ήταν απλά ο εκτελεστής της θέλησης των αγροτών στην περιοχή που το εξέλεγαν.

Οι μονάδες παραγωγής συνενώθηκαν σε Ομοσπονδίες ανα περιοχές, και οι Ομοσπονδίες σε Ενώσεις. Οι Ενώσεις συνενώθηκαν σε ένα γενικό οικονομικό σύστημα βασισμένο στην κοινωνική ισότητα, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Κανένας πολιτευόμενος δεν επέβαλε τη θέλησή του στους υπόλοιπους με το πρόσχημα της δύναμης του Σοβιέτ. Τα μέλη έπρεπε να είναι αυθεντικοί εργαζόμενοι στην υπηρεσία των εργαζομένων μαζών.

Όταν οι Μαχνοβίτες κατεύθαναν σε μια περιοχή αναρτούσαν αφίσες που έγραφαν:

“Οι εργάτες και οι αγρότες είναι πιά ελεύθεροι, και μη υπαγόμενοι σε οποιοδήποτε περιορισμό. Εξαρτάται από τους εργάτες και τους αγρότες πως θα ενεργήσουν, πως θα αυτο-οργανωθούν, πως θα συμφωνήσουν μεταξύ τους για όλες τις πτυχές της ζωής τους, όπως οι ίδιοι νομίζουν …. Οι Μαχνοβίτες δεν μπορούν να δώσουν τίποτα περισσότερο από κάποιες συμβουλές και ενίσχυση… Σε καμία περίπτωση αυτοί δεν μπορούν ούτε επιθυμούν να κυβερνήσουν.” [1]

Όταν, το 1920, όταν οι άνθρωποι του Μάχνο παρουσιάστηκαν για να διαπραγματευτούν με τους Μπολσεβίκους, το έκαναν σαν ίσος προς ίσο, και σύναψαν μια εφήμερη συμφωνία μαζί τους, στην οποία επέμειναν να προστεθεί το ακόλουθο παράρτημα: “Στην περιοχή που καταλαμβάνεται από το στρατό των Μαχνοβιτών, οι εργάτες και οι αγρότες είναι ελεύθεροι να δημιουργίσουν δικούς τους θεσμούς, στα πλαίσια μιας οικονομικής και πολιτικής αυτοδιοίκησης. Αυτές οι κοινότητες θα είναι αυτόνομες και ομοσπονδιακά συνδεδεμένες με συμφωνίες με τα όργανα της κυβέρνησης των Σοβιετικών Δημοκρατιών”. Οι μπολσεβίκοι διαπραγματευτές ήταν τρομερά διστακτικοί και τελικά αποσύνδεσαν το παράρτημα από τη συμφωνία προκειμένου να μην το αναφέρουν στη Μόσχα όπου φυσικά θα ήταν θεωρητικά “απολύτως απαράδεκτο”. [2]

Μια από τις σχετικές αδυναμίες του κινήματος των Μαχνοβιτών ήταν η έλλειψη ελευθεριακών διανοούμενών, αλλά κάλυπτε κάπως το κενό η αλληλεγγύη από το εξωτερικό. Αυτή εκφράστηκε αρχικά από τους Αναρχικούς Κλαρκώφ και Κούρσκ που εμπνεύστηκαν από το Voline οι οποίοι είχαν στήσει μια οργάνωση που ονομαζόταν Nabat (ο κώδωνας κινδύνου) το 1918.

Το 1919 οργανώθηκε ένα συνέδριο στο οποίο ξεκαθάρισαν: “ρητά και κατηγορηματικά αντιτασόμαστε σε οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής στα Σοβέτ, τα οποία έχουν γίνει ένα καθαρά κομματικό σώμα που οργανώνεται πάνω σε μιαν αυταρχική, συγκεντρωτική, κρατιστική βάση”. Η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων θεώρησε αυτήν την δήλωση ως κύρηξη πολέμου και το Nabat αναγκάστηκε να σταματήσει όλες τις δραστηριότητές του. Αργότερα τον Ιούλιο, ο Voline φτάνει στην έδρα του Μάχνο και συναντιέται με τον Πήτερ Αρσίνωφ για να πάρει την ευθύνη του πολιτιστικού και εκπαιδευτικού σκέλους του κινήματος. Προήδρευσε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο στο Alexandrovsk, όπου υιοθετήθηκαν οι “γενικές διατριβές” που καθορίζουν το δόγμα των “Ελεύθερων Σοβιέτ”.

Σ’αυτά τα συνέδρια συμμετείχαν αγρότες και εκπρόσωποι των ανταρτών. Στην πραγματικότητα, η πολιτική οργάνωση ήταν μια προέκταση της οργάνωσης του στρατού των εξεγερμένων αγροτών, που εφάρμοζε αντάρτικη τακτική.

Αυτός ο στρατός ήταν εντυπωσιακά ευκίνητος, καλύπτοντας τουλάχιστον 160 μίλια την ημέρα, χάρις όχι μόνο το ιππικό του αλλά και το πεζικό του, το οποίο ταξίδευε σε ελαφρά ιππήλατα κάρρα με ελατήρια. Αυτός ο στρατός οργανώθηκε σε συγκεκριμένη ελευθεριακή, εθελοντική βάση. Το σύστημα της εκλεγμένης διοίκησης εφαρμόστηκε σε όλα τα επίπεδα και όλοι συμφωνούσαν να πειθαρχούν στους εκλεγμένους.

Οι κανόνες των τελευταίων καταρτίζονταν από τις επιτροπές των ανταρτών, κατόπιν επικυρώνονταν από τις γενικές συνελεύσεις και ελέγχονταν αυστηρά από όλους.

Οι μιλίτσιες του Μάχνο δημιούργησαν κάμποσα προβλήματα στους στρατούς των Λεκορώσων που επιχειρούσαν στην περιοχή. Οι μονάδες των μπολσεβίκων Κόκκινων φρουρών, από την άλλη μεριά, δεν ήταν και πολύ αποτελεσματικές. Πολέμησαν μόνο κατά μήκος των σιδηροδρόμων και δεν απομακρύνονταν ποτέ από τα θωρακισμένα τραίνα τους, στα οποία αποσύρονταν όταν συναντούσαν αντίσταση, μερικές φορές χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους όλους τους πολεμιστές που άφηναν πίσω τους. Το γεγονός αυτό δεν ενέπνεε αρκετή εμπιστοσύνη στους αγρότες που ήταν άοπλοι και απομονωμένοι στα χωριά τους, στο έλεος των αντεπαναστατών. Ο Αρσίνωφ σαν ιστορικός του Μαχνοβίτικου κινήματος, έγραψε ότι “η τιμή της καταστροφής της αντεπανάστασης του Ντένικιν το φθινόπωρο του 1919 οφείλεται κυρίως στους αναρχικούς αντάρτες”.

Αλλά αφότου είχαν απορροφηθεί οι μονάδες των Κόκκινων φρουρών στον Κόκκινο στρατό, ο Μάχνο επέμενε να αρνείται να τεθεί ο στρατός του υπό τις διαταγές του επικεφαλή του Κόκκινου στρατού, του Τρότσκυ. Ο μεγάλος επαναστάτης Τρότσκυ μετά απ’αυτό θεώρησε σκόπιμο να επιτεθεί στο Μαχνοβίτικο κίνημα. Στις 4 Ιουνίου 1919, συνέταξε μια διαταγή απαγορεύοντας το προσεχές συνέδριο των Μαχνοβιτών, κατηγορώντας τους σαν στασιαστές ενάντια στη Σοβιετική δύναμη στην Ουκρανία. Χαρακτήρισε τη συμμετοχή στο συνέδριο ως πράξη “εσχάτης προδοσίας” και απαίτησε τη σύλληψη των συνέδρων. Αρνήθηκε να εξοπλίσει τους Μαχνοβίτες αντάρτες, αποτυγχάνοντας στο καθήκον του να τους ενισχύσει, τους κατηγόρησε στη συνέχεια για “λιποταξία” και ότι αφέθηκαν να χτυπηθούν από το μέτωπο των Λευκορώσων. Η ίδια μέθοδος υιοθετήθηκε δεκαοχτώ χρόνια αργότερα από τους Ισπανούς Σταλινικούς ενάντια στις ταξιαρχίες των Αναρχικών (σ.μ. όπως επίσης και αρκετών Τροτσκιστών πιστών στην επανάσταση).

Οι δύο στρατοί, εντούτοις, ξαναήρθαν σε συμφωνία σε άλλες δύο περιπτώσεις, όταν εμφανίστηκε ξανά κίνδυνος επέμβασης της αντεπανάστασης και οι συνθήκες απαιτούσαν να ενεργήσουν από κοινού. Στην πρώτη περίπτωση το Μάρτη του 1919, ενάντια στο Ντένικιν,στη δεύτερη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1920 ενάντια στην απειλή των δυνάμεων των Λευκορώσων του Wrangel, που καταστράφηκαν τελικά και οριστικά από τους Μαχνοβίτες. Αλλά μόλις πέρασε ο κίνδυνος, ο Κόκκινος στρατός, επέστρεψε στις εχθροπραξίες ενάντια στους αντάρτες του Μάχνο, οι οποίοι φρόντιζαν να ανταποδίδουν κάθε χτύπημα που δέχονταν.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1920 οι κάτοχοι της εξουσίας το παρατράβηξαν τόσο, ώστε έστησαν μια παγίδα: οι Μπολσεβίκοι προσκάλεσαν τους αξιωματικούς του Μαχνοβίτικου στρατού της Κριμαίας να συμμετάσχουν σε ένα στρατιωτικό συμβούλιο. Εκεί, συνελλήφθησαν αμέσως από την Τσέκα, την κομματική αστυνομία και τουφεκίστηκαν ενώ οι αντάρτες τους αφοπλίστηκαν. Συγχρόνως εξαπέλυσαν κανονική επίθεση ενάντια στην πόλη Gulyai-Polye. Ο όλο και περισσότερο άνισος αγώνας ανάμεσα στους ελευθεριακούς και τους εξουσιαστές συνεχίστηκε για άλλους εννέα μήνες. Τελικά επεκράτησαν οι πιό πολυάριθμες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις και ο Μάχνο έπρεπε να τερματήσει τον ένοπλο αγώνα. Κατόρθωσε να αποσπάσει άσυλο στη Ρουμανία τον Αύγουστο του 1921, και λίγο αργότερα στο Παρίσι, όπου πέθανε πολύ αργότερα [3] από τις αρώστιες και την ανέχεια [4]. Αυτό ήταν το τέλος της επικής ιστορίας της Μαχνοβτσίνα. Σύμφωνα με τον Πήτερ Αρσίνωφ, ήταν το πρωτότυπο ενός αυτόνομου κινήματος εργατικών μαζών και ως εκ τούτου μια πηγή μελλοντικής έμπνευσης για τους εργαζομένους του κόσμου.

Ντανιέλ Γκουέριν
απόσπασμα από το “Αναρχισμός: Από τη θεωρία στην πράξη”.

[1] Το Μανιφέστο του στρατού της Ουκρανίας (Μαχνοβτσίνα).

[2] Οι Μαχνοβίτες πληροφορήθηκαν πολύ αργότερα ότι τελικά δεν είχε γίνει δεκτό το παράρτημα της συμφωνίας τους (αφού δεν έφτασε ποτέ στη Μόσχα), έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις που τόσο οι πηγές των Αναρχικών όσο και των Μπολσεβίκων υποστήριζαν ότι είχε δοθεί η “άδεια” του Κρεμλίνου για την λειτουργία των Ελεύθερων Σοβιέτ στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, οι Μπολσεβίκοι τα ανέχτηκαν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.

[3] Στο Παρίσι ο Μάχνο συνέχισε τους αγώνες του για την παγκόσμια ελευθερία και τον γνήσιο σοσιαλισμό που οραματίστηκε. Συναντιόταν συχνά με γνωστούς αναρχικούς της Ευρώπης, τον Μπέργκερ, τον Ντουρούτι, το Μαλατέστα και άλλους. Συμμετείχε στην προσπάθεια για την σύνταξη μιας “Πλατφόρμας Αναρχικής Οργάνωσης” προκειμένου να ενωθούν οι ανα τον κόσμο Αναρχικοί σε έναν κοινό ταξικό αγώνα. Η “Πλατφόρμα” έγινε πρόχειρα και κάτω από πίεση, με αποτέλεσμα να έχει πολλά λάθη και ανακρίβειες που δέχτηκαν εποικοδομητική κριτική από πολλούς συντρόφους, μπορούμε να πούμε ότι ακόμα περιμένει να αποκτήσει την τελική της μορφή. Ο ίδιος ο Μάχνο όμως παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αρχές του και σε κάθε περίπτωση που χρειάστηκε, οι Αναρχικοί σύσσωμοι στάθηκαν αλληλέγγυοι στο πρόσωπό του. Προφητική αποδείχτηκε επίσης η “Ανοιχτή Επιστολή προς τους Ισπανούς Αναρχικούς” που έγραψε το 1931.

[4] Η φτώχεια και η ανέχεια του Μάχνο που δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται υπό διωγμό για τους αγώνες του, “σατυρίστηκε” με τον πιό χυδαίο τρόπο από δεξιούς και Μπολσεβίκους καλοπληρωμένους λασπολόγους στην υπηρεσία της μιάς ή της άλλης εξουσίας.

Μετάφραση: Μαχνοβίτες

Οι πολλές ζωές του Μαξ Τσερνιάκ

Μία από τις συναντήσεις της συντακτικής ομάδας Chernoe Znamia (Μαύρο πανώ)

Ο Μαξίμ Ματβέγιεβιτς Τσερνιάκ ανήκει στη γενιά των Ρώσων αναρχικών που συμμετείχαν στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917, που υπερασπίστηκαν τη νέα επαναστατική κοινωνία ενάντια στους αντιδραστικούς εχθρούς της και μετά συντρίφτηκαν από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους, τους Κομμουνιστές. Δεν είναι εύκολο να συνθέσουμε τα κομμάτια της ιστορίας της ζωής του, επειδή πέρασε πολλά χρόνια στην παρανομία. Στην περίπτωση του Τσερνιάκ είναι επιβαρυντικό το γεγονός ότι στην ιστορική λογοτεχνία μπερδεύεται συχνά με άτομα με παρόμοιο όνομα.

Γεννήθηκε το 1883 στο Γκρόντνο, μια πόλη που βρίσκεται στη Ρωσική εβραϊκή κοινότητα (Pale of Settlement)1, σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια. Ο Τσερνιάκ εκπαιδεύτηκε σαν μπαρμπέρης, μια οικογενειακή απ’ ότι φαίνεται δουλειά. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξάσκησε αυτή τη δουλειά, όταν δεν «εργαζόταν» σαν τρομοκράτης, μυστικός πράκτορας, ή στρατιωτικός διοικητής.

Ο Τσερνιάκ έγινε αρχικά ενεργός στο αναρχικό κίνημα στην κοντινή πόλη του Μπιαλιστόκ το 1904-1905, συμμετέχοντας στη Chernoe Znamia [Μαύρο Πανό], ομάδα που εξαπέλυσε απρόκλητες τρομοκρατικές επιθέσεις στη μπουρζουαζία. Ο Τσερνιάκ είχε στενή συνεργασία με έναν από τους ηγέτες της ομάδας, τον Βλάντιμιρ Στρίγκα. Η ομάδα αποτελούνταν κυρίως από νέους ανθρώπους και απαριθμούσε εκατοντάδες μέλη. Ο χαρισματικός Στρίγκα κατά περίσταση έδινε ομιλίες σε πλήθη από 3.000 έως 5.000 άτομα. Οι αναρχικοί του Μπιαλιστόκ θεμελίωσαν στενές επαφές με παρόμοιες ομάδες στην Ουκρανία, ειδικά στην Οδησσό και το Γιεκατερίνοσλαβ. Στην επακόλουθη τσαρική καταστολή, οι πιο πολλοί μαχητές της ομάδας έγιναν «μάρτυρες». Ο Στρίγκα ξέφυγε στο Παρίσι, αλλά παραπάτησε κουβαλώντας μια αυτοσχέδια βόμβα και ανατινάχθηκε.

Ο Τσερνιάκ επίσης βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι το 1907, αλλά σύντομα κινήθηκε στις ΗΠΑ όπου συμμετείχε στην οργάνωση του Ρωσικού τομέα των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου2. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ ο Τσερνιάκ συνέχισε να εργάζεται σαν μπαρμπέρης και έζησε με τη γυναίκα του Ρόζα και τα δύο τους παιδιά στη Νέα Υόρκη και, αργότερα, στο Σικάγο. Εκεί όλη η οικογένεια συμμετείχε σε εκδηλώσεις που οργανώνονταν από τη Ρωσική αναρχική κοινότητα εμιγκρέδων.

Αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να ηρεμήσει. Το 1917 επέστρεψε στη Ρωσία με την οικογένειά του και αμέσως άρχισε την επαναστατική δουλειά. Πήγε στη βιομηχανική περιοχή Donbas της Ουκρανίας και οργάνωσε ένα απόσπασμα των Μαύρων Φρουρών με έδρα την πόλη Makeyevka. Τους πρώτους μήνες του 1918 πολλά αποσπάσματα των Μαύρων Φρουρών απλώθηκαν σε όλη την πρώην Ρωσική αυτοκρατορία για να υπερασπιστούν την επανάσταση ενάντια στους εχθρούς της. Στην περίπτωση του αποσπάσματος του Makeyevka οι εχθροί ήταν οι κοντινοί Κοζάκοι του Λευκού Ντον. Ενώ οι Κομμουνιστικές αρχές δεν αρνούνταν τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα αυτής της μονάδας, την κατηγορούσαν επανειλημμένα για συμμετοχή σε ληστείες και για υπόθαλψη εγκληματικών στοιχείων. Το Μάιο του 1918 αφόπλισαν το απόσπασμα αλλά σύντομα έπρεπε να το επανεξοπλίσουν για να συμμετέχει στη μάχη ενάντια στην απειλή των Λευκών Φρουρών.

Αργότερα, το 1918, το απόσπασμα του Τσερνιάκ αναδιοργανώθηκε σαν σύνταγμα του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος μόλις σχηματιζόταν. Ο Τσερνιάκ συνεργάστηκε με μια μονάδα υπό την ηγεσία του αναρχικού ναύτη Ανατόλι Ζελεσνιάκοφ, διάσημου για τη διάλυση της Καταστατικής Συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918. Ο Τσερνιάκ οργάνωσε την kontrrazvedka (τομέας αντι-κατασκοπείας) αυτού του αποσπάσματος και ήταν εδώ που πρωτοσχημάτισε μια οργάνωση με τον αναρχικό Λεβ Ζάντοβ από το Donbas, έναν άνθρωπο ασυνήθιστης δύναμης που προήλθε λόγω του ότι έσερνε μέταλλα για κλίβανους.

Ο Ζελεζνιάκοφ ήταν σε συνεχή διαμάχη με τις Κομμουνιστικές αρχές, και το Σεπτέμβριο του 1918 ο Τσερνιάκ άφησε το πόστο του ακέραιο για να συμμετάσχει σε παράνομη δουλειά στο Donbas ενάντια στις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και το καθεστώς-μαριονέτα του Αταμάνου3 .Ενώ η Γερμανική εξουσία στην Ουκρανία κατέρρεε, οι παρτιζάνοι του Τσερνιάκ βοήθησαν τους Κομμουνιστές να καταλάβουν το Κχάρκοβ το Δεκέμβριο. Ο αναρχικός Μπόρις Γιελένσκι, που κι αυτός είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ, περιέγραψε μια συνάντηση με τον Τσερνιάκ εκείνο τον καιρό:

«Παρατήρησα έναν άντρα που καλύπτονταν με όπλα από το κεφάλι ως τα πόδια και εκτόξευε διαταγές στους παρτιζάνους. Έδειχνε τόσο γνωστός που νόμιζα ότι τον είχα συναντήσει πιο πριν. […] Μας πλησίασε, φώναξε το όνομά μου και πέταξε τα όπλα του γύρω μου. Έπρεπε να τον περιεργαστώ γύρω από τη μακριά γενειάδα του για μια στιγμή ώσπου να αναγνωρίσω τον Μαξ Τσερνιάκ, το μπαρμπέρη από το Σικάγο… Κανείς από εμάς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα είχε τη δυνατότητα να ηγείται μιας παρτιζάνικης ομάδας, να εξαπολύει επιθέσεις και να πραγματοποιεί μάχες ενάντια σε καλά οργανωμένες μονάδες του Λευκού Στρατού. Τον ρώτησα πώς έγινε αυτό, και μου απάντησε απλά ότι, σε επαναστατικούς καιρούς, όλα τα θαύματα μπορούν να συμβούν».

Εκείνο τον καιρό συμμετείχε στη Συνομοσπονδία Αναρχικών της Ουκρανίας, η οποία αναφέρεται γενικά σαν Συνομοσπονδία Ναμπάτ4, από το όνομα του έντυπου οργάνου της. Η οργάνωση πόλης δημιουργήθηκε σε ένα συνέδριο στη Ρωσική πόλη Κουρσκ το Νοέμβριο του 1918 και δεν έχει μελετηθεί τόσο πολύ όσο το, κυρίως αγροτικό, Μαχνοβίτικο κίνημα. Σκόπευε να ενώσει όλους τους Ουκρανούς αναρχικούς: αναρχο-κομμουνιστές, αναρχο-συνδικαλιστές, και ατομικιστές. Τελικά ιδρύθηκαν παραρτήματα σε κάποιες Ουκρανικές πόλεις, οι πιο πολλές απ’ τις οποίες τύπωναν τη δική τους έκδοση της Nabat (για κάποιο καιρό υπήρχε και Nabat του Γκουλάι-Πόλιε, διακριτή από τον Μαχνοβίτικο τύπο). Η οργάνωση είχε μέχρι 2500 μέλη στο ζενίθ της επιρροής της, αλλά τον πιο πολύ καιρό δρούσε σε παράνομες, ή ημι-νόμιμες συνθήκες, υπό τους Λευκούς, Κόκκινους, ή Εθνικιστές. Αντίθετα με τη Μαχνοβτσίνα, δεν λάξευσε κάποια περιοχή για να δημιουργήσει κοινωνικά πειράματα, αλλά αφοσιώθηκε στην προπαγανδιστική δουλειά.

Η Συνομοσπονδία Ναμπάτ παρείχε στο Μαχνοβίτικο κίνημα πολύτιμους πόρους όσον αφορά εργάτες στην κουλτούρα-εκπαίδευση και προπαγανδιστές. Παρείχε επίσης σκληροτράχηλους βετεράνους της αναρχικής παρανομίας όπως ο Τσερνιάκ, που βρήκε ένα φυσικό χώρο στη Μαχνοβίτικη μυστική υπηρεσία [kontrrazvedka].

Τον Ιανουάριο του 1919, ο Τσερνιάκ πήγε στον υπασπιστή του Μάχνο, Βίκτορ Μπέλας, στο Χάρκοβ, όπου ο Μπέλας είχε σταλεί για να διαπραγματευτεί με τους Μπολσεβίκους. Όταν ο Μπέλας επέστρεψε στο Γκουλάι-Πόλιε, έφερε μαζί του τον Τσερνιάκ, όπως και τον Λεβ Ζάντοβ και το μικρότερο αδερφό του τελευταίου Ντανίλο. Ο Τσερνιάκ προχώρησε στην οργάνωση της Μαχνοβίτικης kontrrazvedka, χρησιμοποιώντας τους αδερφούς Ζάντοβ και άλλους έμπειρους αναρχικούς μαχητές. Ανέλαβε επίσης και άλλες πρωτοβουλίες, εκλεγόμενος στο Στρατιωτικό-Επαναστατικό Συμβούλιο για την περιφέρεια του Γκουλάι-Πόλιε, και σε μια αντιπροσωπεία στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ στο Γκουλάι-Πόλιε το Φεβρουάριο του 1919. Σ’ αυτό το Συνέδριο εξέφρασε την άποψή του για την Κομμουνιστική δικτατορία με την εξής φράση: «Μια ομάδα ανθρώπων κατέλαβαν την εξουσία και καταπίεσαν ένα ολόκληρο έθνος».

Ορμώμενος από τις εμπειρίες του στον αγώνα ενάντια στους Λευκούς Κοζάκους το 1918, ο Τσερνιάκ εξάσκησε τα καθήκοντά του σαν στρατιωτικός διοικητής μονάδων που έφτασαν στο μέγεθος της ταξιαρχίας. Τους πρώτους μήνες του 1919, οι Μαχνοβίτικες ένοπλες δυνάμεις έγιναν κομμάτι του Κόκκινου Στρατού σαν αποτέλεσμα της συμμαχίας με τους Κομμουνιστές. Οι δύο φορείς αυτής της συμμαχίας δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον ούτε στο ελάχιστο και μόνο η κοινή απειλή από τους Λευκούς στρατούς που πλησίαζαν από το νότο και τα ανατολικά τούς κρατούσε μαζί. Το Μάρτιο-Απρίλιο του 1919 οι Μαχνοβίτες ξεχύθηκαν στην ακτή Άζοβ στο νότο, καταλαμβάνοντας τα σημαντικά λιμάνια του Μπερντιάνσκ και του Μαριούπολ. Ο Τσερνιάκ έστησε ένα μαγαζί (κυριολεκτικά, όπως αποκαλύπτεται) απ’ όπου διεύθυνε τη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka.

Όταν οι Αυστρο-Γερμανικοί στρατοί κατέλαβαν την Ουκρανία το 1918, οι τσιφλικάδες και άλλοι μπουρζουάδες που είχαν φύγει το 1917 αποκαταστάθηκαν με τις περιουσίες τους. Αλλά με την κατάρρευση της Αυστρο-Γερμανικής εξουσίας στην περιοχή αργότερα μέσα στη χρονιά, αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φύγουν ξανά. Επειδή πολλοί ήταν στην Αριστερή Όχθη της Ουκρανίας5, η μόνη έξοδος διαφυγής ήταν ο νότος, στα λιμάνια όπου θα μπορούσαν να μπουν σε ένα ατμόπλοιο που θα τους έβγαζε έξω με ασφάλεια. Αλλά οι Μαχνοβίτες κατέλαβαν την ακτή Άζοβ τόσο γρήγορα που πολλοί απ’ αυτούς τους πλούσιους πρόσφυγες ξέμειναν φοβισμένοι στα δωμάτιά τους στα ξενοδοχεία. Ένας Λευκός επιζών άφησε μια μακάβρια περιγραφή του Τσερνιάκ:

«Ήταν ένα άτομο λεπτής διάπλασης με ένα μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο, μια ατημέλητη μικρή γενειάδα, και πονηρά μάτια. Παρά την ήπια εμφανισιακά συμπεριφορά του, ήταν αμείλικτος απέναντι στους εμπόρους και τους αξιωματικούς. Αφού ήταν μπαρμπέρης, του άρεσε πολύ να… ξυρίζει και να κουρεύει. Την αγάπη του για το επάγγελμα μπόρεσε να την εξασκήσει σ’ αυτά τα λιμάνια… Έστησε τα δικά του «μαγαζιά-μπαρμπέρικα» στα ξενοδοχεία πρώτης κλάσης, όπου, περιφρονώντας τα ξυριστικά του εργαλεία, τραβούσε γενειάδες με τα κοντόχοντρα δάχτυλά του. Αντί να βάζει σαπούνι, σαπούνιζε τα θύματά του με shompol6 … Όσοι επισκέπτονταν τα μαγαζιά του δεν επέστρεφαν. Μετά τα βασανιστήρια αυτοί οι άνθρωποι μεταφέρονταν στο λιμάνι και στα κύματα ψύχους… Σαν μπαρμπέρης ήταν ήρωας στους εργάτες και τρόμος στους μπουρζουάδες και τους αξιωματικούς».

Αλλά ο Τσερνιάκ είχε και άλλα για ν’ ανησυχεί από το να εντοπίζει τους αντεπαναστάτες7 .Το Μπερντιάνσκ είχε ένα σύστημα δυαρχίας, αφού οι Μαχνοβίτες είχαν καταλάβει την πόλη, οι Μπολσεβίκοι έστησαν τη δικιά τους Revkom (επαναστατικό συμβούλιο) με ένα παρακλάδι της Τσε-Κα (μυστική αστυνομία) για ν’ ανταγωνιστεί τη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka. Τον Απρίλιο του 1919, ο Τσερνιάκ πήγε στο Γκουλάι-Πόλιε για να εκφράσει τα παράπονά του στο Μάχνο προσωπικά8:

«Δεν ξέρω τι να κάνω με τους Μπολσεβίκους», είπε ο Τσερνιάκ. «Η Τσε-Κα επιχειρεί παράλληλα με την kontrrazvedka μου. Το χειρότερο είναι ότι έχουν στρατολογήσει κάποιο απ’ το παλιό προσωπικό μας! Λειτουργούν σαν χούλιγκαν και προσπαθούν να αναμιχτούν με τη δουλειά μας με κάθε πιθανό τρόπο. Συλλαμβάνουν τους δικούς μας ανθρώπους και εξαφανίζονται χωρίς ίχνος. Ο Μπολσεβίκικος πυρήνας στην πόλη κυριαρχεί μ’ αυτά τα μέσα».

«Τι γουρούνια! Σου είπα –μη μπλέκεσαι μ’ αυτούς. Εξαφάνισέ τους – για τα καλά!», απάντησε εξοργισμένος ο Μάχνο. Ο προϊστάμενος του Μάχνο στον Κόκκινο Στρατό ήταν ο Μπολσεβίκος Πάβελ Ντιμπένκο, τον οποίο ο Μάχνο συνήθιζε να αναφέρει σαν «εκείνο τον καταραμένο ναύτη». Ο Ντιμπένκο έγραψε απομνημονεύματα του Εμφύλιου Πολέμου, που δεν έχουν ποτέ εκδοθεί και ακόμα και σήμερα δεν είναι άμεσα προσβάσιμα. Ο Ουκρανός ιστορικός Βίκτορ Σαβτσένκο μπόρεσε να έχει πρόσβαση σ’ αυτά τα απομνημονεύματα και ανακάλυψε ότι το Μάρτιο με Απρίλιο του 1919 ο Ντιμπένκο σχεδίαζε επανειλημμένα να δολοφονήσει το Μάχνο και τους διοικητές του. Χάρη στην kontrrazvedka του, ο Μάχνο γνώριζε καλά τις προθέσεις του Ντιμπένκο και αντιμετώπισε αυτή την απειλή σχηματίζοντας ένα μυστικό στρατό υπό την ηγεσία του Τσερνιάκ. Αυτή η μονάδα, που δεν αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα, αριθμούσε περί τους 1400 Μαχνοβίτες και προστάτευσε την αναρχική «απελευθερωμένη ζώνη» από τις Μπολσεβίκικες εισβολές από το βορρά. Όταν ο Μάχνο κηρύχθηκε παράνομος από τις Κόκκινες αρχές τον Ιούνιο του 1919, οι πιο πολλοί περιφερειακοί έφυγαν από το κίνημα, τουλάχιστον προσωρινά. Ο Τσερνιάκ προσχώρησε σε ένα απόσπασμα κομάντο που οργανώθηκε από την παθιασμένη αναρχική Μαρούσια [Μαρία] Νικηφόροβα. Έμπειρη η ίδια στην παράνομη δουλειά, η Νικηφόροβα διαίρεσε το απόσπασμα σε 3 ομάδες των 15 περίπου ατόμων η καθεμία9. Μία ομάδα θα πήγαινε στο Κχάρκοβ για να προσπαθήσει να απελευθερώσει τους Μαχνοβίτες διοικητές που φυλακίστηκαν εκεί από τους Κόκκινους10. Η άλλη ομάδα θα πήγαινε στο Ροστόβ για να δολοφονήσει τον Ντενίκιν. Και η τρίτη θα πήγαινε στη Σιβηρία για να δολοφονήσει τον Κολτσάκ. Η Νικηφόροβα, όπως και ο Τσερνιάκ, είχε προχωρήσει από την αναρχική παράνομη τρομοκρατία στη διοίκηση στρατιωτικών μονάδων. Αντί να εγκαταλείψουν το Μαχνοβίτικο κίνημα, είναι πιο πιθανό ότι αποφάσισαν να υλοποιήσουν τους στόχους του με άλλα μέσα. Κανένα από τα σχέδιά τους δεν επετεύχθη. Ο Τσερνιάκ ήταν στην ομάδα που ξεκίνησε για τη Σιβηρία και μπορεί να πήρε μέρος στο παρτιζάνικο κίνημα εκεί. Οι Κόκκινοι πυροβόλησαν οι ίδιοι τον Κολτσάκ χωρίς καμιά βοήθεια απ’ αυτόν.

Σύμφωνα με μία πηγή, ο Τσερνιάκ επέστρεψε στο Μαχνοβίτικο κίνημα και συνέχισε στο πόστο του σαν επικεφαλής της kontrrazvedka, στις αρχές του 1921. Όπως και να έχουν τα πράγματα, συνελήφθη από τους Μπολσεβίκους στο Πέτρογκραντ την ίδια χρονιά. Ήταν η πρώτη μιας σειράς συλλήψεων. Στις 11 Μαΐου 1923 καταδικάστηκε σε δύο χρόνια εξορία στην περιφέρεια Ναρίμ της Σιβηρίας (κοντά στο Τομσκ), καταδίκη που τη θεώρησε ουσιαστικά θανατική ποινή. Διαμαρτυρόμενος έκανε 28ημερη απεργία πείνας και κέρδισε την ελευθερία του για λίγους μήνες. Υποφέροντας από προβλήματα υγείας από την κακομεταχείρισή τους στις φυλακές, αυτός και η οικογένειά του αφέθηκαν τελικά να φύγουν στο εξωτερικό. Αλλά ο Τσερνιάκ δεν φαινόταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την επαναστατική δουλειά. Άνοιξε ένα μπαρμπέρικο στη Βαρσοβία το 1924 και ξεκίνησε επαφές με την ανανεωμένη συνομοσπονδία Ναμπάτ, που λειτουργούσε, πλέον, παράνομα στην Ουκρανία. Ο Τσερνιάκ έκανε ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση σαν αγγελιοφόρος του εκεί αναρχικού κινήματος, αλλά το τελευταίο του ταξίδι έληξε πρόωρα όταν συνελήφθη από την Πολωνική αστυνομία κοντά στα σύνορα. Τώρα, οι αναρχικές παράνομες ομάδες φαίνεται να έχουν αλωθεί τελείως από Σοβιετικούς (και πιθανώς Πολωνούς) πράκτορες, αλλά ο Τσερνιάκ ο ίδιος φαίνεται να έμεινε ανεξαγόραστος.

Ενώ αντιμετώπιζε σοβαρές κατηγορίες στην Πολωνία, κατάφερε να ξεφύγει ξανά και να πάει στο Παρίσι, στους Ρώσους αναρχικούς εμιγκρέδες που συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Delo Truda, στο οποίο συμμετείχαν ευδιάκριτα οι Μάχνο και Πίτερ Αρσίνοφ. Ο Τσερνιάκ δε συμφωνούσε με την αμφιλεγόμενη «Πλατφόρμα» που ανέπτυξε αυτή η ομάδα και σύντομα κατέδειξε ένα μέλος της σαν πράκτορα της GPU (της Σοβιετικής μυστικής αστυνομίας). Το 1930 ο Τσερνιάκ μετανάστευσε στο Μπουένος Άιρες με την οικογένειά του. Σ’ αυτό το σημείο εξαφανίζεται από τις ιστορικές αναφορές, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά του τελικά επέστρεψαν στις ΗΠΑ, όπου είχαν γεννηθεί.

Ο Τσερνιάκ ίσως επέζησε περισσότερο από όλους τους γνωστούς συνεργάτες του στη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka, που σκοτώθηκαν είτε στον Εμφύλιο Πόλεμο ή, αν επέζησαν τόσο πολύ, στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν. Λόγω της καταδίκης του το 1923, ο Μαξ Τσερνιάκ, που εξαπέλυσε έναν αμείλικτο πόλεμο τρόμου ενάντια σε αρκετά διαφορετικά καθεστώτα, απολαμβάνει σήμερα στη Ρωσία το επίσημο στάτους του «θύματος πολιτικής τρομοκρατίας στην ΕΣΣΔ».

Μάλκολμ Άρτσιμπαλντ

Μετάφραση-Απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

1 ΣτΜ: περιοχή έκτασης 20% περίπου της αυτοκρατορικής Ρωσίας που σήμερα αντιστοιχεί στη Λευκορωσία, Λιθουανία, Πολωνία, Μολδαβία, Ουκρανία, και τμήματα της δυτικής Ρωσίας.
2 Το IWW εξέδιδε εφημερίδες σε πολλές γλώσσες στοχεύοντας στους μετανάστες εργάτες.
3 ΣτΜ: αρχηγός των Κοζάκων.
4 «Ναμπάτ» σημαίνει «συναγερμός» ή «κουδούνι».
5 ΣτΜ: το κομμάτι της Ουκρανίας που βρίσκεται στην ανατολική (αριστερή) όχθη του ποταμού Δνείπερου.
6 εύκαμπτο μπαστούνι που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των οπών του τυφεκίου που στην άκρη του έχει ένα είδος συρμάτινης βούρτσας (γνωστό και ως μάκτρο).
7 Και να συμπεριφέρεται με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο προς αυτούς.
8 Η συζήτηση καταγράφεται λεπτομερώς από τον Μπέλας.
9 ΣτΜ: για τη χρηματοδότηση αυτής της επιχείρησης η Νικιφόροβα φέρεται να ζήτησε από το Μάχνο 250.000 ρούβλια. Ο Μάχνο αρνήθηκε να της τα δώσει και έβγαλε πιστόλι, αλλά η Μαρούσα ήταν πιο γρήγορη και τον σημάδεψε πρώτη, με αποτέλεσμα να πάρει τελικά τα λεφτά [Αναφορά στο ATAMANSHA: Η ζωή της MARUSYA NIKIFOROVA, του Malcolm Archibald].
10 ΣτΜ: Η ομάδα αυτή, με τους Κοβάλεβιτς-Σομπόλεβ, τελικά πήγε στη Μόσχα, και μετά από κάποιες ληστείες που διέπραξε, οργάνωσε τη βομβιστική επίθεση (βλ. και Διαδρομή Ελευθερίας τεύχος 116) στη συνάντηση της Μοσχοβίτικης Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος στις 25/9/1919, με 12 νεκρούς και 55 τραυματίες. Στο επακόλουθο ανθρωποκυνηγητό, οι Κοβάλεβιτς-Σομπόλεβ σκοτώθηκαν στις ένοπλες συμπλοκές, ενώ κάποιοι εναπομείναντες ανατινάχθηκαν οχυρωμένοι σε μια αγροικία, παίρνοντας μαζί τους και κάποιους Τσεκιστές.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

2008 Azarov. Kontrrazvedka. Edmonton, 2008.
2009 M. Chop and I.I. Liman. [Free Berdyansk]. Zaporozhye, 2007.
2010 Danilov and T. Shanin, eds. [Nestor Makhno. Peasant movement in Ukraine. 1918-1921: Documents and materials]. Moscow, 2006.
2011 Drinnon and A. M. Drinnon, ed. Nowhere at Home. Letters from Exile of Emma Goldman and Alexander Berkman. New York, 1975.
2012 Savchenko. [Adventurers of the ?ivil War]. Moscow, 2000.
2013 Savchenko, [Makhno]. Kharkov, 2005.
2014 D. Yarutsky. [Makhno and the Makhnovists].Maryupol, 1995.
2015 Yelensky, In the Social Storm: Memoirs of the Russian Revolution, προσβάσιμο στο http://libcom.org/library/memoirs-russian-revolution-boris-yelensky.

Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 126, Απρίλιος 2013

Πιότρ Αρσινόφ(1887-1937)

Αρσινόφ Πιότρ (Αντρέιβκα 1887 – Ρωσία 1937)

Ρώσος αναρχικός και επαναστάτης. Γεννήθηκε το 1887 στο χωριό Αντρέιβκα της επαρχίας Νίσνελομοβ από εργατική οικογένεια και το κανονικό του όνομα ήταν Πιοτρ Αντρίεβιτς Μαρίν. Εγινε γνωστός, όμως, με το προσωνύμιο Αρσινόφ (Arshinov), το οποίο του χάρισαν οι σύντροφοί του. Μπήκε στο επαναστατικό κίνημα το 1904, ενώ η εξέγερση του 1905 τον βρίσκει να εργάζεται ως κλειδαράς σε ένα σιδηροδρομικό εργαστήριο στην πόλη Κιζιλαρμπάτ, του Τουρκεστάν κοντά στα ιρανικά σύνορα. Ηταν μέλος του μπολσεβίκικου τμήματος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και εξέδωσε την εφημερίδα «Molot» (Το Σφυρί) που κυκλοφορούσε στους εργαζομένους των σιδηροδρόμων.

Το 1906, για να παραπλανήσει την αστυνομία, εγκαταστάθηκε στο Αικατερίνοσλαβ και εκεί ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό.Οργάνωσε ένοπλες επιθέσεις ενάντια σε αντιπροσώπους των τοπικών αρχών και της αστυνομίας. Στις 22-23 Δεκεμβρίου 1906, με άλλους αναρχικούς επιτέθηκε στην έδρα της αστυνομίας στο Νισνεντνεπρόφσκ και στις 7 Μαρτίου 1907 πυροβόλησε και σκότωσε τον Βασιλένκο , αφεντικό των σιδηροδρομικών εργαστηρίων της Αλεξαντρόφσκα της επαρχίας Αικατερίνοσλαβ μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος εργατών. Επρόκειτο για μια πράξη εκδίκησης, διότι ο Βασιλένκο είχε καταδώσει στις αρχές περισσότερους από 100 εργάτες που είχαν συμμετάσχει στην ένοπλη εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1905 και μερικοί από αυτούς εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις.

Ο Αρσινόφ συνελήφθη στις 9 Μαρτίου 1907 και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό από ένα στρατιωτικό δικαστήριο. Κατάφερε, όμως, στη νύχτα της 22ης Απριλίου 1907 να δραπετεύσει μαζί με άλλους κρατούμενους κατά τη διάρκεια μιας χριστιανικής λειτουργίας για το Πάσχα. Αναζήτησε καταφύγιο στη Γαλλία, όπου έμεινε δύο περίπου χρόνια.

Επέστρεψε στη Ρωσία το 1909 και το φθινόπωρο συνελήφθη ξανά για αναρχική προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες του Μπριάνσκ. Δραπέτευσε ξανά από τη φυλακή πριν καταδικαστεί και συνέχισε προπαγανδίζοντας στην παρανομία τον αναρχισμό μεταξύ των εργατών και των αγροτών του Κοστρόμ και του Σμολένσκ. Τον Μάιο του 1910, συμμετείχε με άλλους αναρχικούς σε δύο «απαλλοτριώσεις» (ληστείες) αποθήκης κρασιού στο χωριό Φιλίποβο της επαρχίας Κοστρόμ και στο Στεπάνοβο Σιλινό της Σμολένσκ , αλλά και σε μια επίθεση στο ταχυδρομείο της πόλης Σουντισλάβ της επαρχίας Κοστρόμ. Τον Αύγουστο του 1910 πήγε στην Αυστρία για να προμηθευτεί όπλα και προπαγανδιστικό υλικό. Επιστρέφοντας το Σεπτέμβρη, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές, φυλακίστηκε στο Ταρνοπόλ και παραδόθηκε έπειτα στη ρωσική κυβέρνηση τον Μάη του 1911. Η δίκη του άρχισε στις 25 Ιούνη 1911, στη Μόσχα κάτω από το ψευδώνυμο Φ.Ι. Μιχαϊλσκι και τον Οκτώβρη του 1911 καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση.

Στάλθηκε στη φυλακή Μπουτύρκι και εκεί γνώρισε το νεαρό Ουκρανό αναρχικό Νέστωρ Μαχνό. Ο Αρσινόφ συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί του και του μετέδωσε όλες τις γνώσεις του. Παράλληλα ενίσχυσε τις πολιτικές πεποιθήσεις του Μαχνό επάνω στην υπόθεση του αναρχισμού. Απελευθερώθηκε με την επανάσταση την 1η Μαρτίου 1917 και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων Μόσχας, διατελώντας γραμματέας προπαγάνδας και οργανωτής για την εφημερίδα «Golos Truda» και το περιοδικό «Anarkhia» από τον Σεπτέμβριο του 1917. Ο Αρσινόφ έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία μέσα από το αναρχικό μαχνοβίτικο κίνημα, ενώ το 1918 ήταν συντάκτης της εφημερίδας «Golos Anarkhista» στην περιοχή Ντόνμπας. Φθάνοντας στο Γκιουλάι Πόλε με άλλους αναρχικούς της Μόσχας, δραστηριοποιήθηκε από τον Απρίλιο του 1919 μέχρι τον Αύγουστο του 1921 στο μαχνοβίτικο κίνημα. Συμμετείχε στο πολιτιστικό τμήμα του μαχνοβίτικου κινήματος, που βοηθούσε στην έκδοση και κυκλοφορία του «Put Κ Svobode» (Δρόμος προς την Ελευθερία), εφημερίδας των εξεγερμένων από το 1919.

Σε συνεργασία με τον Βολίν εισήγαγε την οργανωτική διάσκεψη των αναρχικών ομάδων «Nabat» με κύριο ρόλο την πολιτική κατεύθυνση του μαχνοβίτικου κινήματος. Ηταν ένας από τους συντάκτες της «Nabat», οργάνου της ομώνυμης οργάνωσης και της «Golos Makhnovista» στο Χαρκόβ το 1920. Μετά από την ήττα του μαχνοβίτικου κινήματος από τους μπολσεβίκους το 1921, διέφυγε από τα σύνορα. Συμμετείχε στην έκδοση των διαφόρων ρωσικών και ουκρανικών εντύπων που εκδίδονταν από εξόριστους αναρχικούς, στον εκδοτικό οίκο «Anarkhicheski Vestnik» (Ο Αναρχικός Ανακοινώνει) μιας ομάδας Ρώσων αναρχικών στο Βερολίνο, στο περιοδικό «Dielo Trouda» στο Παρίσι από το 1925 έως 1929 και στο Σικάγο από το 1930. Εγραψε πολλά άρθρα σχετικά με τη ρωσική κατάσταση στο περιοδικό αυτό και ήταν ένας από τους συντάκτες του σημαντικού κειμένου «Η Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών». Επίσης, στο Βερολίνο έγραψε την αρκετά διαδεδομένη ιστορία του μαχνοβίτικου κινήματος.

Αποθαρρύνθηκε, όμως, από την ισχυρή κριτική σε βάρος της «Πλατφόρμας» από αρκετούς αναρχικούς. Παράλληλα η γυναίκα του ασκούσε πίεση να επιστρέψουν στη Ρωσία, ιδιαίτερα και μετά την απειλή απέλασης από τη Γαλλία. Ο Αρσινόφ ήρθε σε επαφή με ορισμένους κομμουνιστές, τους οποίους γνώριζε από τη φυλακή, προκειμένου να τον βοηθήσουν στην επιστροφή του. Δεσμεύτηκε, όμως, ότι θα σταματήσει κάθε κριτική εναντίον των μπολσεβίκων και θα διακόψει από τον αναρχισμό.

Ο Αρσινόφ κυκλοφόρησε τότε στο Παρίσι δύο αντιαναρχικά φυλλάδια, το «Ο Αναρχισμός και η Δικτατορία του Προλεταριάτου» (1931) και «Ο Αναρχισμός στην Εποχή μας» (1933). Ο Μαχνό διέκοψε δημόσια τις σχέσεις μαζί του, ενώ ο Βολίν του έλεγε επανειλημμένα: «Μαρίν δεν πρέπει να πας. Θα σας εκτελέσουν. Μη ξεγελιέσαι, δεν θα σε συγχωρήσουν ποτέ».

Το 1935 σηματοδότησε το οριστικό σπάσιμο του Αρσινόφ με τον αναρχισμό με ένα άρθρο με τίτλο «Το φιάσκο του Αναρχισμού», το οποίο εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Izvestia» στις 30 Ιουνίου. Επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση και εργάστηκε ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων συνελήφθη και κατηγορήθηκε για «προσπάθεια αποκατάστασης του αναρχισμού στη Σοβιετική Ρωσία». Φέρεται ότι εκτελέστηκε το 1937.

Οι αναρχικοί ήταν εξαιρετικά σκληροί στην κριτική τους προς τον Αρσινόφ. Ο παλιός φίλος του Νέστωρ Μαχνό έγραψε πικρόχολα ότι…«Ηταν ματαιόδοξος και επιζητούσε εξουσία. Αγνωστος στη ρωσική επανάσταση μέχρις ότου ξύπνησε από την άχρηστη εργασία του στη Μόσχα το 1919 στη θύελλα των επαναστατικών πράξεων… Αργότερα πήγε μακριά για να γράψει την ιστορία της Μαχνοβτσίνας. Κατά συνέπεια, έγινε ένα από τα ενεργά στελέχη του διεθνούς αναρχικού κινήματος και άρχισε να σκέφτεται τον εαυτό του ως τον ηγέτη του αναρχισμού, μια θέση που την επιδίωξε και βρήκε τα θεωρητικά θεμέλια γι’ αυτήν. Ηταν ένα εύκολο βήμα, τόσο εύκολο όσο και ο μπολσεβικισμός».

Ο Αμερικανός αναρχικός Αλεξάντερ Μπέρκμαν, ήταν εξίσου σκληρός, γράφοντας ότι «δεν τον θεωρώ σημαντικό καθόλου… Στο μυαλό μου η προδοσία της υπόθεσής μας από διάφορους, όπως οι Γιαρτσουκ, Αρσινόφ κ.λπ…, οφείλεται σε δύο αιτίες: αφενός, έλλειψη αναρχικού οράματος και κατανόησης του αναρχισμού και, αφετέρου, οικονομικές αιτίες. Ελπίζουν να βελτιώσουν την οικονομική κατάστασή τους με το να πλαισιώσουν τους μπολσεβίκους και κατά κανόνα την βελτιώνουν με τον τρόπο αυτό. Λοιπόν, με τέτοιους προδότες και δειλούς δεν πρέπει να υπάρξει καμία περαιτέρω συναλλαγή». Ο Μαξ Νετλό είπε λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα. Ο Καμίλο Μπερνέρι παρατήρησε ότι ο Αρσινόφ δεν έφυγε από το κίνημα ήσυχα και με αξιοπρέπεια, αλλά χτύπησε την πόρτα πίσω του όπως ένας μεθυσμένος.

Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Αρσινόφ σκόπιμα έκοψε τις σχέσεις του με τον αναρχισμό, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στη Ρωσία για να βοηθήσει την οργάνωση του παράνομου αναρχικού κινήματος. Γνωρίζουμε ότι η ομάδα «Dielo Trouda» διατήρησε την επαφή με εκείνο το κίνημα και ο Αντε Τσίλιγκα στο «Ρωσικό Αίνιγμα» αναφέρεται σ’ αυτό ως εξαιρετικά οργανωμένο.

Σχετική Βιβλιογραφία

  • Βολίν, «Αγνωστη Επανάσταση», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
  • Τζέιμς Τζολ, «Οι Αναρχικοί», εκδόσεις «Επίκουρος»
  • Πιοτρ Αρσίνοφ, «Η ιστορία του Μαχνοβίτικου κινήματος», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος»

Oι Μαύροι Φρουροί

Πολλοί Ρώσοι αναρχικοί ήταν εντελώς αντίθετοι με τη θεσμοποίηση των Κόκκινων Φρουρών, των μάχιμων μονάδων που είχαν δημιουργηθεί από εργάτες στα εργοστάσια κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου. Πράγματι ο Rex Α. Wade στο βιβλίο του για τους Κόκκινους Φρουρούς επισημαίνει τη μεγάλη αναρχική συμμετοχή και επιρροή στους Κόκκινους Φρουρούς κατά την αρχική φάση της Επανάστασης. Οι σχέσεις μεταξύ των αναρχικών και των Μπολσεβίκων είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, και εκπρόσωποι των αναρχικών στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ το Δεκέμβριο του 1917 κατηγόρησαν τον Λένιν και το κόμμα του τού κόκκινου μιλιταρισμού, και ότι οι κομισάριοι βρισκόντουσαν στην εξουσία μονάχα για να τη διατηρούν. Ως αποτέλεσμα στη Μόσχα, στο Πέτρογκραντ και σε άλλα σημαντικά κέντρα έκαναν μια συντονισμένη προσπάθεια να δημιουργήσουν ελεύθερες μονάδες μάχης που ονομάστηκαν Μαύρη Φρουρά. Το 1917 αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών είχαν εγκατασταθεί στην Ουκρανία, μεταξύ αυτών και του Μαχνό. Ο Νικολάι Zελνεσνιάκοφ εγκατάλειψε το Πέτρογκραντ όταν οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να τον συλλάβουν και δημιούργησε μια μεγάλη ομάδα Μαύρων Φρουρών στην Ουκρανία. Άλλα αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών πήραν μέρος στην Ουκρανία υπό την ηγεσία του Μοκρούσοφ, του Γκαρίν με την οπλισμένη ακολουθία του, του Ανατόλι Zελνεσνιάκοφ, του μικρότερου αδερφού του Νικολάι, και του αγήματος με επικεφαλής τον Σαϊντέλ και τον Ζελιάμποφ που υπερασπίστηκε την Οδησσό και του Νικολάεφ. Άλλο απόσπασμα Μαύρων Φρουρών υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Σέρνιακ, δραστηριοποιήθηκε αργότερα στη Μαχνοβίτικη αντικατασκοπεία. Στο Βίμποργκ κοντά στο Πέτρογκραντ, αναρχικοί εργάτες στο Ρωσικό εργοστάσιο της Ρενό δημιουργήσαν μια Μαύρη Φρουρά αλλά σύντομα συγχωνεύτηκε με μια Κόκκινη Φρουρά που είχε δημιουργηθεί στο εργοστάσιο την ίδια περίοδο.

Η Μπουρεβέστνικ, η εφημερίδα της Ομοσπονδίας Αναρχικών του Πέτρογκραντ προειδοποίησε ότι “.. αυτοί οι κύριοι εσφαλμένα θεωρούν ότι η πραγματική επανάσταση έχει τελειώσει…Όχι, μια πραγματική επανάσταση, κοινωνική επανάσταση, που απελευθερώνει τους εργάτες όλων των χωρών, μόλις τώρα αρχίζει.”

Από τον Απρίλιο του 1918 υπήρχαν ήδη 50 μονάδες Μαύρων Φρουρών στη Μόσχα, δημιουργημένες από τη Μοσχοβίτικη Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων (MFAG). Ο Πίτερς, αντιπρόεδρος της Τσεκά, συγκεκριμένα, ανησυχούσε για την ανάπτυξή τους. “Θυμάμαι ύστερα από την άφιξή μου εδώ στην Τσεκά Μόσχας ότι υπήρχαν 2 δυνάμεις: από τη μια μεριά, το Σοβιέτ της Μόσχας, και από την άλλη – η έδρα της Μαύρης Φρουράς στο πρώην Merchants Club στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα. Αυτή η έδρα της Μαύρης Φρουράς λειτουργούσε και διαχειρίζονταν ως μια δύναμη, που οργάνωνε επιδρομές στους δρόμους, αφαιρώντας όπλα και τιμαλφή, κατάσχοντας σπίτια…”

Η Ομοσπονδία Μόσχας είχε καταλάβει ήδη 26 σπίτια που ήταν τα αρχοντικά των πλουσίων, και τα χρησιμοποίησε σαν βάσεις. Μερικά από αυτά τα σπίτια βρισκόντουσαν σε στρατηγικά σημεία της πόλης. Ήταν εξοπλισμένα με πολυβολεία, είχαν κοιτώνες, βιβλιοθήκες, αίθουσες διδασκαλίας, οπλοστάσια και αποθέματα τροφίμων.

Όπως σημείωσε ο Μαξίμοφ: “Εξαιτίας της δύναμης και της επιρροής της η Ομοσπονδία πέτυχε να κατάσχει τις εγκαταστάσεις του “Kupechesky Club” (The Merchant’s Club) που βρίσκεται στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα, ένα τεράστιο και υπέροχο σπίτι, πολυτελώς διακοσμημένο και που είχε βιβλιοθήκη και θέατρο. Οι κατασχεμένοι εγκαταστάσεις μετονομάστηκαν σε “Dom Anarchia” – “Σπίτι της Αναρχίας”· αποδεικνύοντας ότι είναι κατάλληλοι για τις περισσότερο πλούσιες και ποικίλες Αναρχικές δραστηριότητες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ομοσπονδία προχώρησε σε συμφωνία με ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια εκτύπωσης της Μόσχας, προκειμένου να αρχίσει να εκδίδει καθημερινά αντί την πρώην εβδομαδιαία εφημερίδα της.

Το Μάρτιο του 1918, η Ομοσπονδία έγινε μια μεγάλη οργάνωση από άποψη αριθμού. Εκτός από τη δουλειά που γινόταν εκτός του “Dom Anarchia”, υπήρχε επίσης εκτεταμένη δραστηριοποίηση σε εξέλιξη εντός της νεοαποκτηθείσας έδρας. Συχνές και καλά προσεγμένες διαλέξεις και μαζικές συναντήσεις πραγματοποιούνταν στην Αίθουσα Θεάτρου του “Dom Anarchia”. Bιβλιοθήκη και αναγνωστήριο οργανώθηκαν στο κτίριο, κύκλοι προλεταριακής καλλιτεχνικής-εκτύπωσης, ποίηση και θέατρο, στήθηκαν και πολυάριθμες άλλες δραστηριότητες του ίδιου είδους ξεκίνησαν.

Μιμούμενοι το έργο της διαμόρφωσης του Στρατού Κόκκινων Φρουρών, η Ομοσπονδία έθεσε ως στόχο να οργανώσει μια στρατιωτική δύναμη αφ’ εαυτής, τους λεγόμενους “Μαύρους Φρουρούς”. Ακόμα ένα σπίτι κατασχέθηκε και μετατράπηκε σε στρατώνα για τα νεοσυσταθέντα σώματα “Μαύρων Φρουρών”. Ο σύντροφος Καιντάνοφ, μια δραστήρια μορφή του Αναρχικού κινήματος και σύντροφος για πολλά χρόνια, επιφορτίστηκε με την οργάνωση και την ηγεσία αυτού του στρατιωτικού σχηματισμού, ο οποίος σύντομα έγινε η επίσημη αιτία της εχθρότητας των Μπολσεβίκων, που είχε ως αποτέλεσμα τη διασπορά χυδαίων συκοφαντιών, ψεύτικες κατηγορίες για ανατρεπτικές προθέσεις που διατυπώθηκαν εναντίον των Αναρχικών, καθώς και της τελικής διάλυσης των Αναρχικών οργανώσεων.”

Οι δραστηριότητες της MFAG είχαν ενταθεί μετά αφότου μετακινήθηκε στη Μόσχα το Σοβιετικό Συμβούλι0 των υπουργών. Στις τάξεις της MFAG εργάστηκαν οι αδελφοί Γκορντίν, ο Αλεξάντερ Καρέλιν, ο Βλαντιμίρ Μπαρμάς, ο Μ. Kρουπενίν, ο Πιότρ Αρσίνοφ και ο Καζιμίρ Koβάλεβιτς. Ο γραμματέας της MFAG ήταν ένας από τους θεωρητικούς του κινήματος ο Λεβ Τσόρνι. Αμέσως μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου η MFAG εξέδωσε την εφημερίδα Anarkhiia σε καθημερινή βάση. Προτρέποντας τις μάζες να εμβαθύνουν και να αναπτύξουν την επανάσταση. Τον Απρίλιο του 1918 στη Μόσχα υπήρχαν ήδη περισσότερες από 50 ομάδες και αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών, τα οποία αριθμούσαν περίπου 2.000 μαχητές, τα πιο διάσημα είναι: Τυφώνας, Εμπροσθοφυλακή, Αυτονομία, Άμεσοι σοσιαλιστές, Ανεμοστρόβιλος, Λάβα, Η Τρικυμία, Αγωνιστές, Petrel, Αναρχο -συνδικαλιστές, Αδελφοσύνη, Φοιτητικό Κόμμα και το Λετονικό αναρχικό απόσπασμα Lesma (Φλόγα). Από μια έκθεση της KGB γνωρίζουμε ότι ένα αναρχικό απόσπασμα από τη Σαμάρα είχε φτάσει στην πόλη. Όλες οι ομάδες και οι οργανωτικές μονάδες Μαύρων Φρουρών συγκεντρώθηκαν γύρω από το Συμβούλιο της MFAG και την έδρα της Μαύρης Φρουράς, που είχε τη βάση της στο Σπίτι της Αναρχίας στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα. Υπήρχε μια γραμματεία της Ομοσπονδίας, το τμήμα προπαγάνδας και η συντακτική επιτροπή της Anarkhiia.

Σύμφωνα με την Τσεκά, οι αναρχικοί σχεδίαζαν μια εξέγερση προγραμματισμένη για της 18η Απριλίου και ως εκ τούτου αποφασίστηκε να κάνουν προπαρασκευαστική επίθεση, αφοπλίζοντας τα στρατεύματα των Μαύρων Φρουρών . Ο ισχυρισμός μιας τέτοιας σχεδιασμένης εξέγερσης ήταν πάντοτε έντονα αμφισβητούμενη από τους αναρχικούς. Μια γενική συνέλευση της MFAG είχε προγραμματιστεί για την 14η αλλά αυτό ήταν όλο.

Ως αποτέλεσμα, το βράδυ της 11ης με 12η Απριλίου η Τσεκά συγκάλεσε έκτακτη συνάντηση, εγκαθίδρυσε ένα αρχηγείο υπό τη διεύθυνση του Ντζερζίνσκι και ξεκίνησε επιχειρήσεις για να αφοπλίσει τα ένοπλα αποσπάσματα των αναρχικών. Ο Ντζερζίνσκι παρατήρησε: “Είχαμε συγκεκριμένες πληροφορίες ότι οι ηγέτες ήθελαν να πάρουν αντι-εγκληματικά στοιχεία ομαδοποιημένα γύρω από μια ομάδα της Ομοσπονδίας, προκειμένου να δράσουν εναντίον της Σοβιετικής εξουσίας” (Ισβέστια № 75,16 Απριλίου, 1918). Ήδη στις 8 Απριλίου ο διοικητής του Κρεμλίνου Π. Μάλκοφ και ο διοικητής της Λετονών μισθοφόρων Ε. Μπερζίνς είχε κάνει αναγνώριση για να υπολογίσει τη δύναμη των δυνάμεων της MFAG.. Ένα σχέδιο εγκρίθηκε για την εξάλειψη της “αναρχικής αντ-επανάστασης”. Στην επιχείρηση συμμετείχαν στρατιωτικές μονάδες της Τσεκά, (το 1ο απόσπασμα πολυβολητών) και το 4ο Λετονικό σύνταγμα τυφεκιοφόρων, καθώς επίσης και μέρος της φρουράς της Μόσχας. Επιχειρήσεις ξεκίνησαν τα μεσάνυχτα με τα αναρχικά σπίτια να περικυκλώνονται από αυτά τα στρατεύματα.

Πολλές από τις αναρχικές μονάδες είχαν έλλειψη πολεμικής εμπειρίας και αντοχής αλλά οι Μπολσεβίκοι συνάντησαν άγρια ​​ένοπλη αντίσταση σε μερικά σημεία, για παράδειγμα, στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα στο Σπίτι της Αναρχίας. Εδώ η Μαύρη Φρουρά κατέλαβε τα γύρω σπίτια και τοποθέτησε ένα ελαφρύ πυροβόλο στην οροφή. Οι Τσεκάδες εισέβαλαν στο κτίριο, υποστηριζόμενοι από πυρά πυροβολικού που κατέστρεψαν το ελαφρύ πυροβόλο και τον πρώτο όροφο του κτιρίου. Ωστόσο οι Τσεκάδες ήταν σε θέση να πάρουν το κτίριο μόνο αφού ενισχυθούν από τους Λετονούς τυφεκιοφόρους. Το τελευταίο προπύργιο της Μαύρης Φρουράς ήταν το αρχοντικό Ζεϊτλίν που πάρθηκε κατά τις 12 το μεσημέρι, και οι εν γένει συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Τσεκά και των αναρχικών σταμάτησαν στις 2πμ.

Ως αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης, οι Μπολσεβίκοι σκότωσαν 40 αναρχικούς, κάποιοι πυροβολήθηκαν επί τόπου, ενώ 10 έως 12 Τσεκάδες και στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στις μάχες. Ο βετεράνος αναρχικός Μιχαήλ Κοντουνόφ δολοφονήθηκε από την Τσεκά και το σώμα του θάφτηκε στο δρόμο.

Ενθυμούμενος αυτά τα γεγονότα ο Βολίν έγραψε στο βιβλίο του The Unknown Revolution:

“…Τη νύχτα της 12ης Απριλίου, με ένα ψεύτικο και παράλογο πρόσχημα [το ένα τέταρτο από] όλες οι αναρχικές οργανώσεις στη Μόσχα – και κυρίως εκείνες της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων σε αυτή την πόλη- δέχτηκαν επίθεση και λεηλατήθηκαν από στρατεύματα και την αστυνομική δύναμη. Για αρκετές ώρες η πρωτεύουσα πήρε την εμφάνιση μιας πόλης σε κατάσταση πολιορκίας. Ακόμη και το πυροβολικό πήρε μέρος στη δράση”.

Αυτή η επιχείρηση χρησίμευσε για να δοθεί ένα μήνυμα για τη λεηλασία των ελευθεριακών οργανώσεων σε όλες σχεδόν τις σημαντικές πόλεις της Ρωσίας. Και ως συνήθως οι επαρχιακές αρχές υπερέβησαν το ζήλο εκείνων της πρωτεύουσας.

O Λέον Τρότσκι, ο οποίος για δύο βδομάδες είχε προετοιμάσει το χτύπημα, και ο οποίος είχε πραγματοποιήσει αυτοπροσώπως, μεταξύ των συνταγμάτων, μια αχαλίνωτη αγκιτάτσια εναντίον των “αναρχο-ληστών”, είχε την ικανοποίηση να είναι σε θέση να κάνει τη διάσημη δήλωσή του: “Επιτέλους η Σοβιετική κυβέρνηση, με σιδερένια σκούπα, έχει απαλλάξει τη Ρωσία του Αναρχισμού”. ” (σ.308, έκδοση 1974). Πράγματι ο Τρότσκι είχε προσφωνήσει στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού αντι-αναρχικές ομιλίες, εξεγείροντάς τις σε μια κατάσταση παροξυσμού.

Μετά την ήττα της Μαύρης Φρουράς στη Μόσχα 500 αναρχικοί συνελήφθησαν (μερικοί απελευθερώθηκαν λίγο αργότερα). Το απόσπασμα αναρχικών της Σαμάρα, που είχε ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση των αναρχικών συλλόγων, εκδιώχθηκε από την πόλη.

Ο Ντζερζίνσκι, επικεφαλής της Τσεκά, σχολιάζοντας τα γεγονότα, δήλωσε στην Ισβέστια № 75, με ημερομηνία 15 Απριλίου 1918: “Εμείς σε καμία περίπτωση δεν είχαμε κατά νου και δεν θέλαμε να καταπολεμήσουμε τους ιδεολόγους αναρχικούς. Και τώρα όλους τους ιδεολόγους αναρχικούς που συνελήφθησαν το βράδυ της 12 Απριλίου, τους απελευθερώνουμε, και αν, ίσως, κάποιοι από αυτούς θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη, είναι μόνο ένα κάλυμμα για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από εγκληματικά στοιχεία που έχουν εισχωρήσει στις αναρχικές οργανώσεις. Υπάρχουν πολύ λίγοι ιδεολόγοι αναρχικοί μεταξύ αυτών που κρατούνται από μας…. ”.

Γεγονότα στη Μόσχα σηματοδότησαν την έναρξη της καταστολής στις επαρχίες. Παρόμοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στο Πέτρογκραντ, στη Βόλογκντα, στο Σμολένσκ, στο Μπριάνσκ και ούτω καθεξής. Νωρίς το πρωί της 12 Απρίλη στο Γκοροντέτς στην επαρχία Νίζνι Νόβγκοροντ αναρχικοί, με επικεφαλής το Σοβιετικό δήμαρχο της πόλης Μορέφ πάλεψαν εναντίον των επιθέσεων των Μπολσεβίκων. Στο Κουρσκ, αναρχικοί στασίασαν και κράτησαν την πόλη μεταξύ 10ης και 29ης Απρίλη 1918. Στις 9 Μαΐου το Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων απέστειλε ντιρεκτίβα προς όλες τις Σοβιετικές Επαρχίες: “Η εμπειρία από τη Μόσχα, το Πέτρογκραντ και άλλες πόλεις έχει δείξει ότι, κάτω από τη σημαία των αναρχικών είναι κρυμμένοι χούλιγκανς, κλέφτες, ληστές και αντεπαναστάτες, που προετοιμάζουν μυστικά την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας … Όλοι οι αναρχικοί φρουροί και οι οργανώσεις αναρχικών πρέπει να αφοπλιστούν. Κανείς δεν μπορεί να φέρει όπλο, εκτός αν του δοθεί άδεια από τα τοπικά σοβιέτ ”(Ισβέστια № 91, 10η Μαΐου 1918). Ωστόσο, στις 17 Μαΐου, οι αναρχικοί συμμάχησαν με μαξιμαλιστές που επαναστάτησαν στη Σαμάρα.

Η Μαύρη Φρουρά νικήθηκε, και ακολούθως απεικονίστηκε σαν μια συμμορία εγκληματιών. Μια διάκριση έγινε, όπως έχουμε δει, μεταξύ “ιδεολόγων αναρχικών” και “αναρχο-ληστών”. Όπως ο Τρότσκι έλεγε: “Ήταν απλά επιδρομείς και διαρρήκτες που συμβιβάστηκαν με τον αναρχισμό. Ο αναρχισμός είναι μια ιδέα, αν και μια λανθασμένη ιδέα, αλλά ο χουλιγκανισμός είναι χουλιγκανισμός και είπαμε στους αναρχικούς: θα πρέπει να τραβήξετε μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ εσάς και των διαρρηκτών… το Σοβιετικό καθεστώς έχει πάρει την εξουσία, όχι για να λεηλατηθεί από ληστές του δρόμου και διαρρήκτες, αλλά να συστήσει πειθαρχία της ομαδικής δουλειάς και μιας έντιμης εργαζόμενης ζωής”. Έτσι ένα σαφές μήνυμα εστάλη ότι οι αναρχικοί θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες. Ο Τρότσκι συνέχιζε να προειδοποιεί τους αναρχικούς: ” Αν θέλετε να ζήσετε μαζί μας με βάση τις αρχές της κοινής πειθαρχίας της δουλειάς, τότε θα πρέπει να υποταχθείτε σε εκείνη των εργαζόμενων τάξεων αλλά αν θέλετε να πάρετε το δρόμο μας, μην μας κατηγορείτε αν η κυβέρνηση της δουλειάς, η σοβιετική εξουσία, σας μεταχειριστεί χωρίς να φοράει γάντια ”. Με άλλα λόγια, υποταχθείτε ή προετοιμαστείτε για καταστολή.

Η απεικόνιση του Τρότσκι του ποινικού αναρχισμού έχει λίγο να κάνει με την πραγματικότητα. Η ένταξη στη Μαύρη Φρουρά ήταν πολύ αυστηρή και η εγγραφή διαμεσολαβείτο από διάφορους φορείς. Όπως έγραψε η Anarkhiia (τεύχος 15 10 Μαρτίου 1918):

“Η υποδοχή των αγωνιστών στους Μαύρους Φρουρούς γίνεται ύστερα από σύστασή τους είτε από: 1) τοπικές ομάδες, 2) Τρία μέλη της Ομοσπονδίας, και 3) τις επιτροπές εργοστασίων και εργαστηρίων, 4) Τις Σοβιετικές Συνοικίες, καθημερινά, από τις 10 π.μ. έως τις 2 μ.μ. στο κτίριο του Σπιτιού της Αναρχίας ”. Και στο κεφάλαιο 22 αναφέρεται ότι “Σύντροφοι, που επιθυμούν να ενταχθούν στα Μαύρα μαχητικά αποσπάσματα, θα έπρεπε να ενδιαφέρονται με την εξασφάλιση συμβουλών.

Χωρίς έχοντας συστάσεις δεν θα μπορούν να περιληφθούν στους καταλόγους των μαχητικών αποσπασμάτων. Αρχηγείο.” Κατέστη σαφές ότι οι Μαύροι Φρουροί δεν θα διεξήγαγαν επιχειρήσεις αστυνόμευσης σαν τους Κόκκινους Φρουρούς (επιδρομές, συλλήψεις, κλπ.) καθώς αυτό ήταν το προνόμιο των τελευταίων. Όσον αφορά την επίταξη των σπιτιών, αυτό πρέπει να είναι το έργο της ειδικής επιτροπής που αποτελείται από εκπροσώπους των τοπικών ομάδων. Η Γραμματεία της MFAG ζήτησε από το αρχηγείο της Μαύρης Φρουράς να παράσχει έναν κατάλογο όλων των μελών της στις 4 Απριλίου.

Από την άλλη πλευρά η Τσεκά και οι μονάδες του Κόκκινου στρατού ήταν σε θέση να συλλαμβάνουν χωρίς να ελέγχονται από τους Σοβιετικούς, να πυροβολούν αυθαίρετα ανθρώπους στα εκτελεστικά τους υπόγεια μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής που είχε γίνει από τη Σοβιετική κυβέρνηση. Η δράση εναντίον των αναρχικών δεν έγινε από Κόκκινους Φρουρούς ή από τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που είχαν αρνηθεί να λάβουν μέρος σε αυτές τις επιθέσεις, αλλά από ειδικές μονάδες που ελέγχονταν από τους Μπολσεβίκους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν μονάδες των Κόκκινων Φρουρών που βιαστικά δημιουργήθηκαν το 1917, συμπεριέλαβαν εγκληματίες καθώς και Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου. Λεηλασίες πραγματοποιόντουσαν στη Μόσχα την άνοιξη του 1918 από μονάδες Κόκκινων Φρουρών και υπό τη διαταγή των Τσεκιστών, και αν οι μονάδες των Μαύρων Φρουρών δεν ήταν επίσης άμεμπτες, δεν ήταν μόνο αυτές.

Ήταν σημαντικό το ότι το βράδυ της επίθεσης εναντίον των αναρχικών της Μόσχας ο Πίτερς, ο δεύτερος στην ιεραρχία της Τσεκά ήθελε να δείξει στο Βρετανό διπλωμάτη Λόκχαρντ όλα τα λεηλατημένα σπίτια αναρχικών για να στείλει ένα μήνυμα προς τις Δυτικές δυνάμεις ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν το κόμμα της τάξης και ήταν σε θέση να ελέγχει και να καθοδηγεί την επανάσταση. Παρατηρώντας μια δολοφονημένη αναρχική ξαπλωμένη στο έδαφος σε ένα από τα αρχοντικά, πυροβολημένη στο λαιμό από την Τσεκά, αναφέρθηκε σε αυτήν σαν πόρνη.

Πηγές
Skirda, A.(2000) Les anarchistes Russes, les soviets et la revolution de 1917. Παρίσι.
Volin. (1974)The Unknown Revolution
Wade, Rex A.(1984) Red guards and workers’ militias in the Russian Revolution
Maximov, G. The True Reasons for the Anarchist Raids (Μόσχα 1918) στο http://www.katesharpleylibrary.net/brv25k
Dubovik, A. The Defeat of the Moscow anarchists στο http://socialist.memo.ru/books/html/razgrom.html
The murder of Mikhail Sergeyevich Khodounov στο: http://gulaganarchists.wordpress.com/2008/11/08/one-of-the-bandits-in-memory-of-comrade-khodounov/

Μετάφρ. aixmi

http://aixmi.wordpress.com/

Γεωπολιτική και αναρχικά κινήματα – Β’ μέρος

Β.ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Όσο αφορά την ιστορία των πολεμικών συγκρούσεων τα αναρχικά κινήματα παίξανε σημαντικό ρόλο στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και την έκρηξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα οι νίκες του Νέστωρ Μάχνο τον έχουν κάνει αποδεκτό ως στρατηγό ακόμα και απο αναλυτές και στρατιωτικά περιοδικά που κινούνται βέβαια σε διαφορετικό πολιτικό πεδίο(βλέπε περιοδικά στρατιωτική ιστορία, στρατηγική κλπ)

Ο Μαχνοβίτικος στρατός λοιπόν δεν είχε καμία στρατιωτική ήττα εκτός από αυτή που υπέστη από τον Τρότσκυ λόγω της άριστης γνώσης των μεθόδων του ανταρτοπόλεμου που οι μαχνοβίτες είχαν. Οι Μαχνοβίτες φροντίζουν πάντα να έχουν διέξοδο διαφυγής όταν εμπλέκονται σε κάποια μάχη -κλασσική μέθοδος των ανταρτών απο τα αρχαία χρόνια. Επίσης, οι αντάρτες είχαν καλή σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό (τουλάχιστον αρχικά) και δεν έχουν ανάγκη ανεφοδιασμού σε αντίθεση με τους εχθρούς τους. Οι Μαχνοβίτες σημείωσαν νίκες επειδή βρίσκονταν στην έδρα τους και επέλεγαν πάντα εκείνοι τη στιγμή της μάχης.

.. ..

Η συμμετοχή των οπλιτών στις αποφάσεις, τακτικής και στρατηγικής, αντί να παρουσιάσει τα μειονεκτήματα απειθαρχίας είχε αρχικά επιτυχία. Η μεγάλη συνεισφορά του Μάχνου σε τακτικό επίπεδο είχε να κάνει ότι σε πολλές μάχες επιτίθονταν στους εχθρούς του με το ιππικό, υποχωρούσε και ξαφνικά αντεπιτεθόνταν(παραπλανητική υποχώρηση μέθοδος των αρχαίων Πάρθων που έτσι συνέτριψαν τους Ρωμαίους).Επίσης χρησιμοποιούσε άγνωστες ως τότε μεθόδους όπως αγροτικά άρματα εξοπλισμένα με πολυβόλα, αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς με άχυρο. Το κυριότερο όμως όπλο του Μαχνοβίτικου στρατού ήταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού από περιοχές που ήταν απρόσιτες στους αντεπαναστάτες αλλά προσιτές στους αντάρτες .

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε μέσο ώστε να μετακινούνται γρήγορα και να φτάνουν ξεκούραστοι στο πεδίο της μάχης. Σε μια μάχη, ολόκληρος ο Μαχνοβίτικος στρατός, μαζί με τα άλογα και τα άρματα μεταφέρθηκαν με τραίνο (βλέπε video-ντοκουμέντο http://www.youtube.com/watch?v=H1aYxFTOkZQ), αιφνιδιάζοντας τους αντεπαναστάτες που διέσχισαν την απόσταση αυτή με τα πόδια και νικόντας τους κατα κράτος λόγω της φυσικής κατάστασης που είχαν.

Επίσης ο Μάχνο με τη βοήθεια των χωρικών και στρατιωτών του εχθρού που αυτομολούσαν (υπήρχαν αρκετοί τέτοιοι), συγκέντρωναν πληροφορίες για τη δυναμική του εχθρικού στρατεύματος(βασική αρχή του πολέμου, κερδίζει αυτός που έχει τις περισσότερες πληροφορίες. Μεγαλύτερη στιγμή του αναρχικού ουκρανέζικου αναρχικού υπήρξε η μάχη του Peregonovka όπου οι Μαχνοβίτες συνέντριψαν τους λευκούς.

Όσο αφορά τώρα την Ισπανία μεγάλες νίκες πέτυχαν οι αναρχική στην αρχή όταν οι φασίστες δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένοι και ο ρόλος του αυθορμητισμού έπαιζε μεγάλη σημασία. Στα υπόλοιπα χρόνια του εμφυλίου οι αναρχικοί πολιτοφύλακες υπηρέτησαν στον λαϊκό στρατό υπό τις διαταγές μπολσεβίκων αξιωματικών. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν οι αναρχικοί κατέπνιξαν την φασιστική εξέγερση κατά την μάχη της Βαρκελώνης και στις Αστούριες. Η πιο εμβληματική μορφή των αναρχικών στην Ισπανία υπήρξε ο Ντουρούντι.

Πιο συγκεκριμένα στις αρχές Νοέμβρη του 1936, οι τέσσερις στρατιές του φράνκο, που αποτελούνταν κυρίως από Μαυριτανούς και άντρες της Λεγεώνας των Ξένων, επιτέθηκαν εναντίον της Μαδρίτης. Η μάχη άρχισε στις 8 Νοέμβρη.Ο στρατός του Φράνκο υποστηριζόταν από Γερμανικά και Ιταλικά βομβαρδιστικά .Στη Μαδρίτη οι κομμουνιστές ήταν σχετικά ισχυρότεροι σε σχέση με τη Βαρκελώνη.Ο Φράνκο είπε ότι θα προτιμούσε να καταστρέψει τη Μαδρίτη ολοκληρωτικά, παρά να την αφήσει στους <..>. . Από τις 16 Νοέμβρη και μετά, η Μαδρίτη βομβαρδιζόταν συνεχώς και είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Ισπανία. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση , ο Ντουρρούτι αποφάσισε ν’ αποσύρει από το μέτωπο της Αραγονίας 4000 μέλη της Ταξιαρχίας του, προκειμένου να βοηθήσει την Μαδρίτη. Η άφιξη του αναπτέρωσε φοβερά το ηθικό των πολιορκημένων κατοίκων της πόλης. . Όμως, σης 20 Νοέμβρη, καθώς έβγαινε από ένα αυτοκίνητο, μια αδέσποτη σφαίρα τον έπληξε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σκοτώνοντας τον ακαριαία.

Το σημαντικό στον τρόπο σκέψης του Ντουρούντι ήταν ότι μπόρεσε μέσα στην ομίχλη εκείνου του πολέμου να δει καθαρά. Αν η Μαδρίτη έπεφτε θα έπεφτε και η Βαρκελώνη μετά. Ο Ντουρούντι επέλεξε πρώτα η νίκη και μετά την επανάσταση κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Βαρκελώνη.

Επίσης δε θα πρέπει να παραβλέπεται και η συνεισφορά αναρχικών που επηρεασμένοι από τον Μπακουνισμό και τις εθνοτικές-απελευθερωτικές του τάσεις πολέμησαν ενάντια στις αυτοκρατορίες στα τέλη του 19ου αι. Είναι γνωστή η περιπέτεια του Μπακούνιν που με άλλους αναρχικούς προσπάθησαν να ξεκινήσουν εξέγερση στην Ιταλία με πλήρη αποτυχημένα αποτελέσματα.Όπως είναι γνωστή η συνεισφορά των Προυντονικών αναρχικών στην Παρισσινή κουμούνα

Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι είναι μια άλλη περίπτωση αναρχικού που πολέμησε όπως ο Μπακούνιν στην πρώτη γραμμή(βλέπε για Μπακούνιν τη συμμετοχή του στην εξέγερση της Δρέσδης).Ο Τσιπριάνι δραστηριοποιήθηκε μάλιστα και στην Ελλάδα. Το 1862 στην διάρκεια της αντιοθωνικής εξέγερσης βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία. Ο Τσιπριάνι συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, στην περιοχή της Kαπνικαρέας, ύψωσε με άλλους οδοφράγματα, όπου κυμάτισε για πρώτη φορά στον «ελλαδικό» χώρο η κόκκινη σημαία. Mετά τα γεγονότα, ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Έπειτα, πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάσθηκε με διάφορους αναρχικούς κύκλους καθώς και με μια αναρχική ομάδα που αποτελείτε κυρίως από Έλληνες και της οποίας η σημαντικότερη φυσιογνωμία ήταν ο Παύλος Aργυριάδης.

Κατά τη διάρκεια του Γάλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Όταν απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο αναρχικό κίνημα του Παρισιού.

Το 1897 βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα, παίρνοντας μέρος ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο μαζί με άλλους Ιταλούς αναρχικούς( Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριβάλδη ,γυιος του Γαριβάλδη, Αντόνιο Φράττι, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι). Όσοι αναρχικοί επαναστάτες, κυρίως Ιταλοί, πολέμησαν ως εθελοντές στο Δομοκό και πιο πριν στην Κρήτη, το έκαναν γιατί πίστευαν ότι εκεί επικρατούσε λαϊκός ξεσηκωμός που μπορούσε να οδηγήσει όχι μόνο στην εθνική απελευθέρωση αλλά και στην ταξική(βλέπε Μπακούνιν τις ιδέες του για εθνική απελευθέρωση). Οι αναρχικοί στην Ελλάδα είχαν διαφορετική θέση εκείνη την εποχή όπως οι σοσιαλιστές ειρηνιστές εκείνης της εποχής.
Στην εξέγερση της Kρήτης το 1897, πήρε μέρος ένα σώμα Iταλών αναρχικών και σοσιαλιστών (ομάδα του Mπερτέτι).

Αναφορά πρέπει να γίνει και στον στρατηγό της CNT τον Μερα ο οποίος πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο και είναι υπεύθυνος μαζί με το τάγμα του για τη συντριβή του σταλινομπολσεβίκικου πραξικοπήματος στη Μαδρίτη το 1939.Όταν ο Νέγκρυ αρνήθηκε να παραδοθεί στον Φράνκο κατόπιν διαταγής του Στάλιν ο Μέρα στήριξε τον δημοκρατικό στρατηγό Κασάντο και τον σοσιαλιστή Μπεστέιρο σε ένα αντισταλινό πραξικόπημα. Οι δυνάμεις του Μέρα ήταν ουσιαστικές στην επικράτηση του Κασαντο ενάντια στη στρατό που είχε σταλεί από τον Νέγκρυ για να πατάξει το πραξικόπημα. Να τονίσω εδώ ότι ο Μέρα και η CNT δεν επιθυμούσαν την περαιτέρω συνέχιση του πολέμου για να αποφευχθεί η αιματοχυσία σε ένα πόλεμο που ήταν ήδη χαμένος. Αντίθετα ήταν προς το γεωπολιτικό συμφέρον του Στάλιν η συνέχιση της αντίδρασης στον Φράνκο καθώς ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος μόλις ξεκινούσε και ήταν προς το συμφέρον της ΕΣΣΔ ένα μέτωπο ζωντανό δίπλα στην Ιταλία και την Γερμανία.

Πολλοί Ισπανοί αναρχικοί φυγάδες επίσης πολέμησαν στην Γαλλία στην αντίσταση ενάντια στους Ναζί. Στην Ιταλία αναρχικές ομάδες πολέμησαν στον αντιφασιστικό αγώνα στη Ιταλία.

διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο το αναρχικό κίνημα υποχωρεί. Τα ισχυρά μαρξιστικά-λενινιστικά αντάρτικα χρηματοδοτούμενα απο τον Στάλιν και τον Μάο κυριαρχούν παγκοσμίως. Την ιστορία την γράφουν οι νικήτές. Η ιστορία των αναρχικών λοιπόν περνά στο περιθώριο. Η επιρροή των τελευταίων στη παγκόσμια γεωπολιτική και γεωστρατηγική μένει άγνωστη .Η άνοδος όμως αμεσοδημοκρατικών κινημάτων στο Μεξικό επηρεασμένα απο την Αναρχία ,το κίνημα της αντιπαγκοσμοποίησης και η διεθνής εξέγερση που ξεκινά τον δεκέμβρη του 2008 απο την Ελλάδα δείχνει ότι η επιρροή των αναρχικών κινημάτων κάθε άλλο παρά έχει πεθάνει.Αντίθετα μέσα απο παγκόσμια δίκτυα αλληλεγκύης και δράσης δείχνουν τα δοντια τους και τη διάθεση τους να επιβιώσουν.

Άλλωστε είναι αμφίβολο αν οι Ζαπατίστας κατάφερναν να επιβιώσουν χωρίς την διεθνή κινητοποίηση συμπαράστασης. Προφανώς οι σύγχρονοι διαμορφωτές της γεωπολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο(βλέπε ακαδημαικούς, υπουργεία εξωτερικών, αναλυτές, πανεπιστήμια, στρατιωτικούς κλπ) έχουν αναγκαστεί να εισάγουν ένα παίκτη ακόμα στο παγκόσμιο παιχνίδι εξουσίας και αυτός ο παίκτης αφορά τα μαζικά λαϊκά αντιεξουσιαστικά κινήματα και τη διεθνή τους διάσταση.

Γεωπολιτική και αναρχικά κινήματα -Α’ μέρος

Α.ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η γεωπολιτική είναι η επιστήμη που εξετάζει, την αλληλεξάρτηση μεταξύ φύσης(γεωγραφικού χώρου) και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και κατά συνέπεια μελετά την πολιτισμική και κοινωνική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Η γεωπολιτική όμως όπως θα δούμε στη συνέχεια πιο περιληπτικά περιορίστηκε στη μελέτη της αλληλεξάρτησης κράτους και χώρου(ενώ επιρροή στη διαμόρφωση του χώρου έχουν βέβαια και οι απλοί άνθρωποι και όχι μόνο τα κράτη και οι γενικότεροι εξουσιαστικοί μηχανισμοί) καθώς η κοινωνία ταυτίστηκε γενικά από τους ακαδημαϊκούς (κοινωνιολόγους, γεωγράφους, ανθρωπολόγους κλπ) με το κράτος παρά τις αντίθετες απόψεις αρκετών ακαδημαϊκών (βλέπε το κλασσικό ανθρωπολογικό έργο -ΚΡΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ-του Πιερ Κλαστρ ).

Έτσι καθώς τον τελευταίο αιώνα κυρίαρχη πολιτική οργάνωση υπήρξε το κράτος-κομμουνιστικό ή καπιταλιστικό-οι επιστήμονες της γεωπολιτικής βάλανε στο μικροσκόπιο τα κράτη και τη σχέση τους με τον χώρο. Τι γίνεται όμως με τους χώρους που δεν κυριαρχήθηκαν από το αστικό ή το κομουνιστικό κράτος? Τις αυτόνομες περιοχές που για κάποιο χρονικό διάστημα μπόρεσαν και υπήρξαν στη βάση της αυτοδιάθεσης, της άμεσης δημοκρατία, της αναρχίας ή ακόμα και του λαικού καπιταλισμού? Τι γίνεται με τη σχέση αυτών των πολιτικών ,βραχύχρονων έστω, υπάρξεων και του γεωγραφικού χώρου? Η σχέση αυτή έχει μελετηθεί από τους ακαδημαϊκούς γεωγράφους ?

Η απάντηση σε γενικές γραμμές είναι όχι. Και ο λόγος απλός. Η γεωπολιτική όπως και η χαρτογραφία εξυπηρετούν σαν επιστήμες την εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία. Φανταστείτε ένα χάρτη που να δείχνει πάνω την Αφρική….και μία γεωπολιτική που μελετά τους αγώνες των κάτω για τη συμβολή τους στη διαμόρφωση του σύγχρονο χώρου και όχι τις αποφάσεις τις εκάστοτε ελίτ. Έχει την εντύπωση κανείς διαβάζοντας αυτούς τους αναλυτές ότι αποφασίζουν αποκλειστικά τα κράτη και οι πολυεθνικές για τον χώρο στον οποίο ζούμε. Πιστεύω οτι η ανάλυση του χώρου και η αλληλεξάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα είναι ουσιώδης για την κατανόηση(και γιατί όχι και την αλλαγή) του κοινωνικού status.Δύσκολο εγχείρημα βέβαια αλλά ας αναλογιστούμε την ανατροπή που φέρνει στην πολιτική γεωγραφία ο γεωγράφος Κροπότκιν και ο Ρεκλυ τον 19ο αιώνα.Ο κόσμος της επιστήμης δε θα είναι ποτέ ο ίδιος. Σωστά ο Ζιν είπε για την ιστορία οτι η σωστή γνώση της είναι απαραίτητη για μια μελλοντική επανάσταση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για την άλλη μεγάλη επιστήμη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων την γεωγραφία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο όρος Γεωπολιτική σαν επιστημονικός όρος εφαρμόστηκε από τον Σουηδό καθηγητή Rudolf Kjellén to 1899.Ως επιστήμη όμως, η γεωπολιτική δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην κεντρική Ευρώπη. Η γεωπολιτική στη διάρκεια του μεσοπολέμου αποτελεί εργαλείο της Στρατηγικής με κεντρικό σημείο την εθνική ισχύ .Κυρίαρχο σκεπτικό είναι ότι κράτη που είναι ισχυρότερα σε μεγαλύτερες αποστάσεις, αποτελούν τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο .Η γεωπολιτική ως όργανο σχεδίασης κρατικής επιβολής στον χώρο προϋποθέτει τη σχεδίαση σε διάφορους τομείς, πχ της στρατιωτικής ισχύος -γεωστρατηγική, της οικονομίας , της δημογραφίας κτλ. Αναφορά πρέπει να γίνει σε αυτό το σημείο στον άνθρωπο που ταύτισε την γεωπολιτική με τον ολοκληρωτισμό Karl Haushofer και τη Γερμανική σχολή. Οι απόψεις του Karl Haushofer βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στη Ναζιστική ηγεσία και οι ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την γερμανική επεκτατικότητα. Κεντρικό σημείο στην κοσμοθεωρία της ναζιστικής γεωπολιτικής είναι η πολιτισμική διαίρεση της υδρογείου. Κάθε έθνος με βάση την πολιτισμική ανωτερότητα πρέπει να διεκδικεί περισσότερο χώρο απο τους κατώτερους πολιτισμικά και φυλετικά λαούς(έννοια του ζωτικού χώρου).

Πρίν όμως τους ναζιστές γεωγράφους έχουμε τον πρωτοπόρο κρατιστή γεωγράφο Friedrich Ratzel (1844 – 1904), ο οποίος ανέπτυξε την έννοια της «Πολιτικής Γεωγραφίας/Politische Geographie».Συμφώνως λοιπόν προς τον Ratzel η Γεωπολιτική είναι «Η Γεωγραφία στην Υπηρεσία της Πολιτικής του Κράτους».Βλέπουμε λοιπόν ότι σύμφωνα με τον Ratzel την διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου έχει αναλάβει αποκλειστικά το αστικό κράτος(βέβαια το πόσο έξω θα πέσει θα φανεί με την μπολσεβίκικη επανάσταση που θα οδηγήσει στη Σοβιετική ένωση…)
Πάντως ο Ratzel ξέφυγε από τα στεγανά των γεωγράφων της εποχής και δημιούργησε μια γεωγραφία με ξεχωριστή θέση στην «χωρική τεχνολογία» που θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο ανάλυσης στα χέρια πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματών. Με άλλα λόγια ο χώρος δεν διαμορφώνεται μόνο απο τους ανθρώπους αλλά διαμορφώνει εξίσου τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Οπότε η γνώση του είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό της μακροπολιτικής.
«Το κράτος πρέπει να ζήσει από το έδαφος. Μπορεί να βασιστεί μόνο σε εκείνα τα πλεονεκτήματα, επί των οποίων ασκεί εδαφική κυριαρχία. Η Πολιτική Επιστήμη διατυπώνει την ίδια άποψη κάπως πιο άχρωμα όταν αναφέρει: Η περιοχή (Gebiet) ανήκει στη φύση του κράτους. χαρακτηρίζει την κυριαρχία ως το εδαφικό δίκαιο (Jus terittoriale) και διατυπώνει τον κανόνα, ότι οι εδαφικές αλλαγές μπορούν να συντελεστούν μόνο μέσω νόμων. H ζωή των λαών μας διδάσκει να αναγνωρίζουμε πολύ στενότερες σχέσεις: βλέπουμε στην ιστορική πορεία όλες τις πολιτικές δυνάμεις να κυριαρχούν επί του εδάφους, δημιουργώντας έτσι κράτη. Λαό ονομάζω συνεπώς ένα πολιτικά συνδεδεμένο σύνολο, ομάδων και ατόμων, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ούτε φυλετική ούτε γλωσσική συγγένεια, αλλά συνδέονται οπωσδήποτε χωρικά μέσω του κοινού τους εδάφους . Κοινωνικές τάξεις και κοινωνίες, το εμπόριο και η θρησκεία αντλούν από αυτήν την πηγή πολιτική εξουσία και διάρκεια, δημιουργώντας με τη σειρά τους κράτη. Κατά τον τρέχοντα αιώνα συνωστίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία και οι εθνικές ιδέες. Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο εθνική πολιτική, αντί του όρου εδαφική, μιλώντας για την άσκηση πολιτικής, κατανοούσας την αξία του εδάφους. Η διατύπωση: Οι Γερμανοί ένοιωσαν την ανάγκη να δημιουργήσουν μία πολιτική μορφή για το σύνολό τους, αποκτάει στην Πολιτική Γεωγραφία την έννοια ότι: επιδίωξαν εδαφική συνάθροιση (Zusammenschließung) και οροθέτηση (Abgrenzung), προκειμένου να τοποθετήσουν την ύπαρξή τους σε κατά το δυνατόν σίγουρο και ευρύ, δικό τους έδαφος.»

Όσο αφορά την Αγγλοσαξονική Γεωγραφική Σχολή της Γεωπολιτικής , η οποία επηρεάστηκε βαθύτατα από την Γερμανική Γεωγραφική Σχολή σκέψης, ιδρυτής της υπήρξε ο επίσης Γεωγράφος Sir Halford Mackinder.Οι αγγλοσάξονες θέτουν τη Γεωγραφία στο επίκεντρο της διαδικασίας διαχρονικής διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων. Ένας αγγλοσάξονας ο Saul Cohen έγραφε ότι:«Η πεμπτουσία της Γεωπολιτικής είναι η μελέτη της υφισταμένης σχέσεως μεταξύ της διεθνούς πολιτικής της ισχύος και των αντιστοίχων γεωγραφικών χαρακτηριστικών, κυρίως δε αυτών των γεωγραφικών χαρακτηριστικών επί των οποίων αναπτύσσονται οι πηγές της ισχύος» .
Ο Robert Harkavy: θεωρεί ότι: «Η Γεωπολιτική είναι η χαρτογραφική αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ των κυρίων αντιτιθεμένων δυνάμεων».Συμφώνως προς τον Ladis Kristof:«Ο σύγχρονος θεωρητικός της Γεωπολιτικής δεν επισκοπεί το γεωγραφικό χάρτη της Γης για να διακρίνει τι μας υπαγορεύει η φύση να κάνουμε, αλλά τι μας συμβουλεύει η φύση να κάνουμε με δεδομένες τις προτιμήσεις μας» .

Όσο για τη γαλλική Γεωγραφική Σχολή της Γεωπολιτικής επικρατούν οι ίδιες αντιλήψεις με παραπάνω. Δεν είναι σύμπτωση βέβαια ότι την γεωπολιτική σαν επιστήμη την ανάπτυξαν αποικιακές δυνάμεις ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα .Μην ξεχνάμε όμως ότι και η ανθρωπολογία-εθνολογία(που στις μέρες μας έχει ταυτιστεί με τον μαρξισμό)αναπτύχθηκαν αρχές του 19ου αι. πάλι υπό την πίεση της αποικιοκρατίας και την αναγκαιότητα μελέτης και κατανόησης των υπόδουλων τριτοκοσμικών πληθυσμών….ώστε η γνώση των άγνωστων αυτών κοινωνιών να βοηθήσει στον πιο γρήγορο εκπολιτισμό και υποταγή τους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η γεωπολιτική σαν επιστήμη δίνει προτεραιότητα στα κρατη. Οι λαϊκοί αγώνες έρχονται σε δεύτεροι μοίρα. Που θα ήταν όμως ο κόσμος χωρίς τον Ζαπατα και τους μάρτυρες του Σικάγου? Σύμφωνα με τις παραπάνω σχολές γεωπολιτικής το μόνο κοινωνικό μόρφωμα που μπορεί να επηρεάσει τον χώρο και να επηρεαστεί από αυτόν είναι το κράτος. Τι γίνεται όμως με τα κινήματα βάσης, τους συνδικαλιστές, τα ους αντάρτες πόλεων αλλά και τα αντάρτικα στον τρίτο κόσμο? Η επανάσταση γενικά επηρεάζει τον χώρο όπως και επηρεάζεται απο αυτόν. Το Παρίση απόκτησε αυτό το κέντρο μετά την παρισινή κουμούνα. Ο λόγος προφανές. Οι επαναστάτες δεν πρέπει να ξεφεύγουν στα στενά πρέπει να κυκλώνονται απο το στρατό. Τέτοια παραδείγματα είναι άπειρα. Ο χώρος διαμορφώνεται και διαμορφώνει αλληλένδετα και την επανάσταση μέσα από το πέρασμα των αιώνων. Με αυτό δεν αμφισβητούμε ότι κυρίαρχη μορφή παραγωγής του χώρου είναι το κράτος. Είναι όμως το μόνο?….
Ας επιστρέψουμε όμως στον Κροπότκιν. Εκείνη την εποχή οι πολιτικοί επιστήμονες προσπαθούσαν να κατανοήσουν την κοινωνία μέσω της μελέτης του κράτους. Ο Κροπότκιν μελετά αντίθετα την πορεία της κοινωνίας ξεχωριστά και σε αντίθεση με το κράτος. Προτεραιότητα δίνει στις κοινότητες του μεσαίωνα και στο πως αυτές στο πέρασμα του χρόνου υποτάχθηκαν στα κράτη και τους βασιλιάδες. Με το ίδιο σκεπτικό η γεωπολιτική μπορεί να μελετηθεί ανάποδα. Ας δούμε πως τα κινήματα βάσης, ο αναρχισμός, η αυτονομία κλπ επηρέασαν τον χώρο και επηρεάστηκαν από αυτόν. Με άλλα λόγια ας γυρίσουμε τον χάρτη ανάποδα όπως έκαναν στη δεκαετία του 60 οι καταστασιακοί (βλέπε ψυχωγεωγραφία) αλλά και ο Λεφέβρ στην ανάλυση του πως η εξουσία μέσω της πολεοδομίας προσπαθεί να ελέξει τις μάζες.

To 1910 o Zαπάτα λοιπόν ξεκινά την εκπληκτική του επαναστατική πορεία στο Μεξικό. Η διακήρυξη του έχει επηρεαστεί απο τον Μεξικάνο αναρχικό Μαρον και τον ρώσο γεωγράφο Κροπότκιν.Ο ζαπάτα με το στρατό του πετυχαίνει σαρωτικές νίκες όμως θα πεθάνει απο προδοσία το 1919.Το κίνημα του γεωπολιτικά δε θα επιβιώσει. Η κληρονομιά του όμως τεράστια. Βλεπουμε σήμερα το κίνημα των ζαπατίστας στην περιοχή των Τσιάπας όπου έχει εγκαθιδρύσει μια αυτόνομη ζώνη με κυρίαρχη ιδεολογία την άμεση δημοκρατία,μία άμεση δημοκρατία βασισμένη σε συγκερασμό αναρχικών και αυτόνομων μαρξιστικών απόψεων.Έτσι λοιπό το 1983 ιδρύεται ο EZLN (Ζαπατιστικός Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός) και το 1994 έχουμε την Πρώτη Διακήρυξη της Ζούγκλα Λακαντόνα. Ο EZLN παίρνει τα όπλα διεκδικώντας εκπαίδευση, υγεία, γη, εργασία, ανεξαρτησία, δικαιοσύνη, ελευθερία, δημοκρατία. Καταλαμβάνει 7 πόλεις-διοικητικά κέντρα στην Τσιάπας. Η κοινωνία των πολιτών κινητοποιείται και ο πρόεδρος της χώρας αναγκάζεται να ανακοινώνει κατάπαυση του πυρός. Συντάσσεται η Δεύτερη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα. Ο EZLN καλεί μία πανεθνική συνάντηση στη Ζούγκλα Λακαντόνα στην οποία συμμετέχουν 7.000 άνθρωποι και από την οποία γεννιέται η Εθνική Δημοκρατική Εθνοσυνέλευση (CND).Το 1995: Ανακοινώνεται η Τρίτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα, η οποία καλεί στη δημιουργία ενός Κινήματος Εθνικής Απελευθέρωσης, που μέσω της CND θα αγωνιζόταν για την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης μετάβασης προς τη δημοκρατία. Ο πρόεδρος Ερνέστο Σεδίγιο εξαπολύει στρατιωτική επίθεση στον EZLN. Η χώρα στα πρόθυρα πολέμου. Υπογράφονται οι συμφωνίες του Σαν Μιγκέλ και ξεκινούν οι διάλογοι του Σαν Αντρές. Ο EZLN καλεί σε Εθνική Διαβούλευση για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία. Συμμετέχουν 1.088.000 πολίτες από το Μεξικό και 100.000 ξένοι από 50 χώρες. Το 1998 ο ομοσπονδιακός στρατός, μετά από έναν χρόνο σκληρής καταστολής, επιτίθεται βίαια στους Αυτόνομους Ζαπατιστικούς Δήμους. Ο δήμος Ρικάρδο Φλόρες Μαγόν διαλύεται και στην κοινότητα εγκαθίσταται ο στρατός. . Το 2001 ξεκινά η Πορεία του Χρώματος της Γης. Επί 37 μέρες η ζαπατιστική αντιπροσωπεία διατρέχει 13 πολιτείες και καταλήγει στην πρωτεύουσα, όπου, στην κεντρική πλατεία, συγκεντρώνονται πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα. .To2003 εδραιώνεται η ζαπατιστική αυτονομία. Το 2006 ο υποδιοικητής Μάρκος, ως «Απεσταλμένος Μηδέν» ξεκινάει πολύμηνη περιοδεία στη χώρα. Η περιοδεία διακόπτεται για μήνες από τα γεγονότα στο Ατένκο και την Οαχάκα(εξέγερση με έντονα αναρχικά στοιχεία). Βλέπουμε λοιπόν οτι την γεωπολιτική δε την παράγει μόνο το κράτος με τις εξωτερικές σχέσεις του αλλά και τα επαναστατικά κινήματα με την δυναμική τους δράση. Αν ο ορισμός του Robert Harkavy είναι σωστός «Η Γεωπολιτική είναι η χαρτογραφική αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ των κυρίων αντιτιθεμένων δυνάμεων» βλέπουμε την εφαρμογή του στο Μεξικό όπου αντιτιθέμενες δυνάμεις είναι τα δυναμικά αυτόνομα κινήματα από τη μία και το αστικό κράτος από την άλλη.

Ενα άλλα ιστορικό παράδειγμα αναρχικού κινήματος με τεράστια γεωπολιτική επιρροή και ουσιαστικά παντελώς αγνοημένη απο την κυρίαρχη ιστοριογραφία(μαρξιστική και αστική) αποτελεί το κίνημα του Νεστωρ Μάχνο.Κατά την Αυστρογερμανική εισβολή του 1918 ο στρατός κατοχής άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο. Ο Μάχνο οργάνωσε μια ένοπλη αντίσταση και παρενοχλούσε τις δυνάμεις κατοχής. Μετά από σκληρές και νικηφόρες μάχες στον Μάχνο δόθηκε ο τίτλος Μπάτκο (πατέρας) από τους στρατιώτες του. Όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γερμανών κατέρρευσαν το Νοέμβρη, η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης του εμφυλίου.Από τη μία ο στρατός των Λευκών επεδίωκε να επιβάλει δικτατορία από την άλλη οι Αναρχικοί αγωνίζονται για την επιβολή των ελεύθερων σοβιέτ. Οι Μαχνοβικοί επέδειξαν εξαιρετικές τακτικές ανταρτοπολέμου. Αργότερα, βρέθηκαν σε μεγαλύτερες μάχες. Ο στρατός του Μάχνο κυμαινόταν σε μέγεθος από μερικές εκατοντάδες μέχρι δεκάδες χιλιάδες και βάδιζε κάτω από τα λάβαρα «Ελευθερία ή θάνατος» και «Η γη στους αγρότες, τα εργοστάσια στους εργάτες». Ο Μάχνο συμμάχησε με τους Μπολσεβίκους ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης, αλλά αυτές οι συμμαχίες επανειλημμένα κατέρρεαν . Τελικά, ο Κόκκινος Στρατός νίκησε τον αναρχικό στρατιωτικό σώμα και ο Μάχνο με άλλους αναρχικούς έφυγε στην εξορία. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι ο Μάχνο για κάποιο διάστημα έλεγχε και πόλεις εκτός απο ύπαιθρο όπου προσπάθησε να εφαρμόσει αναρχικές κοινωνικές πρακτικές όπως η κολλεκτιβοποίση.Με άλλα λόγια αναπτύχθηκε ένας αναρχικός μικρόκοσμος με επιτυχία σχετική(δεν είναι λίγοι αυτοί που καταδικάζουν το μαχνοβίτικο κίνημα σαν αποτυχημένο).

Η ήττα του μαχνοβίτικου κινήματος οδήγησε όμως αυτή την προσπάθεια στη λήθη. Η συνεισφορά του Μαχνο όμως στην γεωπολιτική διαμόρφωση της μεταεμφυλιακής Ουκρανίας όπως και να έχει είναι μεγάλη κάτι που έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αναγνωρίζεται και απο τους ιστορικούς. Χωρίς τον Μάχνο ίσως η Ουκρανία να μην σοβιετοποιούνταν ποτέ καθώς η στρατός του ουσιαστικά συνέτριψε πρώτα τον γερμανικό στρατό κατοχής και μετά τους λευκούς αντεπαναστάτες.

Το πιο γνωστό όμως παράδειγμα αναρχικής δράσης που διαμόρφωσε ξεκάθαρα το γεωπολιτικό τοπίο της εποχής δεν είναι άλλο απο τη συμμετοχή των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο. Πιο συνοπτικά λίγα πράγματα για την ιστορία της CNT-FAI είναι απαραίτητα. Στο πρώτο της συνέδριο το 1911 η CNT υιοθέτησε τον ελευθεριακό κομμουνισμό και κύριο όπλο την γενική απεργία, κάτι που είχε συνέπεια να τεθεί εκτός νόμου μέχρι το 1914.
Στο δεύτερο συνέδριο της το 1919 συζητήθηκε η πρόταση η προσχώρηση της CNT στην λεννινιστική Γ’ Διεθνή κάτι που τελικά δεν έγινε.

Τα πιο μαχητικά της μέλη ίδρυσαν στην Βαλένθια την FAI (Federacion Anarquista Iberica – Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής). Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1930 συχνά οι απεργίες που διοργάνωνε κατέληγαν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό, με αποκορύφωμα την εξέγερση στις Αστούριες το 1934.

Στις εκλογές του 1936 κάλεσε τα μέλη της σε αποχή και να μην στηρίξουν το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο συγκρότησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα . Ο Αγγλος ιστορικός Χιού Τόμας στο έργο του «Η ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου» παραδέχεται ότι την υποστήριζαν περισσότεροι από ..2 εκ… εργάτες.

Ο ρόλος της CNT-FAI στον στον ισπανικό εμφύλιο (1936-1939) ήταν ουσιώδης. Η πολιτοφυλακή της υπό της καθοδήγηση του Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι κατέστειλε μέσα σε μια μέρα το φασιστικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στη Βαρκελόνη στις 19 Ιουλίου του 1936. Οι νίκες της «Ταξιαρχίας Ντουρρούτι» στο μέτωπο της Αρραγωνίας οδήγησαν στην εγκαθίδρυση αναρχικών κολεκτίβων στην Καταλονία και στην Αρραγωνία. Ο αναρχισμός για δεύτερη φορά εφαρμοζότανε στην πράξη. O θάνατος, όμως, του Ντουρρούτι, αλλά και η αντεπανάσταση των σταλινικών τον Ιούλιο του 1937 οδήγησαν τους αναρχικούς στην ήττα. Πάντως αναρχικές κολεκτίβες, λειτούργησαν μέχρι το τέλος του εμφυλίου και χιλιάδες αναρχικοί πολέμησαν στις γραμμές του δημοκρατικού στρατού.

Μετά τη νίκη του Φράνκο το 1939 η αντίσταση στο φασισμό, , συνεχίστηκε με σαμποτάζ και ένοπλες συγκρούσεις. Μέχρι το 1960 που έλαβε τέλος το αντάρτικο των γκουερίλας έγιναν 1.866 μάχες με τις δυνάμεις ασφαλείας, 535 σαμποτάζ, σκοτώθηκαν 2.173 μαχητές, 420 δηλώθηκαν αγνοούμενοι και 19.340 αντιστασιακοί φυλακίστηκαν. Η απώλειες του φρανκικού καθεστώτος ήταν 307 νεκροί και 372 αγνοούμενοι. Περιβόητοι αναρχικοί ήταν ο Φραντσίσκο Σαμπατέρ Λιόπαρτ (γνωστός ως Τσίκο Σαμαπατέ) και ο Χοσέ Λουϊς Φασέριας, οι οποίοι και σκοτώθηκαν το 1960. Το βαρύ κόστος του αίματος και οι χιλιάδες συλλήψεις αγωνιστών στην Ισπανία οδήγησαν την CNT να εγκαταλείψει την ένοπλο δράση .Παρόλαυτα μαζί με την ΕΤΑ υπήρξαν ουσιαστικά οι μόνες οργανώσεις που αντιστάθηκαν στον Φράνκο.

Πάντως η επιρροή της CNT-FAI στην εδραίωση του δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου είναι γεγονός αναμφισβήτητο άσχετα αν η τελική κατάληξη ήταν η νίκη των Φρανκιστών. Όσο αφορά την επιρροή των παραπάνω κινημάτων στη διαμόρφωση του αστικού χώρου να τονίσω ότι λόγω της βραχυβιότητας τους δεν επηρέασαν το αστικό τοπίο σε δημιουργικό επίπεδο(με κτίσιμο κτιρίων όπως έκαναν οι μπολσεβίκοι μετά τη νίκη τους ακολουθώντας το ρεύμα του κυβοφουτουρισμού αρχικά και κατόπιν του σοβιετικού ρεαλισμού στην αρχιτεκτονική).Αντίθετα επηρέασαν αρνητικά(?) το αστικό τοπίο με την καταστροφή των αστικών κτιρίων-συμβόλων όπως οι εκκλησίες και οι τράπεζες κάτι άλλωστε που γίνεται σχεδόν από όλους τους επαναστάτες διαχρονικά απο τα αρχαία χρόνια.

Η συνεισφορά λοιπόν των αναρχικών κινημάτων στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό αλλά και τα φασιστικά καθεστώτα είναι αναμφισβήτητη. Παρόλαυτα στην Ισπανία οι φασίστες κέρδησαν.Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για το κίνημα της μαχνοβίτσας που ηττήθηκε απο τους τελικούς του πολέμιους, τους μπολσεβίκους. Παρόλαυτα υπήρξαν κινήματα με τεράστια επιρροή για αρκετά χρόνια σε γεωπολιτικό επίπεδο τόσο τοπικό(εθνικό) όσο και παγκόσμιο .Επίσης τελειώνοντας την αναφορά στη γεωπολιτική επιρροή του αναρχισμού ξεκαθαρίζουμε ότι η επιρροή του δεν πρέπει να μετράται με γνώμονα αποκλειστικά τη νίκη ή την ήττα.Η ήττα του σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο υπήρξε γεγονός. Απο την άλλη δεν πρέπει να μετρούνται τα γεγονότα αποκλειστικά έτσι .Το κλασσικό παράδειγμα είναι ο Ζαπάτα που η ήττα του δε σήμαινε και πολλά ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τους επίγονους του .Ας αναλογιστούμε τους Ζαπατίστα στο σήμερα.Έδειξαν λοιπόν αυτά τα κινήματα ,σε περιορισμένο χρονικό έστω διάστημα , ότι ένα διαφορετικό μάχιμο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας μπορεί να υπάρξει και αυτό είναι κάτι που μπορεί να έχει μιμητές στο μέλλον. Αντίθετα άλλα ανταγωνιστικά μοντέλα του αναρχισμού που κυριάρχησαν γεωπολιτικά σε ολοκληρωτικό επίπεδο κάποτε(βλέπε ναζισμός, φασισμός, σταλινισμός ) έχουν περάσει στη λήθη και την καταδίκη.

Συνέχεια στο Β’ μέρος >