Πιότρ Αρσινόφ(1887-1937)

Αρσινόφ Πιότρ (Αντρέιβκα 1887 – Ρωσία 1937)

Ρώσος αναρχικός και επαναστάτης. Γεννήθηκε το 1887 στο χωριό Αντρέιβκα της επαρχίας Νίσνελομοβ από εργατική οικογένεια και το κανονικό του όνομα ήταν Πιοτρ Αντρίεβιτς Μαρίν. Εγινε γνωστός, όμως, με το προσωνύμιο Αρσινόφ (Arshinov), το οποίο του χάρισαν οι σύντροφοί του. Μπήκε στο επαναστατικό κίνημα το 1904, ενώ η εξέγερση του 1905 τον βρίσκει να εργάζεται ως κλειδαράς σε ένα σιδηροδρομικό εργαστήριο στην πόλη Κιζιλαρμπάτ, του Τουρκεστάν κοντά στα ιρανικά σύνορα. Ηταν μέλος του μπολσεβίκικου τμήματος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και εξέδωσε την εφημερίδα «Molot» (Το Σφυρί) που κυκλοφορούσε στους εργαζομένους των σιδηροδρόμων.

Το 1906, για να παραπλανήσει την αστυνομία, εγκαταστάθηκε στο Αικατερίνοσλαβ και εκεί ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό.Οργάνωσε ένοπλες επιθέσεις ενάντια σε αντιπροσώπους των τοπικών αρχών και της αστυνομίας. Στις 22-23 Δεκεμβρίου 1906, με άλλους αναρχικούς επιτέθηκε στην έδρα της αστυνομίας στο Νισνεντνεπρόφσκ και στις 7 Μαρτίου 1907 πυροβόλησε και σκότωσε τον Βασιλένκο , αφεντικό των σιδηροδρομικών εργαστηρίων της Αλεξαντρόφσκα της επαρχίας Αικατερίνοσλαβ μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος εργατών. Επρόκειτο για μια πράξη εκδίκησης, διότι ο Βασιλένκο είχε καταδώσει στις αρχές περισσότερους από 100 εργάτες που είχαν συμμετάσχει στην ένοπλη εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1905 και μερικοί από αυτούς εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις.

Ο Αρσινόφ συνελήφθη στις 9 Μαρτίου 1907 και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό από ένα στρατιωτικό δικαστήριο. Κατάφερε, όμως, στη νύχτα της 22ης Απριλίου 1907 να δραπετεύσει μαζί με άλλους κρατούμενους κατά τη διάρκεια μιας χριστιανικής λειτουργίας για το Πάσχα. Αναζήτησε καταφύγιο στη Γαλλία, όπου έμεινε δύο περίπου χρόνια.

Επέστρεψε στη Ρωσία το 1909 και το φθινόπωρο συνελήφθη ξανά για αναρχική προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες του Μπριάνσκ. Δραπέτευσε ξανά από τη φυλακή πριν καταδικαστεί και συνέχισε προπαγανδίζοντας στην παρανομία τον αναρχισμό μεταξύ των εργατών και των αγροτών του Κοστρόμ και του Σμολένσκ. Τον Μάιο του 1910, συμμετείχε με άλλους αναρχικούς σε δύο «απαλλοτριώσεις» (ληστείες) αποθήκης κρασιού στο χωριό Φιλίποβο της επαρχίας Κοστρόμ και στο Στεπάνοβο Σιλινό της Σμολένσκ , αλλά και σε μια επίθεση στο ταχυδρομείο της πόλης Σουντισλάβ της επαρχίας Κοστρόμ. Τον Αύγουστο του 1910 πήγε στην Αυστρία για να προμηθευτεί όπλα και προπαγανδιστικό υλικό. Επιστρέφοντας το Σεπτέμβρη, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές, φυλακίστηκε στο Ταρνοπόλ και παραδόθηκε έπειτα στη ρωσική κυβέρνηση τον Μάη του 1911. Η δίκη του άρχισε στις 25 Ιούνη 1911, στη Μόσχα κάτω από το ψευδώνυμο Φ.Ι. Μιχαϊλσκι και τον Οκτώβρη του 1911 καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση.

Στάλθηκε στη φυλακή Μπουτύρκι και εκεί γνώρισε το νεαρό Ουκρανό αναρχικό Νέστωρ Μαχνό. Ο Αρσινόφ συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί του και του μετέδωσε όλες τις γνώσεις του. Παράλληλα ενίσχυσε τις πολιτικές πεποιθήσεις του Μαχνό επάνω στην υπόθεση του αναρχισμού. Απελευθερώθηκε με την επανάσταση την 1η Μαρτίου 1917 και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων Μόσχας, διατελώντας γραμματέας προπαγάνδας και οργανωτής για την εφημερίδα «Golos Truda» και το περιοδικό «Anarkhia» από τον Σεπτέμβριο του 1917. Ο Αρσινόφ έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία μέσα από το αναρχικό μαχνοβίτικο κίνημα, ενώ το 1918 ήταν συντάκτης της εφημερίδας «Golos Anarkhista» στην περιοχή Ντόνμπας. Φθάνοντας στο Γκιουλάι Πόλε με άλλους αναρχικούς της Μόσχας, δραστηριοποιήθηκε από τον Απρίλιο του 1919 μέχρι τον Αύγουστο του 1921 στο μαχνοβίτικο κίνημα. Συμμετείχε στο πολιτιστικό τμήμα του μαχνοβίτικου κινήματος, που βοηθούσε στην έκδοση και κυκλοφορία του «Put Κ Svobode» (Δρόμος προς την Ελευθερία), εφημερίδας των εξεγερμένων από το 1919.

Σε συνεργασία με τον Βολίν εισήγαγε την οργανωτική διάσκεψη των αναρχικών ομάδων «Nabat» με κύριο ρόλο την πολιτική κατεύθυνση του μαχνοβίτικου κινήματος. Ηταν ένας από τους συντάκτες της «Nabat», οργάνου της ομώνυμης οργάνωσης και της «Golos Makhnovista» στο Χαρκόβ το 1920. Μετά από την ήττα του μαχνοβίτικου κινήματος από τους μπολσεβίκους το 1921, διέφυγε από τα σύνορα. Συμμετείχε στην έκδοση των διαφόρων ρωσικών και ουκρανικών εντύπων που εκδίδονταν από εξόριστους αναρχικούς, στον εκδοτικό οίκο «Anarkhicheski Vestnik» (Ο Αναρχικός Ανακοινώνει) μιας ομάδας Ρώσων αναρχικών στο Βερολίνο, στο περιοδικό «Dielo Trouda» στο Παρίσι από το 1925 έως 1929 και στο Σικάγο από το 1930. Εγραψε πολλά άρθρα σχετικά με τη ρωσική κατάσταση στο περιοδικό αυτό και ήταν ένας από τους συντάκτες του σημαντικού κειμένου «Η Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών». Επίσης, στο Βερολίνο έγραψε την αρκετά διαδεδομένη ιστορία του μαχνοβίτικου κινήματος.

Αποθαρρύνθηκε, όμως, από την ισχυρή κριτική σε βάρος της «Πλατφόρμας» από αρκετούς αναρχικούς. Παράλληλα η γυναίκα του ασκούσε πίεση να επιστρέψουν στη Ρωσία, ιδιαίτερα και μετά την απειλή απέλασης από τη Γαλλία. Ο Αρσινόφ ήρθε σε επαφή με ορισμένους κομμουνιστές, τους οποίους γνώριζε από τη φυλακή, προκειμένου να τον βοηθήσουν στην επιστροφή του. Δεσμεύτηκε, όμως, ότι θα σταματήσει κάθε κριτική εναντίον των μπολσεβίκων και θα διακόψει από τον αναρχισμό.

Ο Αρσινόφ κυκλοφόρησε τότε στο Παρίσι δύο αντιαναρχικά φυλλάδια, το «Ο Αναρχισμός και η Δικτατορία του Προλεταριάτου» (1931) και «Ο Αναρχισμός στην Εποχή μας» (1933). Ο Μαχνό διέκοψε δημόσια τις σχέσεις μαζί του, ενώ ο Βολίν του έλεγε επανειλημμένα: «Μαρίν δεν πρέπει να πας. Θα σας εκτελέσουν. Μη ξεγελιέσαι, δεν θα σε συγχωρήσουν ποτέ».

Το 1935 σηματοδότησε το οριστικό σπάσιμο του Αρσινόφ με τον αναρχισμό με ένα άρθρο με τίτλο «Το φιάσκο του Αναρχισμού», το οποίο εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Izvestia» στις 30 Ιουνίου. Επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση και εργάστηκε ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων συνελήφθη και κατηγορήθηκε για «προσπάθεια αποκατάστασης του αναρχισμού στη Σοβιετική Ρωσία». Φέρεται ότι εκτελέστηκε το 1937.

Οι αναρχικοί ήταν εξαιρετικά σκληροί στην κριτική τους προς τον Αρσινόφ. Ο παλιός φίλος του Νέστωρ Μαχνό έγραψε πικρόχολα ότι…«Ηταν ματαιόδοξος και επιζητούσε εξουσία. Αγνωστος στη ρωσική επανάσταση μέχρις ότου ξύπνησε από την άχρηστη εργασία του στη Μόσχα το 1919 στη θύελλα των επαναστατικών πράξεων… Αργότερα πήγε μακριά για να γράψει την ιστορία της Μαχνοβτσίνας. Κατά συνέπεια, έγινε ένα από τα ενεργά στελέχη του διεθνούς αναρχικού κινήματος και άρχισε να σκέφτεται τον εαυτό του ως τον ηγέτη του αναρχισμού, μια θέση που την επιδίωξε και βρήκε τα θεωρητικά θεμέλια γι’ αυτήν. Ηταν ένα εύκολο βήμα, τόσο εύκολο όσο και ο μπολσεβικισμός».

Ο Αμερικανός αναρχικός Αλεξάντερ Μπέρκμαν, ήταν εξίσου σκληρός, γράφοντας ότι «δεν τον θεωρώ σημαντικό καθόλου… Στο μυαλό μου η προδοσία της υπόθεσής μας από διάφορους, όπως οι Γιαρτσουκ, Αρσινόφ κ.λπ…, οφείλεται σε δύο αιτίες: αφενός, έλλειψη αναρχικού οράματος και κατανόησης του αναρχισμού και, αφετέρου, οικονομικές αιτίες. Ελπίζουν να βελτιώσουν την οικονομική κατάστασή τους με το να πλαισιώσουν τους μπολσεβίκους και κατά κανόνα την βελτιώνουν με τον τρόπο αυτό. Λοιπόν, με τέτοιους προδότες και δειλούς δεν πρέπει να υπάρξει καμία περαιτέρω συναλλαγή». Ο Μαξ Νετλό είπε λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα. Ο Καμίλο Μπερνέρι παρατήρησε ότι ο Αρσινόφ δεν έφυγε από το κίνημα ήσυχα και με αξιοπρέπεια, αλλά χτύπησε την πόρτα πίσω του όπως ένας μεθυσμένος.

Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Αρσινόφ σκόπιμα έκοψε τις σχέσεις του με τον αναρχισμό, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στη Ρωσία για να βοηθήσει την οργάνωση του παράνομου αναρχικού κινήματος. Γνωρίζουμε ότι η ομάδα «Dielo Trouda» διατήρησε την επαφή με εκείνο το κίνημα και ο Αντε Τσίλιγκα στο «Ρωσικό Αίνιγμα» αναφέρεται σ’ αυτό ως εξαιρετικά οργανωμένο.

Σχετική Βιβλιογραφία

  • Βολίν, «Αγνωστη Επανάσταση», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
  • Τζέιμς Τζολ, «Οι Αναρχικοί», εκδόσεις «Επίκουρος»
  • Πιοτρ Αρσίνοφ, «Η ιστορία του Μαχνοβίτικου κινήματος», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος»