Η μάχη της Περεγκόνοβκα

Πρόλογος

Τον Ιούνιο του 1919 δυνάμεις του Εθελοντικού Στρατού του Λευκού στρατηγού Ντένικιν, εφορμώντας από την περιοχή του Δον και του Καυκάσου (ΝΑ Ουκρανία), ξεκίνησαν γενικευμένη επίθεση στην περιοχή με επίκεντρο το Γκιουλάι-Πόλε, στα κατ’εξοχήν εδάφη δηλαδή των Μαχνοβιτών. Απώτερος στόχος των Λευκών ήταν να καθαρίσουν τις ακτές της Ουκρανίας και ολόκληρη την περιοχή του Νότου από τις επαναστατικές δυνάμεις, έτσι ώστε, αφενός να δέχονται ανεφοδιασμό από θαλάσσης από τη διεθνή αντεπανάσταση, αφετέρου να μεταφέρουν στρατεύματα από το Νότο προς το βόρειο μέτωπο και εφορμώντας από την Ουκρανία να επιτεθούν στη Μόσχα καταπνίγοντας την Επανάσταση.

Στα μέσα Ιουνίου ο Λευκός πολέμαρχος Αντρέι Σκούρο καταλαμβάνει το Γκιουλάι-Πόλε κι επιδίδεται σε λεηλασίες, φόνους και βιασμούς. Οι Μαχνοβίτες ωστόσο έχουν επιλέξει την υποχώρηση έτσι ώστε να κερδίσουν χρόνο. Από την αρχή της στρατηγικής του υποχώρησης, ο Μαχνό υποστήριζε πως όσο βορειότερα αντιμετώπιζε το στρατό του Ντένικιν, τόσο καταστροφικότερη θα ήταν η ήττα του. Η υποχώρηση κράτησε περίπου 4 μήνες και ο Επαναστατικός-Εξεγερτικός Στρατός κάλυψε απόσταση άνω των 400 μιλίων, σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες καύσωνα – σκόνης και με διαρκείς μάχες.

Οι προμήθειες που περίμενε από τους Κόκκινους βάση συμφωνίας, δεν έφτασαν ποτέ. Συχνά η μόνη πηγή ανεφοδιασμού των Μαχνοβιτών ήταν ο στρατός του εχθρού. Πολλές από τις πετυχημένες αντεπιθέσεις των Μαχνοβιτών κατά την υποχώρησή τους είχαν μόνο στόχο την εξασφάλιση πυρομαχικών και το κατάφερναν. Η αγριότητα των Λευκών μονάδων που καταδίωκε τους Μαχνοβίτες ανάγκαζε πολλούς κατοίκους, αμάχους και τραυματίες, να βρίσκουν καταφύγιο στις φάλαγγες της Μαχνοβτσίνα ως πρόσφυγες, αυξάνοντας ωστόσο γραμμικά τις ανάγκες τους σε τρόφιμα, φάρμακα κλπ ενώ ταυτόχρονα περιόριζαν την ευελιξία και ταχύτητά τους.

Κατά την υποχώρηση ήταν επόμενο ο Μαχνό να επιδιώκει συμμαχίες με ετερόκλητους πολέμαρχους που έλεγχαν τις περιοχές που περνούσε όπως ο αταμάνος Γκρηγκόριεφ. Η συμμαχία αυτή δεν κράτησε πάνω από ένα μήνα, καταλήγοντας στην εκτέλεση του Γκρηγκόριεφ από το Μαχνό, όταν αποκαλύφθηκε πως ο πρώτος προετοίμαζε συμμαχία με το Ντένικιν ενάντια στους Κόκκινους, τους Μαχνοβίτες και τον Εβραικό πληθυσμό.

Οι Μαχνοβίτες είχαν τη στήριξη του αγροτικού πληθυσμού στις περιοχές που περνούσαν. Οι Ντενικιστές έπρεπε να δίνουν μάχες για να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία τους από τα χωριά που περνούσαν καταδιώκοντας τη Μαχνοβτσίνα, βρίσκοντας πολλές φορές καμμένη γη. Αντίστροφα, οι Ντενικιστές είχαν υπερεπάρκεια σε οπλισμό και πυρομαχικά ενώ οι Μαχνοβίτες δεν εφοδιάζονταν σχεδόν από πουθενά. Ο Μαχνό, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης, απέφυγε με την υποχώρησή του ένα χρονοβόρο πόλεμο επιδιώκοντας τη “μητέρα των μαχών”, μια καθοριστική μάχη με το στρατό του Ντένικιν τη στιγμή που θα επέλεγε ο ίδιος. Η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί.

Καταλήγοντας στο Ουμάν, σε περιοχή ελεγχόμενη από τους Πετλιουριστές (εθνικιστές σοσιαλδημοκράτες), και έχοντας γύρω στις 8.000 τραυματίες, ο Μαχνό συνάπτει μαζί τους μια συμφωνία ουδετερότητας προκειμένου να περιθάλψει άμεσα 3.000 από τους τραυματίες στα νοσοκομεία, να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να ανταλλάξουν αιχμαλώτους. Δεν έτρεφε ωστόσο καμιά αυταπάτη εμπιστοσύνης στους Πετλιουριστές. Γνώριζε καλά πως οι τελευταίοι θα κατέληγαν εξίσου εύκολα σε συμφωνία με το Ντένικιν προκειμένου να καταστραφεί ολοσχερώς ο Μαχνοβίτικος στρατός.

Ο Μαχνό επομένως δεν βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν, στις 25 Σεπτεμβρίου περικυκλώθηκε από τις κύριες δυνάμεις των Ντενικιστών που είχαν καταφθάσει από περιοχές τις οποίες δε θα μπορούσαν να διασχίσουν χωρίς την ανοχή -έστω- των Πετλιουριστών.

Σύμφωνα με το Skidra, οι Μαχνοβίτες ήταν γύρω στις 8.000 συνολικά, μαζί με τραυματίες και άμαχο πληθυσμό, διαθέτοντας ιππικό, πεζικό και τατσάνκες (άμαξες με πολυβόλα), εξοπλισμένοι με σπαθιά τουφέκια και πολυβόλα. Οι Ντενικιστές διέθεταν 6-7.000 σπαθιά και τουφέκια, πολυβόλα και 27-40 στοιχεία πυροβολικού. Ο ακριβής αριθμός των μαχητών τους δεν είναι γνωστός, σύμφωνα με όλες τις πηγές όμως υπερτερούσαν των Μαχνοβιτών.

Ο Μαχνοβίτης διοικητής Φεοντόρ Στσους

Διοικητής των Μαχνοβικών δυνάμεων ήταν ο Φεοντόρ Στσους ενώ των Ντενικιστών οι Γιακόβ Σλάχτσεφ και Νικολάι Σιλίνγκ.

Ο Ντενικιστής στρατηγός Γιακόβ Σλάχτσεφ
Ο Ντενικιστής στρατηγός Νικολάι Σιλίνγκ

Περιγραφή της μάχης από τον Π.Αρσινόφ

Από τις 25 Σεπτεμβρίου έως τις 26 Σεπτεμβρίου, οι μονάδες των Μαχνοβιτών, οι οποίες ακολουθούσαν διαρκή πορεία υποχώρησης προς τα δυτικά, έστρεψαν ξαφνικά όλες τις δυνάμεις τους προς τα ανατολικά και κατευθύνθηκαν προς την κύρια δύναμη του Ντένικιν. Στις 25 Σεπτεμβρίου, το απόγευμα, κοντά στο χωριό Κρούτενκογιε, η πρώτη ταξιαρχία του Μαχνοβίτικου στρατού πολέμησε με μονάδες Ντενικιστών. Οι τελευταίες υποχώρησαν, προσπαθώντας να πιάσουν καλύτερες θέσεις μάχης και να δελεάσουν τον εχθρό να τους ακολουθήσει, αλλά οι Μαχνοβίτες δεν τους καταδίωξαν, γεγονός που αποπροσανατόλισε τις εκτιμήσεις των Ντενικιστών, οι οποίοι υπέθεσαν ότι οι Μαχνοβίτες συνέχισαν να κινούνται προς τα δυτικά. Στο μεταξύ, όλες οι μονάδες των Μαχνοβιτών που στρατοπέδευαν σε διάφορα χωριά, μετακινήθηκαν το βράδυ προς τα ανατολικά. Οι Ντενικιστές εγκατέστησαν τις κύριες δυνάμεις τους κοντά στο χωριό Περεγκόνοβκα ενώ το ίδιο το χωριό είχε καταληφθεί από τους Μαχνοβίτες.

Μεταξύ ώρας 3 και 4 το πρωί άρχισε να κλιμακώνεται η μάχη, φτάνοντας στο ζενίθ της έντασης στις 8 π.μ. Ένας καταιγισμός πυρών πολυβόλων κι από τις δυο πλευρές. Ο ίδιος ο Μαχνό με την έφιππη συνοδεία του, χάθηκε το σούρουπο ψάχνοντας τρόπο να προσεγγίσει τα πλευρά των στρατευμάτων του εχθρού. Κατά τη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οι Μαχνοβίτες δεν είχαν επαφή μαζί του. Στις 9 το πρωί, οι λιγότεροι σε αριθμό και καταπονημένοι Μαχνοβίτες άρχισαν να χάνουν έδαφος. Η μάχη είχε ήδη φτάσει στα περίχωρα του χωριού. Από κάθε πλευρά κατέφθαναν ενισχύσεις του εχθρού που άνοιγαν πυρ ενάντια στους Μαχνοβίτες. Τα μέλη του Εξεγερτικού Στρατού αλλά και όποιος/όποια από το χωριό μπορούσε να κρατήσει τουφέκι, εξοπλίστηκαν και ρίχτηκαν στη μάχη. Αυτή ήταν η κρισιμότερη στιγμή, όπου φαινόταν ότι η μάχη και μαζί της ολόκληρος ο σκοπός των ανταρτών είχε χαθεί. Η εντολή που δόθηκε σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών**, ήταν να προετοιμαστούν να πολεμήσουν τον εχθρό σώμα με σώμα μέσα στους δρόμους του χωριού. Όλοι προετοιμάστηκαν για τη σημαντικότερη στιγμή της μάχης και την υπεράσπιση των ζωών τους.

Αλλά ξαφνικά ο ήχος των πολυβόλων και των πολεμικών κραυγών του εχθρού άρχισε να εξασθενεί και να απομακρύνεται. Οι υπερασπιστές του χωριού συνειδητοποίησαν ότι ο εχθρός υποχωρούσε και η μάχη διεξαγόταν σε μεγαλύτερη απόσταση. Ήταν ο Μαχνό που εμφανίστηκε εντελώς αναπάντεχα στο πεδίο της μάχης, τη στιγμή ακριβώς που οι δυνάμεις του υποχωρούσαν και ετοιμάζονταν να δώσουν τη μάχη στους δρόμους της Περεγκόνοβκα. Σκονισμένος και κατάκοπος από την ολονύχτια έρευνά του, κατάφερε να προσεγγίσει τα πλευρά του εχθρού μέσα από μια βαθιά ρεματιά. Χωρίς κραυγές μάχης αλλά με ατσάλινη αποφασιστικότητα, ρίχτηκε με τη συνοδεία του (150-200 καβαλάρηδες) καταπάνω στους Ντενικιστές, σπάζοντας τις γραμμές τους.

Όλη η κούραση, όλη η απογοήτευση εξαφανίστηκε από το στρατόπεδο των Μαχνοβιτών. “Ο Μπάτκο είναι εδώ! Ο Μπάτκο πολεμά με το σπαθί στο χέρι!” ακουγόταν από παντού. Οι Μαχνοβίτες/σσες ακολουθώντας τον αγαπητό τους Μπάτκο που έμοιαζε καταδικασμένος σε θάνατο, με διπλάσια ορμή πέρασαν στην αντεπίθεση. Ακολούθησε μια μάχη σώμα με σώμα απίστευτης αγριότητας, ένα “πετσόκομμα” όπως το έλεγαν οι Μαχνοβίτες.

Όσο γενναίο κι αν ήταν το Πρώτο Σύνταγμα Αξιωματικών* της Συμφερούπολης, εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση. Αρχικά συντεταγμένη, σε αργό ρυθμό, προσπαθώντας να ανακόψει την επίθεση των Μαχνοβιτών/σσων, που ωστόσο κατέληξε σε απεγνωσμένη τρεχάλα. Μπροστά στο γεγονός αυτό κι άλλα συντάγματα κατελήφθησαν από πανικό και τους ακολούθησαν. Τελικά όλες οι δυνάμεις των Ντενικιστών έτρεξαν να σωθούν διασχίζοντας τον ποταμό Σινιούκα***.

Ο Μαχνό χωρίς καθυστέρηση άρπαξε την ευκαιρία, έχοντας πλήρη επίγνωση των καταστάσεων. Έστειλε το ιππικό και το πυροβολικό του, στη μέγιστη ταχύτητα καλπασμού, να καταδιώξει τον εχθρό. Ο ίδιος, ως επικεφαλής του καλύτερου συντάγματός του, κινήθηκε από μονοπάτι προς ένα σημείο που θα του επέτρεπε να προσπεράσει και να παγιδεύσει τους φυγάδες. Η καταδίωξη συνεχίστηκε για 8 με 12 μίλια.

Την κρίσιμη στιγμή, όταν οι Ντενικιστές έφτασαν στον ποταμό, τους αιφνιδίασε το ιππικό του Μαχνό. Αρκετές εκατοντάδες από αυτούς πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι. Οι περισσότεροι ωστόσο κατάφεραν να περάσουν στην άλλη όχθη, αλλά εκεί τους περίμενε ο ίδιος ο Μαχνό. Το γενικό επιτελείο των Ντενικιστών, όπως και το εφεδρικό σύνταγμα που το συνόδευε αιφνιδιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Μόνο ένας αμελητέος αριθμός πολεμιστών από τα στρατεύματα που καταδίωκαν επίμονα για μήνες το Μαχνό κατάφερε να σωθεί.

Το επίλεκτο Πρώτο Σύνταγμα Αξιωματικών της Συμφερούπολης και πολλές ακόμα μονάδες Ντενικιστών κυριολεκτικά κατακρεουργήθηκαν από τα σπαθιά των Μαχνοβιτών/σσων. Η πορεία της υποχώρησής τους ήταν σπαρμένη με πτώματα για πάνω από δυο μίλια. Όσο φρικιαστικό κι αν ακούγεται, ήταν η αναμενόμενη κατάληξη της σύγκρουσης ανάμεσα στο στρατό του Ντένικιν και τους Μαχνοβίτες. Καθ’όλη τη διάρκεια του πολέμου, η μόνη επιδίωξη των Ντενικιστών ήταν η εξολόθρευση των επαναστατών. Το παραμικρό λάθος από την πλευρά των Μαχνοβιτών θα οδηγούσε στην ίδια μοίρα τον Επαναστατικό Εξεγερτικό Στρατό. Οι Μαχνοβίτισσες που υποστήριζαν το στρατό ή πολέμησαν από κοινού με τους άντρες δε θα γλύτωναν τη σφαγή. Κι οι Μαχνοβίτες το ήξεραν αυτό από πρώτο χέρι****.

Επίλογος

Η συντριπτική ήττα των Ντενικιστών στην Περεγκόνοβκα σήμανε την αρχή του τέλους της αντεπανάστασης γενικότερα. Ο Ντένικιν απέσυρε στρατεύματα από το βόρειο μέτωπο προκειμένου να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό από το Νότο. Οι Μαχνοβίτες ανασυγκροτήθηκαν, δημιούργησαν νέες μονάδες και προέλασαν ανατολικά σε τρία μέτωπα, μετατρέποντας την καταδίωξη των Λευκών σε γενικευμένη έκβαση της σύγκρουσης.

Ο Λευκός αρχιστράτηγος Αντόν Ντένικιν

Τους μήνες Οκτώβριο-Νοέμβριο που ακολούθησαν οι Μαχνοβίτες πολιόρκησαν τη Μαριούπολη και το Μπερντιάνσκ, κόβοντας εντελώς τον ανεφοδιασμό του πυροβολικού του Ντένικιν ενώ την ίδια στιγμή εξοπλίζονταν οι ίδιοι με άφθονα πολεμοφόδια που απαλλοτρίωναν. Ο Ντένικιν επικεντρώθηκε στο Νότο αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Αρκετές επίλεκτες μονάδες των στρατευμάτων του αυτοδιαλύθηκαν αρνούμενες να πολεμήσουν τους Μαχνοβίτες και επέστρεψαν στα εδάφη τους. Σύντομα ο στρατός του Ντένικιν εκμηδενίστηκε και τα απομεινάρια του φρόντιζαν μόνο για την αρπαγή πλούτου για λογαριασμό των ευγενών που φυγαδεύονταν όπως-όπως στην Ευρώπη.

Στο πέρασμά της η Μαχνοβτσίνα, πέρα από τη στρατιωτική μέριμνα, ξερίζωνε τους θύλακες εξουσίας των Λευκών καθαιρώντας Ντενικιστές δημάρχους και χωροφύλακες, διαλύοντας τις φεουδαρχικές δομές και εκδιώκοντας τους κουλάκους (μεσαία τάξη αγροτών) που τροφοδοτούσαν τον Εθελοντικό Στρατό του Ντένικιν.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποδοχή της Μαχνοβτσίνα από τα φτωχότερα στρώματα ολόκληρης της Ουκρανίας εκτοξεύθηκε, με τις υπάρχουσες δομές αναρχικής οργάνωσης να αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την υποδοχή των χιλιάδων νέων μελών.

Η στρατιωτική συντριβή των Ντενικιστών αποτελεί νίκη αποκλειστικά των Μαχνοβιτών. Η μάχη Ντενικιστών-Κόκκινων κοντά στο Όραλ το Δεκέμβριο του 1919 ήταν ελάχιστης σημασίας. Αν δεν είχε ξεκινήσει η καταστροφή του στρατού τους το Σεπτέμβρη του 1919 με την ήττα της Περεγκόνοβκα, οι Ντενικιστές πιθανότατα θα έμπαιναν στη Μόσχα το Δεκέμβριο και η Επανάσταση θα τερματιζόταν κάπου εκεί.

*Τα Συντάγματα Αξιωματικών φημίζονταν για την ανδρεία τους, ειδικά το Πρώτο Σύνταγμα της Συμφερούπολης και το Δεύτερο Σύνταγμα Λαμπίνσκι. Έχοντας πολεμήσει απέναντί τους, ο Μαχνό δεν έκρυβε το θαυμασμό του για το κουράγιο τους και την περιφρόνησή τους απέναντι στο θάνατο. Όπως δήλωνε ο ίδιος, το ιππικό του Ντένικιν ήταν πράγματι ένα ιππικό που τιμούσε τ’όνομά του.

**Ουσιαστικά έγινε αναδιοργάνωση του στρατού με συμμετοχή των γυναικών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχαν γυναίκες σε στρατιωτικές μονάδες Αναρχικών (Οι Μαύρες Φρουρές συχνά είχαν μικτή σύνθεση), ωστόσο ο ρόλος τους στη μάχη της Περεγκόνοβκα, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, έκανε τη διαφορά.

***Σύμφωνα με το Βίκτορα Μπιελάς, 4.000 Ντενικιστές (η μισή περίπου δύναμη της μάχης της Περεγκόνοβκα) διέφυγαν προς τα δάση του Βορρά όπου εξοντώθηκαν από ντόπιους χωρικούς.

****Στα μέσα Ιουνίου του 1919 το Γκιουλάι-Πόλε έπεσε στα χέρια των Λευκών του Αντρέι Σκούρο. Ο στόχος του, η καταστροφή δηλαδή του Μαχνοβίτικου στρατού δεν επετεύχθη, αφού οι Μαχνοβίτες κινούνταν ήδη προς τα Βορειοδυτικά. Οι άνδρες του Σκούρο επιδόθηκαν σε λεηλασία και αγριότητες σε βάρος των αγροτών, ιδιαίτερα των γυναικών αφού η πλειοψηφία των ανδρών βρισκόταν στον Επαναστατικό-Εξεγερτικό Στρατό. Εκδικήθηκαν δολοφονώντας και βιάζοντας γυναίκες, ιδιαίτερα τις Εβραίες τις οποίες βίαζαν συστηματικά και στοχευμένα.

Πηγές:  Από το βιβλίο του Π.Αρσινόφ “Ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος”, εκτός κι αν αναφέρονται άλλες πηγές.

Ο Μαχνοβίτης πολυβολητής Φομά Κοζίν

Φομά Κοζίν 18??-1921
Φομά Κοζίν 18??-1921

Ο Φομά Κοζίν γεννήθηκε στην Κατερινόβκα της σημερινής Ουκρανίας, στην περιοχή Μαρίνσκυ της λεκάνης του Ντονμπάς.

Είναι γνωστό ότι το Δεκέμβρη του 1918 διοικούσε ένα απόσπασμα του Κόκκινου στρατού με αναρχικές αναφορές. Πιθανότατα πήρε μέρος στην επιδρομή ανταρτών ανθρακωρύχων, υπό τη διοίκηση του Ιβάν Γκρηγκόριεβιτς Τσάπλιν το Νοέμβρη του 1918 στην περιοχή Μπαχμούτ, ενάντια στο σύνταγμα του Χετμάνου* Σκοροπάντσκυ.

Στις αρχές του 1919 βρέθηκε να διοικεί ένα απόσπασμα πολυβολητών του 13ου Συντάγματος του Κόκκινου στρατού, όπου σύντομα πήρε προαγωγή κι έγινε διοικητής ταξιαρχίας. Ωστόσο απέρριψε τα σχέδια του Τρότσκυ για τη δημιουργία ενός τακτικού στρατού καθώς επίσης και το μαχητικό κομμουνισμό του Λένιν. Στις 20 Ιούνη του 1919 αυτομόλησε απ’το απόσπασμά του για να ενταχθεί στους Μαχνοβίτες.

Οι μπολσεβίκοι έστειλαν ξωπίσω του ένα ειδικό απόσπασμα καταδίωξης στις 27 Ιούνη, διοικούμενο από τον Μεντβέντεφ και τον κομισάριο Αντόνωφ. Στην προσπάθειά τους να συλλάβουν τον Κοζίν, αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν από ενόπλους.

Η ένταξη του Κοζίν στους Μαχνοβίτες αποτέλεσε σημαντικό πλεονέκτημα για τους δεύτερους, καθώς ήταν ένας καταρτισμένος αντάρτης διοικητής και γνώστης τακτικών μάχης. Έπαιξε ρόλο-κλειδί στη συντριβή του Λευκού στρατηγού Ντένικιν κατά τη μάχη της Περεγκόνοβκα, το φθινόπωρο του 1919. Η μάχη έλαβε χώρα έξω από το χωριό Περεγκόνοβκα στις 27 Σεπτέμβρη, ώρα 2π.μ.

Ο Κοζίν με περίπου 100 τατσάνκες (ιππήλατες άμαξες εξοπλισμένες με πολυβόλα) από κοινού με άλλες Μαχνοβίτικες μονάδες, νίκησε μια δύναμη 20.000 ανδρών, καταφέρνοντάς τους βαριές απώλειες. Συγκεκριμένα τη λεγόμενη “Μεραρχία των Ντόπιων”, αποτελούμενη από Τσετσένους, η οποία συνολικά υπέστη σοβαρές απώλειες. Αργότερα η δύναμη του Κοζίν έφτασε τη “Μεραρχία των Ντόπιων” κοντά στο Αικατερινόβσκ. Δυο συντάγματά τους εξολοθρεύτηκαν εντελώς από τα πολυβόλα ενώ μια επίθεση με σπαθιά τους αποτελείωσε. Οι δυνάμεις του Κοζίν έχασαν μόνο 40 μαχητές. Ακολούθησε άλλη μια Μαχνοβική επίθεση στα Τσετσενικά συντάγματα κοντά στο Αικατερίνοσλαβ, μετά από την οποία η “Μεραρχία των Ντόπιων” έπαψε να υφίσταται.

Στις 12 Απρίλη του 1920 ο Κοζίν έστησε μια μονάδα αυτοάμυνας στη γενέτειρά του το Μαρίνσκυ, αποτελούμενη από 100 καβαλάρηδες και 30 τατσάνκες. Στις 15 Μαίου ενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό σώμα των Μαχνοβιτών για μια επιδρομή στα βόρεια της περιοχής του Ντόνετσκ.

Επιστρέφοντας από την επιδρομή αυτή, ο Κοζίν επιτέθηκε στους Μπολσεβίκους και, αμέσως μετά -αφού οι Μαχνοβίτες συμμάχησαν ξανά μαζί τους, επιτέθηκε στις δυνάμεις του βαρώνου Βράνγκελ παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη συντριβή τους. Ο Κοζίν κινήθηκε μαζί με άλλους Μαχνοβίτες στην Κριμαία όπου νίκησαν τα συντάγματα που διοικούσε ο Μπαρμπόβιτς, καταστρέφοντάς τα εντελώς. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον Κόκκινο στρατό να επιταχύνει την προέλασή του, μετατρέποντας τη συντεταγμένη υποχώρηση του Βράνγκελ σε συντριβή.

Οι θρυλικές Τατσάνκες των Μαχνοβιτών εξοπλισμένες με πολυβόλα Μαξίμ.

Όταν οι Μπολσεβίκοι κήρυξαν ξανά παράνομους τους Μαχνοβίτες, ο Κοζίν διέλυσε το απόσπασμά του και δραστηριοποιήθηκε συνωμοτικά στην περιοχή της γενέτειράς του. Ήδη από τις 15 Φλεβάρη όμως, μονάδες της Τσεκά τον καταδίωκαν στη γειτονιά του. Ένα μήνα μετά ο Κοζίν σχημάτισε ένα απόσπασμα αποτελούμενο από 120 καβαλάρηδες και 12 πολυβόλα, πέρασε μέσα από την περιοχή του Γκρισίνσκυ και κατέλαβε εύκολα το χωριό Μπογκογιαβλεσκόυ. Παρόλα αυτά, αναγκάστηκε να φύγει με την 7η Μεραρχία Ιππικού του Κόκκινου στρατού να τον καταδιώκει στενά.

Στην Στύλα οι μονάδες του Κοζίν κατέστρεψαν τις τοπικές αρχές και εκτέλεσαν το στρατιωτικό κομισάριο και 12 αστυνομικούς. Ο Κοζίν κινήθηκε προς το Ταγκανρόγκ προκειμένου να ενωθεί με τους εκεί αντάρτες. Αμέσως μετά όμως ο Κοζίν άλλαξε τα σχέδιά του και κινήθηκε για να καταλάβει το Σταρομπέσεβο. Εκεί, το 6ο Εργατικό σύνταγμα που διοικούσε ο Γκολοντάεφ και είχε αποστολή να καταστρέψει τα αποσπάσματα των Μαχνοβιτών, υπέστη βαριά ήττα και εκδιώχθηκε προς την περιοχή Μαρίνσκυ. Τότε ο Κοζίν χώρισε το απόσπασμά του στα δυο. Ένα τμήμα 80 καβαλάρηδων πήγε στο Ποκροβσκόυ ενώ ο Κοζίν με 200 καβαλάρηδες και 7 πολυβόλα κινήθηκε προς την Γκαλιτσινόβκα.

Μετά απ’αυτά ο Κοζίν εγκατέλειψε την περιοχή του Ντόνετσκ για να επιστρέψει αργά το Μάρτη πραγματοποιώντας επιδρομές. Νωρίς τον Απρίλη ο Κοζίν ενώθηκε με τις Μαχνοβικές μονάδες του Φεντόρ Στσους και Σαβόνωφ. Στις 8 Απρίλη καθηλώθηκαν από ένα σύνταγμα της Τσεκά και ηττήθηκαν σε μια καταστροφική μάχη. Έχασαν 21 αντάρτες ενώ 2 σημαίες κατασχέθηκαν από τους άνδρες της Τσεκά. Μια μαύρη, με το σύνθημα της 24ης Ομάδας Μαχνοβιτών Ανταρτών της Μαριούπολης “Ελευθερία ή Θάνατος!” και μια κόκκινη που έγραφε “Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός – Υπερασπιστής της Κοινωνικής Επανάστασης”. Οι ηττημένοι Μαχνοβίτες κατέφυγαν στις πλημμυρισμένες από τον ποταμό Δνείπερο περιοχές.

Σύντομα ο Κοζίν επέστρεψε στο Ντονμπάς μοιράζοντας φυλλάδια που καλούσαν σε συνέδριο των Σοβιέτ. Ηττήθηκε ξανά στη Νοβοαλεξαντρόβκα και σε αντίποινα επιτέθηκε στον 7ο λόχο του 76ου συντάγματος.

Σε συνεργασία με άλλους Μαχνοβίτες διοικητές, συμπεριλαμβανομένου του Στσους και Κυριλένκο, ο Κοζίν δημιούργησε μια δύναμη αποτελούμενη από 600 καβαλάρηδες και 100 τατσάνκες, που πραγματοποιούσε επιδρομές στην περιοχή του Τσέρνιγκοβ και μετά στην Πολτάβα.

Υπάρχουν δυο εκδοχές σχετικά με το θάνατό του. Η μια, σύμφωνα με το Βίκτορα Μπιελάς, λέει ότι τραυματίστηκε σοβαρά στην ουροδόχο κύστη τον Ιούλη του 1921. Νοσηλεύτηκε με ψεύτικα στοιχεία τον Αύγουστο στο νοσοκομείο του Ταγκανρόγκ, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Η άλλη εκδοχή λέει πως τραυματίστηκε στη μάχη τον Ιούνη του 1921 και αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί.

*Χετμάνος (Hetman): Τίτλος ευγενείας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που απέδιδαν σε στρατιωτικούς διοικητές. Βαρώνος.

Μετάφραση από το ιστολόγιο “Machnovchina” του άρθρου του Nick Heath (https://libcom.org/history/kozhin-foma-18-1921)

Πηγές:
Άρθρα του Alexander Matyushin και Andrey Kozelkov:

http://newskif.su/2018/5148/
http://разом.укр/index.php?title=Кожин_Фом

Ο Νέστωρ Μαχνό στη δεξίωση του γαιοκτήμονα Μιργκορότσκι

Έχοντας απομακρυνθεί 15 βέρστια, συναντήσαμε στρατιωτικούς, οι οποίοι συνοδεύονταν από έφιππη φρουρά. Σταμάτα! Ποιος είσαι; Από που έρχεσαι; ρωτήσαμε εμείς. Ποιος διοικεί το απόσπασμα; ακούστηκε σε απάντηση. Είμαι ο λοχαγός Μαζούχιν, Διοικητής της Βάρτα της περιοχής του Αλεξάντροφσκ.”Ρώτησα ποιο απόσπασμα είστε!”, φώναξε όρθιος με προστακτικό τόνο, ο Μαζούχιν. Όμως, αντί για απάντηση άκουσε ένα ξερό “Ψηλά τα χέρια!”. Τον γδύσαμε τελείως, μαζί και τον γραμματέα του, για παρέα. Τον αμαξά, τον βαρτοβίτη και τους τέσσερις έφιππους, απλά τους αφοπλίσαμε.

“Και αυτό τι γράμμα είναι;”, ρώτησε ο Μαχνό τον Μαζούχιν, δείχνοντάς του ένα φάκελο. Εκείνος δεν απαντούσε, μόνο σήκωνε τους ώμους του και παρακαλούσε να του χαρίσουμε τη ζωή του. Αλλά πού!… Ο Ερμοκράτιεφ τον βασάνισε για τη σφαγή του Μιχάιλοβο – Λουκάσεβο. Έπειτα έδεσε στην κοιλιά του χειροβομβίδα και τον ανατίναξε, ενώ τον γραμματέα του τον τουφέκισε.

Ο φάκελος περιείχε πρόσκληση του μεγαλογαιοκτήμονα Μιργκορότσκι, για την ονομαστική του εορτή. Αν και ήταν πάνω από τις δυνατότητές μας, αποφασίσαμε να πάμε. Ο Μαχνό φόρεσε τη στολή του Μαζούχιν, ενώ ο Στσους τα ρούχα του γραμματέα. Τα γαλόνια έλαμπαν επάνω τους… Στην οικία του Μιργκορότσκι, η δεξίωση ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Από το παράθυρο έφταναν τραγούδια μεθυσμένων.

Ο Μαχνό, ο Στσους και ο Λεπετσένκο πέρασαν το κατώφλι και ανακοίνωσαν στον οικοδεσπότη ότι ήρθαν με τον Μαζούχιν, ο οποίος καθυστέρησε λίγο στον δρόμο. Ο Μαχνό συστήθηκε ως βοηθός του Μαζούχιν, ο Στσους ως διοικητής εκκαθαριστικού αποσπάσματος. Ο οικοδεσπότης ενθουσιάστηκε… Όταν οι μαχνοβίτες μπήκαν στην αίθουσα, οι καλεσμένοι που βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης, φώναξαν: “Ζήτω στους Ρώσους αξιωματικούς!”.

Οι δικοί μας κάθισαν δίπλα στον στρατηγό εν αποστρατεία, στο μακρύ δρύινο τραπέζι. Στο ίδιο τραπέζι κάθονταν ο οικοδεσπότης, τρεις Αυστριακοί αξιωματικοί, ένας αντισυνταγματάρχης, δυο γείτονες γαιοκτήμονες, κυρίες και δεσποινίδες. Μόλις ο οικοδεσπότης σήκωσε το ποτήρι του, οι καλεσμένοι τον μιμήθηκαν.

Στην υγεία του οικοδεσπότη, των αξιωματικών, στην αναγέννηση της Μεγάλης Ρωσίας, και σε σας, κύριοι γαιοκτήμονες!… , άρχισε την πρόποση ο στρατηγός εν αποστρατεία. Να σας βοηθήσει ο Θεός να ελευθερώσετε τη Χριστιανική Εκκλησία από τους αντίχριστους μπολσεβίκους!

-Να σας βοηθήσει να συλλάβετε τον συμμορίτη Μαχνό! , είπε ένας από τους καλεσμένους.
Ο Μαχνό έπιασε τη βόμβα στην τσέπη του.
-Τιμώρησέ τον αγία…
Ο Μαχνό σηκώθηκε έξαλλος.
Ο στρατηγός κοκάλωσε, τα ποτήρια έπεσαν από τα χέρια των έντρομων καλεσμένων. “Εγώ είμαι ο Μαχνό… μπουρζουάδες!” φώναξε ο Νέστορ, σήκωσε τη βόμβα και την πέταξε αναμμένη στο κρυστάλλινο βάζο. Τα φώτα έσβησαν. Έγινε εκκωφαντική έκρηξη, πίσω της άλλες δυο.

Εμείς καθόμασταν στα παράθυρα και περιμέναμε αν κάποιος από αυτούς θα τρέξει. Αλλά δεν βγήκε κανείς. Όταν φωτίσαμε την αίθουσα, στα μάτια μας παρουσιάστηκε η εξής εικόνα: Ο συνταγματάρχης πνιγόταν στο αίμα του, ανέπνεε με δυσκολία. Ο οικοδεσπότης, χωρίς χέρι, σφάδαζε με σπασμούς, οι υπόλοιποι δεν έδιναν κανένα σημάδι ζωής. Τα λάφυρά μας ήταν πέντε περίστροφα, δεκαπέντε τουφέκια, πολλές σφαίρες, καμιά δεκαριά άλογα και σέλες. Τα παιδιά άνοιξαν αμέσως τις αποθήκες, βρήκαν ποτά και μεζέδες. Αφού τσιμπήσαμε λίγο και πήραμε τα περισσότερο αναγκαία, βάλαμε φωτιά στο αρχοντικό. Τι όμορφα που καιγόταν…

Πηγή: “Οι δρόμοι του Νέστορα Μαχνό” Β.&Α. Μπιελάς

 

Οι 9 Ζωές του Νέστορα Μαχνό (τηλεοπτική σειρά – ελληνικοί υπότιτλοι)

Οι 9 ζωές του Νέστορα Μαχνό είναι μια σειρά 12 επεισοδίων που γυρίστηκε στην Ουκρανία το 2005 και προβλήθηκε από τη ρώσικη κρατική τηλεόραση 2 χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ η σειρά κυκλοφόρησε σε πειρατικά DVD που μοσχοπουλήθηκαν στη Ρωσία ενώ ταυτόχρονα διαφημίστηκε έντονα. Τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα να κινήσει το ενδιαφέρον του κόσμου, στη Ρωσία (και όχι μόνο), για τη φιγούρα του αναρχικού επαναστάτη.

Η σειρά, παρόλο που διαφημίστηκε σαν ιστορική παραγωγή, δεν απευθύνεται σε ιστορικούς ή πολιτικοποιημένους ανθρώπους αλλά στον κόσμο που συνήθως παρακολουθεί τηλεοπτικά σήριαλ. Αφενός οι παραγωγοί στόχευαν στην εμπορική επιτυχία, αφετέρου το εμφανές “σπρώξιμο”, η εύνοια που απολάμβανε από την κρατική τηλεόραση και γενικότερα τον Ρώσικο κρατικό μηχανισμό, ίσως έκρυβαν ορισμένες επιπλέον πολιτικές σκοπιμότητες που κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονταν για τη διάδοση της αναρχικής θεώρησης και πρακτικής.

Πιθανόν κάποιοι κύκλοι του Ρωσικού κράτους να διέβλεπαν την μετέπειτα άνοδο του (υποκινούμενου από ευρωπαϊκά κέντρα) εθνικισμού στην Ουκρανία -κόντρα στα γεωπολιτικά συμφέροντα της Μόσχας- και να ήθελαν με τη σειρά -σαν κομμάτι μιας γενικότερης προπαγάνδας- να αποτρέψουν τους Ουκρανούς. Ίσως για κάποιο άλλο λόγο που μας διαφεύγει.

Το γεγονός ότι δεν απευθύνεται σε αναρχικούς και γενικότερα πολιτικοποιημένους ανθρώπους δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Σαν τέτοια μπορεί να απευθυνθεί στον καθένα αν διαδοθεί, ενώ θα μπορούσε ακόμα να προβάλλεται σε πολιτικές εκδηλώσεις και να δημιουργήσει ερωτηματικά για περαιτέρω διερεύνηση. Στόχος σε κάθε περίπτωση να γίνονται περισσότερες σκέψεις και συζητήσεις για την αναρχία και τις πρακτικές της, από αναρχικούς και μη (κυρίως από μη-).

Παρά την κριτική θεώρηση οι αναρχικοί είναι βέβαιο ότι θα συγκινηθούν κάπου, μόνο και μόνο με την ανάμνηση της Μαχνοβτσίνα. Της πρώτης απόπειρας πρακτικής εφαρμογής της αναρχικής πρότασης. Δε θα πρέπει ωστόσο να εκλαμβάνεται σαν ιστορικό ντοκουμέντο, όπως ισχυρίζεται η παραγωγή.

Ενδεικτικά, η δολοφονία της πρώτης συζύγου του Μαχνό με το παιδί του από τους συντρόφους του, που δεσπόζει στη σειρά μέχρι το τέλος, και δεν έχει ακουστεί ποτέ στην πραγματικότητα ούτε σαν φήμη. Το επινόησαν οι παραγωγοί της σειράς, πιθανότατα για λόγους περαιτέρω δραματικότητας. Τα ίδια ισχύουν και για το Ντανιλέφσκι (ιστορικά ανύπαρκτο πρόσωπο), τη σεξιστική επίθεση του Φεοντόρ Στσους στη Μαρία Νικηφόροβα, την εκτέλεση του Παβέλ Ντυμπένκο* (Γκλύμπα) από τους Μαχνοβίτες και άλλα.

Οι τακτικές μάχης, η δομή του στρατού, οι αναφορές στον οπλισμό και τα προβλήματα ανεφοδιασμού της Μαχνοβτσίνα παρουσιάζονται με σχετική ακρίβεια, παραλείποντας ωστόσο τη μάχη της Περεγκόνοβκα, όπου οι Μαχνοβίτες συνέτριψαν το στρατό των Λευκών και για πολλούς έκρινε την έκβαση του εμφυλίου.

Οι αναρχικές διαδικασίες, συνέδρια και συνελεύσεις, παρουσιάζονται είτε σαν φάρσες είτε σαν φιλικές οινοποσίες. Ο Μαχνό εμφανίζεται να αναπαράγει πατριαρχικά στερεότυπα, ενδεχομένως προερχόμενα από τα χαρακτηριστικά Κοζάκου που ήθελε να συμπεριλάβει η παραγωγή στο ρόλο του. Οι επιρροές της κοζάκικης παράδοσης στη Μαχνοβτσίνα ήταν καθοριστικές, αλλά στο ρόλο ενός αναρχικού επαναστάτη δε θάπρεπε να αποδίδονται τέτοια χαρακτηριστικά χωρίς να έχουν τεκμηριωθεί ιστορικά.

Άλλες ατυχείς σκηνές, όπως ο “τσαμπουκάς” του Μαχνό με μια λεοπάρδαλη σε κλουβί ζωολογικού κήπου -προφανώς για να καταδείξει τον άγριο χαρακτήρα του- μας δείχνουν μάλλον την απόσταση που χωρίζει την παραγωγή της σειράς με το ευρύτερο αναρχικό αξιακό πλαίσιο, παρά κάποιες σκοτεινές πτυχές που πιθανότατα υπήρχαν στο χαρακτήρα του Μαχνό.

Ο αναρχικός Μιχαήλ Τσόβμα, μελετητής της Μαχνοβτσίνα, έχει δημοσιεύσει μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική για τη σειρά σε συνολικό επίπεδο.

Παρακολουθήστε τη σειρά

Η μετάφραση/συγχρονισμός των υπότιτλων της σειράς έγινε από το ιστολόγιο makhnovchina.noblogs.org με σκοπό τη διάδοση του αναρχικού λόγου στο ελληνόφωνο κοινό. Σε καμιά περίπτωση δεν αποκομίζει το ιστολόγιο και ο συντάκτης του οικονομικό ή άλλο προσωπικό όφελος από τη μικρή ή μεγάλη επισκεψιμότητα**.

*Ο Παβέλ Εφήμοβιτς Ντυμπένκο (Γκλύμπα) καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1938 από το καθεστώς Στάλιν, γεγονός που αναφέρεται στο τέλος της σειράς.

**Οι διαφημίσεις που εμφανίζονται στα βίντεο δρομολογούνται από την εταιρία που τα φιλοξενεί και δε σχετίζονται με το ιστολόγιο. Τυχόν προτροπές για αποδοχή ενημερώσεων, υποχρεωτική παρακολούθηση διαφημιστικών κλιπ κ.α. επίσης δεν έχουν σχέση με το ιστολόγιο, το οποίο όπου ήταν εφικτό χρησιμοποίησε κινηματικές υποδομές και λογισμικό ανοιχτού κώδικα με τρόπο που να συνάδει πολιτικά με το περιεχόμενό του. Για την προβολή των βίντεο (που φιλοξενούνται σε μη-κινηματικές υποδομές), συνιστούμε στους αναγνώστες μας να παίρνουν τα μέτρα προστασίας της ασφάλειας και ιδιωτικότητας που παίρνουν γενικότερα κατά την πλοήγησή τους σε ιστοσελίδες κερδοσκοπικής πολιτικής.

 

Γεωργία: Ο Νέστωρ Αλεξάνδρεβιτς Καλανταρισβίλι ή Παππούς (1876-1922) που προσχώρησε στο Μπολσεβικισμό

Μια από τις περίεργες συμπτώσεις της ιστορίας, είναι ότι κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης και του Εμφυλίου Πολέμου υπήρχαν δύο λαμπροί αναρχικοί ηγέτες ανταρτών με το όνομα Νέστωρ. Ενώ ο Μαχνό πολέμησε στην Ουκρανία, ο άλλος πολέμησε στο άλλο άκρο της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ ο Μαχνό απέκτησε τον τίτλο του “Μπάτκο” (Πατέρας), ο άλλος απέκτησε το όνομα Παππούς (Μπάμπουα στα Γεωργιανά). Και οι δύο είχαν ιδιωτικές συναντήσεις με τον Λένιν. Και οι δύο Νέστορες πολέμησαν κάτω από μαύρα λάβαρα, και τα δύο έφεραν το πανομοιότυπο σύνθημα «η Αναρχία είναι η μητέρα της τάξης». Και οι δύο αντάρτικες ομάδες τους χρησιμοποίησαν πανομοιότυπες τακτικές. Υποχωρούσαν όταν ήταν απαραίτητο, διασκορπίζονταν, και στη συνέχεια αναδιοργανώνονταν και επιτίθονταν στα νώτα του εχθρού. Ενώ ο Μαχνό θάφτηκε στο Παρίσι κοντά στο μνημείο των μαρτύρων της Κομμούνας των Παρισίων, ο άλλος Νέστωρ θάφτηκε στους πρόποδες ενός βουνού που πήρε το όνομά του.

Κι εδώ οι ομοιότητες τελειώνουν. Ενώ ο Μαχνό δεν παρασύρθηκε από την ήρεμη ρητορική του Λένιν και διατήρησε τις αναρχικές του θέσεις, ο άλλος Νέστορας δεν κατάφερε να αντισταθεί. Εμφανισιακά, ενώ ο Μαχνό ήταν κοντός και ξυρισμένος, ο άλλος Νέστωρ ήταν ψηλός με μεγάλη γενειάδα.

Καλανταρισβίλι

Ο Νέστωρ Καλανταρισβίλι γεννήθηκε στο χωριό Σεμοκμέντι της κομητείας Οζουργκέτσκογκο της επαρχίας Κουτάισι της Γεωργίας, από οικογένεια φτωχών ευγενών στις 26 Ιουνίου 1876. Η οικογένεια είχε έναν ακόμα γιο και τρεις κόρες. Στην ηλικία των οκτώ ετών ο Νέστωρ πήγε στο σχολείο του χωριού. Με την επιμονή του δασκάλου του, που είδε ένα αγόρι εξαιρετικής ικανότητας και έλξης στην μάθηση, ο Νέστωρ στάλθηκε να σπουδάσει στο Γυμνάσιο του Κουτάισι, χάρη στην οικονομική βοήθεια πλουσιότερων συγγενών. Μετά το Γυμνάσιο εισήλθε σε ανώτερη σχολή της Τυφλίδας, από όπου το 1895 κλήθηκε για δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας στο Πεζικό. Όταν τελείωσε τη θητεία του, ο Νέστωρ συνέχισε τις σπουδές του και το 1900 βρέθηκε υπό την επιρροή των Κοινωνικών Επαναστατών (Εσέρων) που σπούδαζαν στην ίδια σχολή.

Το 1903 αποβλήθηκε από τη σχολή για επαναστατική δραστηριότητα, η οποία περιελάμβανε πρόκληση αναταραχής μεταξύ στρατιωτών. Την ίδια χρονιά, ο Νέστωρ ολοκλήρωσε την παράνομη στρατιωτική εκπαίδευση σε ομάδα μάχης των Εσέρων. Αφού έφυγε από την Τυφλίδα, πήγε στο Μπατούμι, όπου δίδαξε για κάποιο διάστημα και στη συνέχεια εργάστηκε σε εργοστάσιο που ανήκε στους Ρότσιλντ. Το 1904 απογοητεύτηκε από τους Εσέρους και εντάχθηκε στους Γεωργιανούς Σοσιαλιστές-Φεντεραλιστές, μια εθνικιστική σοσιαλιστική οργάνωση. Ως μέλος της ομάδας κρούσης, συμμετείχε στην εξέγερση στο Μπατούμι το Νοέμβριο του 1905, και μετά την ήττα κρύφτηκε στο Κουτάισι. Εκεί εργάστηκε ως ηθοποιός στο τοπικό θέατρο. Εδώ ο Νέστωρ έχει αρχίσει να αναπτύσσει αναρχοκομμουνιστικές θέσεις και ήταν ένας από τους τριάντα Γεωργιανούς που ίδρυσαν Αναρχική Ομοσπονδία. Στα απομνημονεύματά του γράφει ότι ξεκίνησε την παράνομη επαναστατική ζωή με τη “γοητεία” της δράσης. Να κρύβεται, να αναρριχάται μέσα από σωληνώσεις και να πηδά πάνω από φράχτες!

Στη συνέχεια ασχολήθηκε και συμμετείχε σε επιθέσεις ανταρτών κατά χωροφυλάκων, γαιοκτημόνων και στρατιωτικών αποσπασμάτων που αποστέλλονταν σε ολόκληρη τη Ρωσία μετά τις αρχικές εξεγέρσεις του 1905, ενώ έλαβε μέρος και σε απαλλοτριώσεις. Συνελλήφθη επανειλημμένα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Γεωργίας, Μπατούμι, Κουτάισι, Σουχούμι και Τυφλίδα, αλλά απελευθερωνόταν πάντα λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Στα τέλη του 1907, μετά την αιματηρή συντριβή της αγροτικής εξέγερσης του Γκουλγκούλε (Γκουρίσκομ) συνελήφθη και εξορίστηκε στην ανατολική Σιβηρία, αφήνοντας πίσω τη σύζυγο και τις δύο κόρες του.

Στην ανατολική Σιβηρία δημιούργησε επαφές με εξόριστους αναρχικούς της Γεωργίας και της Οσετίας που δούλευαν στα ορυχεία γύρω από το χωριό Τσερέμχοβο. Εργάστηκε ως φωτογράφος και ηθοποιός. Συνελήφθη τρεις φορές την περίοδο αυτή, συμπεριλαμβανομένης της υποψίας εμπλοκής σε απόπειρα δολοφονίας του γενικού κυβερνήτη Σινελνίκωφ. Κάθε φορά, όμως, απελευθερωνόταν λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

Συμμετείχε στην Επανάσταση του Φλεβάρη. Ο ίδιος και εξήντα άλλοι αναρχικοί σχημάτισαν μια ομάδα και συμμετείχαν στη συντριβή της εξέγερσης του Τζούνκερ κατά της επανάστασης στη Σιβηρία στις 17 Δεκέμβρη. Τον επόμενο Απρίλη, το πρώτο τμήμα ιππικού του Ιρκούτσκ (αναρχοκομμουνιστές), υπό την διοίκησή του, έφτασε στο μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον των Λευκών δυνάμεων του Αταμάνου Σεμενώφ. Ο Καλανταρισβίλι συμμετείχε έτσι στην ανάπτυξη μιας ισχυρής αναρχικής δύναμης μάχης, η οποία ενισχύθηκε από ανθρώπους που λιποτακτούσαν από τους Λευκούς και από δυνάμεις ξένων παρεμβάσεων. Αυτή η ομάδα αυξήθηκε σε μέγεθος ολόκληρης μεραρχίας. Τρία χρόνια μάχης εναντίον των Λευκών των Σεμενώφ, Καππέλ και Ούνγκερν, διεξήχθησαν με τον Καλανταρισβίλι να κινείται σε ολόκληρη την ανατολική Σιβηρία. Δημιούργησε μια φήμη ως ένας από τους πιο διάσημους αρχηγούς ανταρτών, με το ψευδώνυμο Παππούς λόγω της τεράστιας γενειάδας του. Από τον Φλεβάρη μέχρι τον Ιούλη του 1918 διοικούσε τα στρατεύματα του κεντρικού συμβουλίου των Αντιπροσώπων Εργατών και Στρατιωτών (κεντρική Σιβηρία). Τον Οκτώβριο του 1918 υπέστη μια ήττα και υποχώρησε στα σύνορα με τη Μογγολία με 800 στρατιώτες και 12 πολυβόλα.

Τον Μάρτη του 1919 η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ιρκούτσκ τον πλησίασε για να μιλήσει για συνεργασία, πράγμα που αρχικά απέρριψε.

Η κομμουνιστική ηγεσία του υποσχέθηκε τότε χρήματα, προμήθειες, όπλα και στρατιώτες, πράγμα που τον έπεισε να συνεργαστεί. Την άνοιξη και το καλοκαίρι οι δυνάμεις του Καλανταρισβίλι έκαναν επιθέσεις δυτικά του Ιρκούτσκ και οι δυνάμεις του Λευκού ναύαρχου Κολτσάκ τον επικήρυξαν με το ποσό των 40.000 ρουβλίων. Το Σεπτέμβρη του 1919, μετακόμισε στα βόρεια του Ιρκούτσκ και άρχισε να σαρώνει τους Λευκούς έχοντας την περιοχή σαν ορμητήριο. Χιλιάδες αναρχικοί συμμετείχαν σε ομάδες ανταρτών όπως του Καλανταρισβίλι σε ολόκληρη τη Σιβηρία, πολεμώντας τις δυνάμεις των διαφόρων Λευκών αντεπαναστατών και των Ιαπώνων προστατών τους. Στις αρχές του Γενάρη 1920 εγκαταστάθηκε στο Ιρκούτσκ η σοβιετική εξουσία, η οποία οφείλεται κατά πολύ στους αγώνες της μεραρχίας του Καλανταρισβίλι.

Ο “Μπάμπουα” Καλανταρισβίλι με αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού.

Συνέχισε να κατέχει σημαντικές στρατιωτικές θέσεις και το 1921 προσκλήθηκε από τον Λένιν να παρευρεθεί σε ιδιωτική συνάντηση μαζί του στη Μόσχα. Μετά τη συνάντηση, ο Καλανταρισβίλι δήλωσε ότι δεν ήταν πλέον αναρχοκομμουνιστής, ότι τώρα ήταν κομμουνιστής μπολσεβίκος και εντάχθηκε στο Κόμμα. Ο Λένιν του έδωσε την ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων στην Άπω Ανατολή και ανέλαβε το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει τους διοικητές των ανταρτών. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τις κορεατικές επαναστατικές δυνάμεις και άρχισε να παρενοχλεί την ανεξαρτησία των αναρχικών αντάρτικων ομάδων με τον αφοπλισμό και τη διάλυση του συντάγματος Σαχαλίν, που αποτελείτο από Κορεάτες αναρχικούς, επειδή αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον νέο διοικητή που διορίστηκε από τους Μπολσεβίκους, πρώην αξιωματικό του στρατού των Λευκών του Αταμάνου Σεμενώφ! Ο Καλανταρισβίλι γινόταν όλο και πιο αυταρχικός. Τον Γενάρη του 1922 με δύναμη 300 στρατιωτών άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον μιας συμμορίας Λευκών στην Γιακούτια. Αλλά ο ίδιος και ένας συνάδελφός του σκοτώθηκαν σε μια ενέδρα, 33 χλμ από το Γιατούσκ στις 6 Μάρτη. Τάφηκε στις 2 Απρίλη 1922 στο Γιατούσκ και στις 17 Σεπτέμβρη του ίδιου έτους τάφηκε ξανά στο Ιρκούτσκ στους πρόποδες του όρους Κομμουνάρωφ.

Κυκλοφορούν διάφορες θεωρίες σχετικά με το θάνατο του Καλανταρισβίλι, ότι πέθανε ως αποτέλεσμα της δράσης των Λευκών, ενώ άλλοι ιστορικοί εμπλέκουν τους ντόπιους Μπολσεβίκους, με ή χωρίς τη συμμετοχή κάποιων Μπολσεβίκων της Γιακούτια, που ανησυχούσαν για την πολιτική του αξιοπιστία ή ζηλεύοντας ότι οι θέσεις τους απειλούνταν από αυτόν. Οι Μπολσεβίκοι σε κεντρικό επίπεδο είχαν κάνει τα πάντα για να τον κερδίσουν με επαίνους, προμήθεια όπλων, χρήμα καθώς και απονομή μεταλλίων, που τελικά αποδείχθηκαν ισχυρότερα από την πολιτική ακεραιότητα του Καλανταρισβίλι. Μετά θάνατο, όπως έγινε και με τον Ζελεζνιάκωφ και άλλους, ενσωματώθηκε και αυτός στην εικονογραφία του Μπολσεβίκικου κράτους με συλλογικά αγροκτήματα και δρόμους να παίρνουν το όνομά του σε όλη τη Σοβιετική Ένωση.

Nick Heath

Πηγές:

-Anarchist Georgia in the early twentieth century http://ilyapol.livejournal.com/1399.html

-Νέστωρ Καλανταρισβίλι http://www.molodejka.ru/index.asp?id=4866&n=5508

http://www.politjournal.ru/index.php?action=Articles&dirid=50&tek=8067&issue=217

*Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύτηκε εδώ: https://libcom.org/history/anarchists-who-turned-bolsheviks-1 Μετάφραση: “Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης”.

Από το ιστολόγιο του “Βραχόκηπου

-Επιμέλεια κειμένου – επιλογή εικόνων Makhnovchina

Η Μαχνοβτσίνα της Σιβηρίας

Ακαδημαϊκοί όπως ο Paul Avrich, μαζί με αγωνιστές όπως ο Βολίν, ο Γκορέλικ και ο Αρσίνοφ, μας έχουν δώσει σήμερα μόνο μια μορφή του αναρχισμού στη Σιβηρία. Κι αυτό γιατί ο σημαντικός ρόλος του αναρχισμού στην περιοχή παρέμεινε ασαφής.

Τώρα το έργο του Anatoli Shtirbul ρίχνει τα φώτα της δημοσιότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου και την αναρχική της ιστορία.

Το έργο του Shtirbul “Το αναρχικό κίνημα στη Σιβηρία κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα: Αντικρατική εξέγερση και μη κρατιστική αυτοοργάνωση των εργατών” εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ομσκ το 1996, αλλά δεν έχει ακόμη εμφανιστεί σε οποιαοδήποτε μετάφραση στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το δίτομο αυτό έργο περιέχει πολλά έγγραφα από τα αρχεία της Τσεκά (την μπολσεβίκικη μυστική αστυνομία και το πρωταρχικό σκέλος της καταστολής) και του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και μαρτυρίες από διάφορες άλλες πηγές.

Σίγουρα ο Shtirbul δεν είναι αναρχικός, πόσο μάλλον συμπαθής προς τον αναρχισμό, αλλά έχει ήδη δείξει την επίδραση του αναρχισμού και στους επαναστατικούς κύκλους αλλά και στο γενικότερο πληθυσμό της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul συνδέει την αναρχική παράδοση με τις κοσμικές παραδόσεις στη Σιβηρία. Φέρνει ως παράδειγμα την τάση για αντι-φεουδαρχική αυτονομία ομάδων των Κοζάκων, τους ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους χωρικούς και ομάδες ληστών, τον αντικρατισμό των αντιφρονούντων ρωσικών ορθόδοξων ομάδων, τις επιπτώσεις του Προτεσταντισμού στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και την ύπαρξη συνεταιριστικών πρακτικών τόσο από τους αγρότες όσο και από τους εργάτες. Ο Μπακούνιν έχει συχνά γελοιοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τους μαρξιστές, για την υποστήριξή του στις ομάδες ληστών στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αλλά το εν λόγω έργο δείχνει μια κάποια αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας της ληστείας και των ριζοσπαστικών της δυνατοτήτων. Στην πραγματικότητα, ο Shtirbul, βασιζόμενος στο έργο του Lojdikov, πιστεύει ότι ο Μπακούνιν βάθυνε τις ελευθεριακές του πεποιθήσεις ενόσω ήταν εξόριστος στη Σιβηρία. Ήταν σίγουρα η ίδια περίπτωση με τον Κροπότκιν, ο οποίος αναγνώρισε αυτές τις απόψεις στα απομνημονεύματά του.

Εξορία

Η παρουσία των αναρχικών στις φυλακές, καθώς και στην εξορία στη Σιβηρία, ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους ενάντια στο τσαρικό καθεστώς, πρέπει να λογιστεί ως ένα από τα θεμέλια του σιβηριανού αναρχισμού.

Οι πρώτες καθαρά αναρχικές ομάδες εμφανίστηκαν το 1902, αλλά η κοινωνική τους εμφάνιση τοποθετείται κατά την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905-1906. Ως μειοψηφία, οι αναρχικοί επικεντρώθηκαν αρχικά στην προφορική ή γραπτή προπαγάνδα. Οι αποτυχίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και η καταστολή που ακολούθησε την επανάσταση, συνέπεσαν με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ως αποτέλεσμα, ένα τμήμα πολιτικά ενεργών εργαζομένων μετακινήθηκε προς αναρχικές θέσεις. Η αναρχική ομάδα του Τομσκ, που συνήλθε το 1907, αποφάσισε να διαδώσει την προπαγάνδα μέσω του προφορικού και γραπτού λόγου, να κάνει δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις ώστε να προετοιμαστεί μια εξέγερση, να επιδοθεί σε νόμιμη δραστηριότητα μέσω συνεταιρισμών, συνδικάτων και ταμείων αλληλεγγύης, αλλά και σε απαλλοτρίωση κρατικών τραπεζών και πλούσιων ιδιωτών, αλλά και τρομοκρατία κατά ορισμένων υψηλά ιστάμενων ατόμων. Σε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, τους σοσιαλεπαναστάτες και αγωνιστές που δεν ανήκαν σε κόμματα, έγιναν διάφορες ένοπλες δράσεις: το 1907 στο Ομσκ και το 1911 στην Τσίτα, με την λιποταξία του 30% των ανδρών του εκεί εδρεύοντος συντάγματος στρατού. Επίσης, οι πράξεις απαλλοτρίωσης και τρομοκρατίας υπήρξαν πολλές.

Το 1914 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη αναρχικών κομμουνιστών σε ένα χωριό στην επαρχία Ιρκούτσκ. Συμμετείχαν 30 άτομα και αποφάσισαν μια διπλή γραμμή, δηλαδή αναρχική προπαγάνδα και τρομοκρατία ενάντια στους εκπροσώπους της εξουσίας. Την ίδια εποχή επήλθε διαχωρισμός του αναρχικού κινήματος σε τρία ρεύματα, αναρχοκομμουνισμός, αναρχοσυνδικαλισμός και αναρχοατομικισμός. Ο Shtirbul εκτιμά ότι το διάστημα 1906-1907 υπήρχαν στην περιοχή 100 αναρχικοί σε σύγκριση με 3.000 σοσιαλδημοκράτες και 1.000 σοσιαλεπαναστάτες. Το 1917 ο Shtirbul υπολογίζει ότι υπήρχαν 46 αναρχικές ομάδες και λέσχες με 800 αγωνιστές.

Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 στράφηκε γρήγορα προς όφελος των μπολσεβίκων, οι οποίοι επίσης γρήγορα ανέλαβαν τον έλεγχο όλων των τομέων της κυβέρνησης. Απασχολημένες με την αντίσταση στην αντεπανάσταση των λευκών, οι άλλες επαναστατικές ομάδες επιχείρησαν να δημιουργήσουν λαϊκά σώματα αντιτιθέμενα στους μπολσεβίκους.

Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι αναρχικοί χωρίστηκαν σε φιλοσοβιετικούς και αντισοβιετικούς. Στη Σιβηρία, οι αναρχικοί άρχισαν μια εποικοδομητική δραστηριότητα, κυρίως μεταξύ των ανθρακωρύχων του Κερέμοβο. Και αυτό παρά τα εσωτερικά προβλήματα με την παρουσία «εγκληματικών στοιχείων» στις τάξεις τους.

Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και τα εργαστήρια. Ο Shtirbul αναφέρεται σε έναν «αυθόρμητο αναρχισμό» χωρίς προφανή σύνδεση με τις αναρχικές οργανώσεις. Αυτό εξηγεί το άγχος του Λένιν για το ότι η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο των μπολσεβίκων. Στο Ιρκούτσκ, όπου ο αντιδραστικός στρατηγός Κορνίλοφ είχε τον έλεγχο, υπήρξε μια αποτυχημένη εξέγερση της φρουράς τον Σεπτέμβρη του 1917, αλλά σημειώθηκε και μια παρόμια αναρχική αναταραχή στις φρουρές στο Τομσκ, το Κρασνογιάρσκ, το Τσερέμκοβο, το Σεμιπαλατίνσκ, την Τσίτα και μεταξύ του στόλου της λίμνης Βαϊκάλη. Ενώ η δραστηριότητα των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων μειώθηκε ταχέως, αυτή των μπολσεβίκων και των αναρχικών μεγάλωσε. Οι αναρχικοί είχαν αποκτήσει βαθιές ρίζες στις περιοχές Τομσκ, Κρασνογιάρσκ, Ιρκούτσκ και γύρω από τη λίμνη Βαϊκάλη. Αυτές οι τέσσερις περιοχές καλύπτουν σχεδόν τρεισήμισι εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το 12,7% του εδάφους της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul αναγνωρίζει την αυξανόμενη επιρροή των αναρχικών ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς και τους αγρότες, που ξεκινούσε από στρατιώτες που εμφορούνταν από αναρχικές ιδέες και οι οποίοι υπηρετούσαν στη Σιβηρία.

Σοβιέτ

Αναρχικά βιβλία -με έργα των Κροπότκιν, Ρεκλύ και Μαλατέστα- άρχισαν να κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Novomirski, ενώ εμφανίστηκαν εφημερίδες όπως η «Sibirskiy Anarkhist» («Αναρχική Σιβηρία») στο Κρασνογιάρσκ και η «Buntovnik» («Ο Εξεγερμένος») στο Τομσκ. Συγκρούσεις άρχισαν να αναπτύσσονται μεταξύ των αναρχικών και των μπολσεβίκων.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1917-1918 οι αναρχοσυνδικαλιστές του Κρασνογιάρσκ δήλωσαν ότι αντιτίθενται «στην κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ» και επιβεβαίωσαν ότι είναι έτοιμοι να αγωνιστούν ενάντια στα κόμματα που δεν άφηναν χώρο για «προλετάριους επαναστάτες». Την άνοιξη του 1918, οι αναρχικοί του Τομσκ υπερασπίστηκαν μια οργάνωση σοβιέτ που εξέφρασε πραγματικά το ενδιαφέρον των εργαζομένων. Τον Γενάρη του 1918 επτά από τους 104 αντιπροσώπους από τη Δυτική Σιβηρία, σε ένα συνέδριο στο Ιρκούτσκ, ήταν αναρχικοί. Πέρα από αυτά τα στοιχεία, ορισμένες λεπτομέρειες δείχνουν μια αναρχική επιρροή στις δομές αυτές. Στο Πανσιβηρικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Φεβρουάριο του 1918 στο Ιρκούτσκ, υπήρχαν 8 αναρχικοί σύνεδροι σε σύνολο 202. Το Συνέδριο εξέλεξε στη διεύθυνσή του 25 μπολσεβίκους, 11 σοσιαλεπαναστάτες, 4 μαξιμαλιστές 4 αναρχικούς και 2 διεθνείς σοσιαλδημοκράτες (επομένως, λίγο περισσότερο από το 45% των συνέδρων δεν ήταν Μπολσεβίκοι).

Είναι ενδιαφέρον, ότι ο Shtirbul είναι σύμφωνος με τα συμπεράσματα του Μαχνό και του Αρσίνοφ, ότι ήταν η έλλειψη συντονισμού και η έλλειψη τακτικής ενότητας που εμπόδιζαν την ανάπτυξη του αναρχισμού σε σύγκριση με τους μπολσεβίκους στο επίπεδο της Σιβηρίας και της Ρωσίας.

Οι Μπολσεβίκοι κινήθηκαν ενάντια στους αναρχικούς την άνοιξη του 1918, χρησιμοποιώντας την Τσεκά για να τους επιτεθούν και να τους φυλακίσουν. Αλλά ο αφοπλισμός των αναρχικών μονάδων στη Σιβηρία από τους Μπολσεβίκους επισκιάστηκε από την επίθεση των λευκών με επικεφαλής τον Κολτσάκ, τον Μάρτη του 1918. Οι μονάδες αυτές, καθώς και οι μονάδες που είχαν οργανωθεί από τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, αγωνίστηκαν αρκετά αποτελεσματικά για τους Μπολσεβίκους μη επιτρέποντας στον εαυτό τους να τους καταστρέψουν. Βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της παράνομης αντίστασης όταν οι λευκοί κατέλαβαν τη Σιβηρία. Το φθινόπωρο του 1918 εμφανίστηκαν ομάδες αναρχικών αγροτών στις περιοχές που αναφέρθηκαν ήδη. Επίσης, ο Νοβοσέλοφ ήταν διοικητής μιας ομάδας δεκάδων αγωνιστών που τραγουδούσαν το άσμα «Η Πορεία των Αναρχικών» και έφεραν κόκκινες και μαύρες σημαίες με το σύνθημα «Η Αναρχία είναι η μητέρα της Τάξης» (φράση του Ρεκλύ που χρησιμοποιήθηκε και στις σημαίες του μαχνοβίτικου κινήματος). Άλλα αναρχικά αποσπάσματα εξέλεξαν τους διοικητές τους.

Ο Shtirbul θεωρεί ότι σημαντικός αριθμός από τους 140.000 επαναστάτες μαχητές στη Σιβηρία ήταν υπό αναρχική επιρροή. Όπως και τα μαχνοβίτικα αποσπάσματα που συνέβαλαν με αποφασιστικό τρόπο στην ήττα του Λευκού στρατηγού Ντενίκιν στην Ουκρανία, οι αναρχικοί αντάρτες της Σιβηρίας (Νοβοσέλοφ και Ρογκόφ) συνέβαλαν στην απόκρουση του Κολτσάκ. Από αυστηρά στρατιωτική άποψη, οι αναρχικοί στην πάλη εναντίον των λευκών ήταν απαραίτητοι. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά εντολές από τη Μόσχα, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα με τη συντριβή του σιβηριανού αναρχισμού, καθώς οι ντόπιοι μπολσεβίκοι θεωρούσαν τους αναρχικούς ειλικρινείς επαναστάτες.

Υποψίες

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε προβλήματα στη Σιβηρία με τον διορισμό από τη Μόσχα ηγετών ξένων με την περιοχή καθώς και τον διορισμό πρώην τσαρικών αξιωματικών ως ηγετών του Κόκκινου Στρατού. Αυτές οι περιστάσεις έδωσαν ισχύ στις αναρχικές υποψίες για τους μπολσεβίκους και τις προτάσεις τους ότι η επανάσταση πρέπει να ελέγχεται από τις ίδιες τις μάζες. Στην Τέταρτη Στρατιά Αγροτών Παρτιζάνων με επικεφαλής τον Μαρμόντοφ, ο διοικητής Μ.Β. Κοζύρ, πρότεινε τα σοβιέτ να οργανωθούν χωρίς τους μπολσεβίκους. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος τον καθαίρεσε και έβαλε στη θέση του έναν μπολσεβίκο. Αμέσως μια μαζική συνέλευση της φρουράς υιοθέτησε το ακόλουθο ψήφισμα: «Οι επαναστατικές επιτροπές του στρατού που δεν έχουν εκλεγεί από εμάς, δεν έχουν καμία εξουσία … κανείς δεν μπορεί να αποπέμψει τους αντιπροσώπους μας και να τους αντικαταστήσει με ανθρώπους που δεν ξέρουμε…».

Ο ίδιος ο Κοζύρ είπε ότι «Ας διαλέξουμε τους καλύτερους από εμάς, επιλέγοντας εκείνους που αξίζουν την εμπιστοσύνη μας και κατανοούν τις ανάγκες μας». Σε μια κυβρνητική έκθεση τον Γενάρη 1920 για την Περιφέρεια Αλτάι, σημειώνεται ότι οι αγρότες ανέμεναν την ανάπτυξη του περιφερειακού ελέγχου. Όταν ένιωσαν τις συγκεντρωτικές τάσεις των μπολσεβίκων, προέκυψε μια ολοένα αυξανόμενη αντιπάθεια.

Η αντίσταση στην ενσωμάτωση των κομματικών μονάδων οργανώθηκε από τις μονάδες που διοικούνταν από τους αναρχικούς Νοβοσέλοφ, Ρογκόφ, Λούμπκοφ και Πλοτνίκοφ, στις περιοχές Αλτάι, Τομσκ και Σεμιπαλατίνσκ. Οι αναρχικοί καθοδήγησαν μια εκστρατεία για τη δημιουργία αυτοοργανωμένων αγροτικών κολλεκτίβων και την απελευθέρωση του Ρογκόφ, κάτι που πέτυχαν τον Απρίλη του 1920. Την 1η Μάη του ίδιου χρόνου έγινε μια τεράστια αναρχική συνάντηση στο χωριό Julanikh, 120 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μπαρνούλ, όπου οι ομιλητές υπογράμμισαν τη συμπάθειά τους στα θύματα του λευκού τρόμου. Συμμετείχαν χίλιοι ανάρτες και παρακολούθησαν αρκετές χιλιάδες αγρότες, φέροντας κόκκινες και μαύρες σημαίες. Δύο ημέρες αργότερα ξέσπασε εξέγερση. Χίλιοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν.

Ο Νοβοσέλοφ, ο οποίος διοικούσε μια μονάδα εκατό αναρχικών αγωνιστών που δρούσε σε μια περιοχή χιλίων περίπου χιλιομέτρων στις περιοχές Αλτάι και Κουζμπάς, από το Δεκέμβρη 1918 έως τον Δεκέμβρη του 1919, πρότεινε τη δημιουργία της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Αλτάι (AFA), που υποστηρίχθηκε από τον Ρογκόφ και επτά άλλους διοικητές.

Το στρατιωτικό απόσπασμα αυξήθηκε σε χίλια άτομα και είχε την υποστήριξη χιλιάδων αγροτών από την περιοχή Πριτσένσκ. Αυτή η εξέγερση μεγάλωσε χάρη στις δραστηριότητες της AFA στον Κόκκινο Στρατό, την πολιτοφυλακή και την Τσεκά (το τελευταίο αρκετά εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ήταν η ένοπλη πτέρυγα της μπολσεβίκικης καταστολής και δείχνει το επίπεδο της δυσαρέσκειας). Αναρχικοί αντάρτες κατέλαβαν την περιοχή βορειοανατολικά της Barnaul και τις περιφέρειες Biiski, Kuznetskov και Novonikolaev.

Παρά τις διαταγές από το κέντρο της Μόσχας, οι ντόπιοι μπολσεβίκοι δεν μπήκαν στη φωτιά, ίσως επειδή φοβούνταν ότι η δυσαρέσκεια θα εξαπλωνόταν και σε άλλες μονάδες του στρατού. Μόλις ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να επιτίθεται, οι μονάδες του Ρογκόφ χωρίστηκαν σε μικρότερες μονάδες που διασκορπίστηκαν σε όλη την τάιγκα.

Τον Ιούνη του 1920 ο Ρογκόφ συνελήφθη και αυτοκτόνησε (;), αλλά ο Νοβοσέλοφ συνέχισε τον αγώνα μέχρι το Σεπτέμβρη του 1920, πριν πάει να κρυφτεί με τους αντάρτες του. Την ίδια στιγμή, ο Λούμπκοφ πυροδότησε μια νέα εξέγερση στην περιοχή του Τομσκ, συγκεντρώνοντας 2.500 με 3.000 μαχητές.

Ηττημένος, ο Λούμπκοφ έκανε μια απόπειρα να διαπραγματευτεί μια ανακωχή με τους μπολσεβίκους πριν εξαφανιστεί στην τάιγκα με μερικούς από τους αντάρτες του. Τον Γενάρη του 1921 ο Νοβοσέλοφ συμμετείχε σε μια νέα εξέγερση στο Ιουλιανίκ. Ο αγροτικός στρατός του συγκέντρωσε 5-10.000 μαχητές. Αλλά σε μια εξαιρετικά απελπιστική κατάσταση, προσπάθησε να σχηματίσει συμμαχία με αντικομμουνιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των λευκών. Εξέφρασε την ελπίδα να στραφεί εναντίον των τελευταίων από τη στιγμή που θα νικούσε τους μπολσεβίκους (οι Μαχνοβίτες στην Ουκρανία αρνήθηκαν μια τέτοια συμμαχία με βάση τις πολιτικές τους αρχές και στην πραγματικότητα οδηγήθηκαν σε στρατιωτική συμμαχία με τους κόκκινους, αν και οι δεύτεροι στράφηκαν εναντίον τους). Η στάση των κινημάτων του Νοβοσέλοφ και του Μαχνό δείχνουν την ανάγκη πλήρους αυτονομίας από οποιοδήποτε αντιαναρχικό ρεύμα). Ο Νοβοσέλοφ συντρίφτηκε γρήγορα. Ο Shtirbul πιστεύει ότι η «Σιβηριανή Μαχνοβτσίνα» ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στην υιοθέτηση από τους Μπολσεβίκους της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ).

Οι μπολσεβίκοι συνέχισαν τον πόλεμο ενάντια σε εκείνους που πολέμησαν ηρωικά στην υπόγεια αντίσταση κατά των λευκών του Κολτσάκ. Το 1923, σε ένα άλλο μακελειό εναντίον επαναστατικών δυνάμεων εκτελέστηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το προσωπικό των παράτυπων μονάδων του Νικολάγεβσκ στο Αμούρ – περιλαμβανομένων της μαξιμαλίστριας Νίνα Λεμπέντιεβα και του αναρχικού Triapitzin (οι μαξιμαλιστές ήταν μια διάσπαση του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, που υιοθετούσε θέσεις πολύ κοντά στον αναρχισμό). Αυτά τα τμήματα είχαν νικήσει τις ιαπωνικές δυνάμεις που είχαν εισβάλει. Εκτελέστηκαν, επίσης, μέλη του τοπικού Σοβιέτ, το μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σάσοφ, και άλλοι οι οποίοι αμφισβήτησαν τη σύσταση της Δημοκρατίας Άπω Ανατολής ως μια τεχνητή κρατική οντότητα από τους Μπολσεβίκους. Μεταξύ Φλεβάρη και Απρίλη του ίδιου χρόνου έγιναν μαζικές συλλήψεις αναρχικών, μαξιμαλιστών και σοσιαλεπαναστατών. Το χειρότερο γεγονός από όλα ήταν το ότι στο Βλαδιβοστόκ στις 26 Φλεβάρη, συνελήφθησαν μέλη των υπόγειων εργατικών οργανώσεων και των παράνομων μονάδων. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 8 μαξιμαλιστές και 4 αναρχικοί, μεταξύ αυτών του εκδότη της εφημερίδας «Black Flag» και των Khanienko και Ustimenko. Ακόμα 38 άλλοι, μαξιμαλιστές, αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικοί, συνελήφθησαν στο Blagoviestchensk στις 10 Απριλίου. Μαγειρεύτηκε από την Τσεκά μια συνομωσία από τη «Λευκή Φρουρά» στην Τσίτα και με βάση αυτη την κατηγορία δικάστηκαν οι συλληφθέντες. Οκτώ εκτελέστηκαν και δέκα καταδικάστηκαν σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης. Όπως ένας αντίπαλος των μπολσεβίκων, έγραψε σε επιστολή του: «Με την υποστήριξη των αριστερών σοσιαλεπαναστατών και των αναρχικών, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι παρουσίασαν κατά τη διάρκεια των εκλογών για το Σοβιέτ τους δικούς τους αυτόνομους και μη κομματικοποιημένους υποψήφιους, αρνούμενοι να ψηφίσουν τους κομμουνιστές».

*Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε μια κριτική του Frank Mintz στο γαλλικό αναρχικό περιοδικό «A Contretemps». Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.

Η αναρχική καπετάνισα (Αταμάνσα) Μαριούσα Νικηφόροβα

Μαριούσα (Μαρία) Νικηφόροβα: γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Αλεξανδροφσκ της Ρωσίας, πέθανε μάλλον μέσα στο 1919 σε άγνωστη περιοχή
Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν μάλλον το 1918 στο Ελισάβετγκραντ. Η μία έγραφε από πίσω “Μην κάνετε άσχημες σκέψεις για μένα” – Μ.Νικηφόροβα.

Γεννημένη στο Αλεξανδρόφσκ (σημερινό Ζαπορόζνι) η Μαρία Νικηφόροβα ήταν μια εργάτρια[1] που καταδικάστηκε σε θάνατο για τις ένοπλες επιθέσεις που πραγματοποίησε ενάντια στις τσαρικές αρχές το 1905, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια. Πέρασε μέρος της ποινής της στη φυλακή του Πετροπαβλόσκ στο Πέτρογραδ. Δραπέτευσε το 1910 καθώς τη μετέφεραν στη Σιβηρία, περνώντας, όπως και ο Μπακούνιν, από την Ιαπωνία στις ΗΠΑ κι από κει στη δυτική Ευρώπη. Επέστρεψε στο Αλεξανδρόφσκ το καλοκαίρι του 1917. Εκεί, όλοι οι αναρχικοί ήταν είτε διανοούμενοι (σ.μ. δάσκαλοι κλπ) είτε χειρώνακτες εργάτες και χωρίζονταν σε αναρχοκομμουνιστές και αναρχοατομικιστές, αλλά σύμφωνα με το Νέστορα Μάχνο αυτή ήταν μια καθαρή (σ.μ. με την έννοια της αδιαμόρφωτης) μορφή αναρχισμού (σ.μ. εννοεί τον ατομικισμό), και στην πραγματικότητα ήταν όλοι τους επαναστάτες αναρχοκομμουνιστές.

Στις αρχές Ιουνίου δημιούργησαν μια ομοσπονδία αναρχικών και άρχισαν να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα μεταξύ των εργαζομένων. Τον Αύγουστο του 1917 αυτή και το ένοπλο απόσπασμά της λήστεψαν μια στρατιωτική αποθήκη στο σταθμό Οριχίβ, κατόπιν επετέθησαν σε ένα σύνταγμα στρατού της πόλης από το οποίο όσοι δεν συνελήφθησαν διασκορπίστηκαν ενώ όλοι οι συλληφθέντες αξιωματικοί εκτελέστηκαν. Μέρος των όπλων και πυρομαχικών που απαλλοτριώθηκαν πέρασαν στο Μαχνοβίτικο στρατό.

Μίλησε σε μια αγροτική συνέλευση που προήδρευε ο Μάχνο στο Γκιουλάι-Πόλε στις 29 Αυγούστου του 1917. Συνόδευσε τους Μάχνο και Αντόνωφ της αναρχοκομμουνιστικής ομάδας του Γκιουλάι-Πόλε, σε μια επίσκεψη στα εργοστάσια του Αλεξανδρόφσκ το 1917 που διήρκεσε αρκετές ημέρες, με στόχο το ξεσκέπασμα της αντεπαναστατικής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκε στο όνομα των εργαζομένων στα χωριά από το καθεστώς Κερένσκυ [2]. Συλλήφθη κρυφά την τρίτη νύχτα από το σοσιαλεπαναστάτη Ποπώφ και τον κομισάριο της κυβέρνησης Μίχνο, επειδή συνόδευε τους αναρχικούς χωρίς να έχει εξουσιοδοτηθεί από τους αγρότες. Οι πράκτορές τους βρήκαν που διέμενε, την άρπαξαν και την οδήγησαν με αυτοκίνητο στη φυλακή. Το επόμενο πρωί που οι εργάτες του Αλεξανδροφσκ έμαθαν για τη σύλληψη, σταμάτησαν την εργασία τους και σχημάτισαν πορεία με πανό προς το Εργατικό-Αγροτικό Σοβιέτ. Άρπαξαν τον σοσιαλδημοκράτη Μοτσάλγι, πρόεδρο του Σοβιέτ, εξέλεξαν μια επιτροπή και ανάγκασαν τον Μοτσάλγι να πάει μαζί τους στη φυλακή και να ελευθερώσουν τη Νικηφόροβα. Αφού την απελευθέρωσαν οι εργάτες, την πέρασαν σε όλη την πορεία από μπλοκ σε μπλοκ και την οδήγησαν θριαμβευτικά στο Σοβιέτ. Κανένας από τους κομισάριους δεν τόλμησε να τους μιλήσει τότε. Η Νικηφόροβα με ένα δυναμικό της λόγο κάλεσε τους εργαζομένους να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση, για την επανάσταση και για μια κοινωνία ελεύθερη από κάθε εξουσία.

Η έντονη επαναστατική της δραστηριότητα κέρδισε έναν έπαινο το 1918 από τον μπολσεβίκο στρατηγό Αντόνωφ. Τον Ιανουάριο του 1918 χρησιμοποίησε πάλι το μεγάλο ταλέντο της σαν προπαγανδίστρια. Όταν τα αποσπάσματα των Κοζάκων του Δον ήταν έτοιμα να προσχωρήσουν στον αντεπαναστατικό στρατό των Λευκών του Κάλεντιν, παρεμποδίστηκαν από τις επαναστατικές δυνάμεις συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της Νικηφόροβα, με αποτέλεσμα να παραδωθούν μαζικά. [3] Μετά από αυτό, (οι Κοζάκοι) εξετάστηκαν από τους αναρχικούς, συμπεριλαμβανομένης της Νικηφόροβα, για να ερμηνευτεί ο ρόλος τους κάτω από το παλαιό καθεστώς και τις δυνατότητες που θα μπορούσαν να έχουν σε μια ελεύθερη κοινωνία. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε σαν παιδιά. Μερικοί διανοούμενοι ακούγοντας τις ομιλίες, σημείωσαν: «Θεέ μου, πόσο άτονες και θλιβερές φαίνονται οι ομιλίες της Επαναστατικής Επιτροπής και των πολιτικών κομμάτων σε αντίθεση με τις ομιλίες των αναρχικών και προ πάντων της Μαριούσα Νικηφόροβα!». Χάρη σ’αυτό, κάμποσοι Κοζάκοι του Δον καθιέρωσαν μια μακροχρόνια επαφή με τους αναρχικούς και αρθρογραφούσαν σε αναρχικά έντυπα.

Το δε ένοπλο απόσπασμα που οργάνωσε η Νικηφόροβα κυνήγησε πολλούς αξιωματικούς του στρατού και (αντεπαναστάτες) πολέμαρχους. Αργότερα κινήθηκε προς το Ελισάβετγραδ οργανώνοντας ένα άλλο ένοπλο απόσπασμα που πάλεψε ενάντια σε όλους τους εισβολείς συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών και του Ντένικιν και συμμετείχε για δύο εβδομάδες στις οδομαχίες με τα αντιδραστικά στοιχεία στην πόλη. Ενώθηκε με το Μαχνοβίτικο κίνημα το 1919. Η Μόσχα την έκρινε «ταραχοποιό στοιχείο» και της απαγόρευσε την άσκηση των ευθυνών για διάστημα ενός έτους, που περιορίστηκε σε 6 μήνες από τον Καμένεφ μετά από την επίσκεψή του στο Μάχνο στο Γκιουλάι-Πόλε, το Μαΐο του 1919.

Οι ειρηνικές αποστολές δεν ικανοποιούσαν την ανήσυχη Μαρία Νικηφόροβα κι έτσι ξανάρχισε τον ένοπλο αγώνα. Το τέλος της είναι αρκετά σκοτεινό. Μερικοί λένε ότι κρεμάστηκε από το Λευκό στρατηγό Σλάχτσεφ στο Σιμφέροπολ το φθινόπωρο 1919 αλλά υπήρξε μια αναφορά για κάποια Μαριούσα που οδηγούσε ένα απόσπασμα ενάντια στον Κόκκινο στρατό το φθινόπωρο του 1921. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ήταν αυτή.

Εναλλακτικά, έχουμε τον Αντε Κίλιγκα στο «Ρωσικό Αίνιγμα» όπου μιλάει για κάποιους συντρόφους του, Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές, οι οποίοι επιστρέφοντας από τη νοτιοδυτική Ουκρανία στα τέλη του καλοκαιριού του 1929, ανέφεραν ότι είχαν συναντηθεί με τη διάσημη Μαριούσα η οποία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ηγήθηκε μιας τρομερής μερίδας υποστηρικτών της. Οι ημέρες θριάμβου της είχαν τελειώσει. Ντυμένη στα στρατιωτικά, περιπλανιόταν άσκοπα στους δρόμους. Θα μπορούσε να τη βρει κανείς στην ταβέρνα (σ.μ. κατά λέξη: συνεταιριστικό κατάστημα –της τότε ΕΣΣΔ) να λέει αδιάφορα «δώσε μου ένα μπουκάλι». Ο υπάλληλος να της δίνει το μπουκάλι της βότκας, εκείνη να το παίρνει χωρίς να πληρώσει και να φεύγει αμίλητη. Σε κάποιες εντυπωσιακές διηγήσεις των κατορθωμάτων της παρουσιάζεται ντυμένη στα μαύρα πάνω σ’ένα άσπρο άλογο, οδηγώντας 1.500 φανατικούς ιππείς.

[1] Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η Μαρία Νικηφόροβα μεγάλωσε σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια μεσοαστών όπου ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό μέσω ενός αναρχικού διανοούμενου θείου της.
[2] Ο Κερένσκυ και η τάση των σοσιαλεπαναστατών συνεργάστηκε σε πολλές περιπτώσεις τόσο με τους Μπολσεβίκους όσο και τους Αναρχικούς. Η εισβολή Ελλήνων και Γάλλων αντεπαναστατών στο νότο αποκρούστηκε από τη συνεργασία σοσιαλεπαναστατών του Κερένσκυ, Μαχνοβιτών και του πρώην λήσταρχου Τσαπάγιεφ. Η «ανοχή» των Μπολσεβίκων απέναντι στους σοσιαλεπαναστάτες εξαντλήθηκε μετά τα γεγονότα της Κροστάνδης.
[3] Η επιχείρηση αφοπλισμού των Κοζάκων του Δον διοργανώθηκε από κοινού από Μπολσεβίκους και Αναρχικούς, στην πράξη όμως εκτελέστηκε σχεδόν αποκλειστικά από τους Αναρχικούς, πράγμα που αποτέλεσε αργότερα σημείο προσέγγισης στη συζήτηση Λένιν-Μάχνο όπου αναφέρθηκε και η συνεισφορά της Νικηφόροβα.

Η επίσκεψη του Νέστορ Μαχνό στο Λένιν

Τον Ιούνιο του 1918, ο Μαχνό φτάνει στη Μόσχα. Συναντάει στο Κρεμλίνο τον Γιάκοβ Μιχαήλοβιτς Σβερντλόφ, γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου κόμματος, κι έπειτα τον ίδιο τον Λένιν. Τις δύο αυτές συνομιλίες διηγήθηκε ο Μαχνό στα Απομνημονευματά του.

Γιάκοβ Μιχαήλοβιτς Σβερντλόφ

‘Εφτασα στις πύλες του Κρεμλίνου αποφασισμένος να δω τον Λένιν και, ει δυνατόν, τον Σβερντλόφ, για να έχω μία συνομιλία μαζί τους. Πίσω από ένα γκισέ καθόταν ένας υπάλληλος. Του προσκόμισα το διαπιστευτήριο που είχα λάβει από το Σοβιέτ της Μόσχας. Αφού το διάβασε προσεκτικά, μου έβγαλε ο ίδιος μια άδεια την οποία επισύναψε στο διαπιστευτήριό μου και πέρασα έτσι την πύλη που οδηγούσε στα ενδότερα του Κρεμλίνου. Εκεί, βρισκόταν ένας Λετονός τουφεκιοφόρος. Τον προσπέρασα και μπήκα στην αυλή όπου έπεσα πάνω σ’ έναν άλλο φρουρό στον οποίο ο καθένας μπορούσε να ζητήσει να του υποδείξει το κτίριο που έψαχνε. Μετά από εκεί, ήσουν ελεύθερος να περπατήσεις, να χαζέψεις τα κανόνια και τα βλήματα διαφόρων διαμετρημάτων, της προ ή μετά Μέγα Πέτρου εποχής, να σταματήσεις μπροστά στην μνημειακή καμπάνα του Τσάρου, ή και άλλων γνωστών αξιοπερίεργων πραγμάτων, ή να μεταβείς απευθείας σε ένα από τα παλάτια. [..] Την επόμενη μέρα, στη μία η ώρα, ήμουν πάλι στο Κρεμλίνο όπου ξαναβρήκα τον σύντροφο Σβερντλόφ ο οποίος με οδήγησε αμέσως στον Λένιν. Εκείνος με υποδέχτηκε με συντροφικότητα. Με πήρε από το μπράτσο, και χτυπώντας μου απαλά την πλάτη με το άλλο του χέρι, με έβαλε να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Αφού παρακάλεσε τον Σβερντλόφ να πάρει μια άλλη πολυθρόνα, πλησίασε τον γραμματέα του και του είπε:

– Να έχετε την καλοσύνη να τελειώσετε την εργασία αυτή μέχρι τις δύο. Έπειτα, ήρθε και κάθισε απεναντί μου και άρχισε τις ερωτήσεις. Η πρώτη του ερώτηση ήταν: “Από ποιό μέρος είστε;” ‘Υστερα: “Πως υποδέχτηκαν η αγρότες της περιοχής σας το σύνθημα: ‘Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ στα χωριά και πως αντέδρασαν οι εχθροί αυτού του συνθήματος και ειδικά η Κεντρική Ράντα [αντιπροσωπευτικό σώμα που συγκροτήθηκε στην Ουκρανία το 1917 -σ.σ.];” ‘Επειτα πάλι:

“Οι αγρότες της περιοχής σας ξεσηκώθηκαν κατά των αυστρο-γερμανών εισβολέων; Αν ναι, τι ήταν αυτό που εμπόδισε τις αγροτικές εξεγέρσεις να μετατραπούν σε γενική εξέγερση και να συνδεθούν με τη δράση των μονάδων των ερυθρών φρουρών, οι οποίοι, με τόσο αυταπάρνηση, υπερασπίστηκαν τις επαναστατικές μας κατακτήσεις; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, έδινα στον Λένιν σύντομες απαντήσεις. Αυτός, με το χαρακτηριστικό του ταλέντο, προσπαθούσε να θέσει τα ερωτήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να απαντώ σημείο προς σημείο. ‘Οπως με την ερώτηση: “Πως υποδέχτηκαν η αγρότες της περιοχής μου το σύνθημα: ‘Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ στα χωριά;” Ο Λένιν μου την έθεσε τρεις φορές, και παραξενεύτηκε όταν του απάντησα: “Οι αγρότες το υποδέχτηκαν με τον τρόπο τους, που σημαίνει ότι, στο μυαλό τους, κάθε εξουσία πρέπει, σε όλους τους τομείς, να ταυτιστεί με τη συνείδηση και τη θέληση των εργαζομένων. ‘Οτι τα Σοβιέτ των εργατών και των αγροτών στα χωριά, του κάθε τομέα και κάθε διαμερίσματος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξαρτήματα της επαναστατικής οργάνωσης και της οικονοιμικής αυτοδιαχείρησης των εργαζομένων στον αγώνα τους κατά της αστικής τάξης κι αυτών που την υπηρετούν: των δεξιών σοσιαλιστών και της συμμαχικής τους κυβέρνησης.

– Πιστεύετε πως αυτός ο τρόπος ερμηνείας του συνθηματός μας είναι σωστός; ρώτησε ο Λένιν.

– Ναι, απάντησα.

– Στην περίπτωση αυτή, οι αγρότες της περιοχής σας μολύνθηκαν από τον αναρχισμό, μου είπε.

– Και είναι αυτό κακό; ρώτησα.

– Δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, θα έπρεπε να χαιρόμαστε γι’ αυτό, επειδή επιταχύνεται έτσι η νίκη του κομμουνισμού πάνω στον καπιταλισμό και την εξουσία του.

– Αυτό είναι κολακευτικό για μένα, απάντησα στον Λένιν, προσπαθώντας να μην γελάσω.

– ‘Οχι, όχι, ισχυρίζομαι πολύ σοβαρά πως το κοινωνικό αυτό φαινόμενο στη ζωή της αγροτικής μάζας θα επιτάχυνε τη νίκη του κομμουνισμού πάνω στον καπιταλισμό, επανέλαβε ο Λένιν, προσθέτοντας: “Πιστεύω όμως πως το φαινόμενο δεν ήταν αυθόρμητο. Επηρεάστηκε από την αναρχική προπαγάνδα και δεν θα αργήσει να εξαφανιστεί. ‘Εχω μάλιστα την εντύπωση πως το πνεύμα αυτό που συνετρίβη από την θριαμβευτική αντεπανάσταση πριν του δοθεί ο χρόνος να δημιουργήσει μία οργάνωση, έχει ήδη εξαφανισθεί.” Παρατήρησα στον Λένιν πως ένας πολιτικός αρχηγός δεν πρέπει ποτέ να φανεί απαισιόδοξος ή σκεπτικιστής.

– ‘Ωστε κατά τη γνώμη σας, είπε ο Σβερντλόφ, διακοπτοντάς με, θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε τις αναρχικές αυτές τάσεις στη ζωή της αγροτικής μάζας; – Ω! το κόμμα σας δεν πρόκειται να τις εναθρρύνει, απάντησα. Ο Λένιν βρήκε αμέσως την ευκαιρία να ρωτήσει:

– Και γιατί θα έπρεπε να τις ενθαρρύνουμε; Για να διασπάσουμε τις επαναστατικές δυνάμεις του προλεταριάτου, να ανοίξουμε τον δρόμο στην αντεπανάσταση και τελικά να ανέβουμε μαζί με το προλεταριάτο στο ικρίωμα; Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και με κάποια νευρικότητα στη φωνή μου, παρατήρησα στον Λένιν ότι ο αναρχισμός και οι αναρχικοί δεν προσδοκούσαν στην αντεπανάσταση και δεν οδηγούσαν σ’ αυτήν το προλεταριάτο.

– Αυτό πράγματι είπα; με ρώτησε ο Λένιν, προσθέτοντας: “‘Ηθελα να πω πως οι αναρχικοί, μην έχοντας μαζικές οργανώσεις, δεν είναι σε θέση να οργανώσουν το προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες, επομένως και να τους ξεσηκώσουν για να υπερασπιστούν, με την ευρεία έννοια, αυτό που κατακτήθηκε για όλους μας και μας είναι πολύτιμο.” Η συζήτηση στράφηκε έπειτα στα άλλα ζητήματα που έθεσε ο Λένιν. ‘Οπως και στο παρακάτω: “Τα αποσπάσματα των ερυθρών φρουρών και το επαναστατικό θάρρος με το οποίο υπερασπίστηκαν τις κοινές κατακτήσεις”. Ο Λένιν με ανάγκασε να απαντήσω όσο το δυνατόν πληρέστερα. Προφανώς το ζήτημα τον απασχολούσε ή μπορεί και να του θύμιζε όσα είχαν κάνει πρόσφατα στην Ουκρανία τα τάγματα των ερυθρών φρουρών, πετυχαίνοντας υποτίθεται τους στόχους που ο Λένιν και το κόμμα του είχαν θέσει, στελνοντάς τους εκεί από το Πέτρογκραντ κι από άλλες μακρινές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας. Θυμάμαι την συγκίνηση του Λένιν, συγκίνηση που μπορούσε να εκδηλώσει μόνο ένας άνθρωπος που βίωνε με πάθος τον αγώνα κατά του κοινωνικού καθεστώτος που μισούσε, όταν του είπα:

– ‘Εχοντας πάρει ο ίδιος μέρος στον αφοπλισμό δεκάδων κοζάκων που αποσπάστηκαν από το γερμανικό μέτωπο στα τέλη του Δεκέμβρη του 1917 και στις αρχές του 1918, είμαι πολύ καλά πληροφορημένος για το “επαναστατικό θάρρος” που επέδειξαν οι μονάδες του Κόκκινου στρατού και ειδικά οι αρχηγοί τους. Γι’ αυτό και μου φαίνεται, σύντροφε Λένιν, πως το υπερεκτιμάτε εφόσον βασίζεστε σε πληροφορίες από δεύτερες και τρίτες πηγές.

– Μα πως; Το αμφισβητείτε; με ρώτησε ο Λένιν.

– Τα τάγματα των ερυθρών φρουρών επέδειξαν πράγματι επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, αλλά όχι τόσο όσο το περιγράφετε. Η μάχη των ερυθρών φρουρών κατά των “haïdamaks” [ουκρανικές ένοπλες ομάδες κοζάκων – σ.σ.] της Rada Centrale και κυρίως κατά των γερμανικών στρατευμάτων γνώρισε στιγμές όπου το επαναστατικό πνεύμα και θάρρος, καθώς και η δράση των ερυθρών φρουρών και των αρχηγών τους αποδείχτηκαν πολύ αδύναμα. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό οφείλεται στην βιαστική εκπαίδευση των σχηματισμών των ερυθρών φρουρών και στην τακτική που χρησιμοποιούσαν ενάντια στον εχθρό, η οποία δεν συμβαδίζει ούτε με αντάρτικες ομάδες, ούτε με τακτικές μονάδες. Πρέπει να γνωρίζετε πως οι ερυθροί φρουροί, είτε είναι πολυάριθμοι ή είτε είναι λίγοι, επιτίθενται στον εχθρό μετακινούμενοι πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Σε απόσταση δέκα ή δεκαπέντε βέρστια απ’ αυτές, το έδαφος προσφέρεται στην ελεύθερη κίνηση των υπερασπιστών της επανάστασης όπως και της αντεπανάστασης. Για το λόγο αυτό, οι ξαφνικές επιθέσεις πετύχαιναν σχεδόν πάντα. Μόνο γύρω από τους σιδηροδρομικούς κόμβους των πόλεων ή των κωμοπόλεων όπου περνάει τρένο μπορούσαν τα τάγματα των ερυθρών φρουρών να οργανώσουν ένα μέτωπο, κι από κει να προβούν σε επιθέσεις. Αλλά τα μετώπισθεν και η περιφέρεια των οικισμών εκείνων που απειλούνται από τον εχθρό παρέμεναν χωρίς υπερασπιστές. Η επιθετική δράση της επανάστασης δεχόταν έτσι ένα αρνητικό αντίκτυπο. Οι μονάδες των ερυθρών φρουρών δεν είχαν καλά καλά τελειώσει να απευθύνουν το καλεσμά τους σε μια περιοχή, που οι αντεπαναστατικές δυνάμεις περνούσαν στην αντεπίθεση υποχρεώνοντας πολύ συχνά τους ερυθρούς φρουρούς να οπισθοχωρούν και να καλύπτονται στα θωρακισμένα τους τρένα. ‘Ετσι ο πληθυσμός της υπαίθρου δεν τους έβλεπε καν. Κι επομένως δεν μπορούσε να τους στηρίξει.

– Τι κάνουν οι επαναστάτες προπαγανδιστές στις αγροτικές περιοχές; Δεν μπορούν να κρατούν σε ετοιμότητα τους προλετάριους αγρότες για να συμπληρώνουν με φρέσκες δυνάμεις τις μονάδες ερυθρών φρουρών που εμφανίζονται στην περιοχή τους, ή για να σχηματίζουν νέα σώματα ερυθρών φρουρών που θα καταλάβουν θέσεις πολεμώντας την αντεπανάσταση; με ρώτησε ο Λένιν.

– Μην παίρνουν τα μυαλά μας αέρα. Οι επαναστάτες προπαγανδιστές είναι λίγοι στην ύπαιθρο και δεν μπορούν να κάνουν και πολλά. Αντίθετα, κάθε μέρα φτάνουν στα χωριά εκατοντάδες προπαγανδιστές και κρυφοί εχθροί της Επανάστασης. Σε πολλά μέρη, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα συγκροτήσουν οι επαναστάτες προπαγανδιστές νέες δυνάμεις της επανάστασης και θα τις οργανώνουν για να αντιταχθούν στην αντεπανάσταση. Η εποχή μας, είπα στον Λένιν, απαιτεί αποφασιστικές ενέργειες όλων των επαναστατών σε όλους τους τομείς της ζωής και της πάλης των εργαζομένων. Αν δεν το λάβουμε αυτό υπόψη μας, ειδικά εκεί σε μας, στην Ουκρανία, σημαίνει ότι επιτρέπουμε στην αντεπανάσταση που συσπειρώνεται πίσω από τον hetman [στρατιωτικός διοικητής -σ.σ.] να αναπτυχθεί όπως θέλει και να αυξήσει τη δυναμή της. Ο Σβερντλόφ κοιτούσε μια εμένα και μια τον Λένιν και χαμογελούσε με ικανοποίηση. ‘Οσο για τον Λένιν, κρατούσε τα δαχτυλά του ενωμένα και σκεφτόταν με το κεφάλι σκυφτό. Ανασηκώθηκε κάποια στιγμή και μου είπε:

– ‘Οσα μου είπατε μόλις τώρα είναι πολύ δυσάρεστα. Και γυρίζοντας στον Σβερντλόφ πρόσθεσε: “Εφόσον ανασυντάξουμε τις μονάδες των ερυθρών φρουρών μέσα στον Κόκκινο στρατό θα είμαστε σε καλό δρόμο, στον δρόμο που οδηγεί στην τελική νίκη του προλεταριάτου πάνω στην μπουρζουαζία.

– Ναι, ναι, απάντησε ζωηρά ο Σβερντλόφ. Ο Λένιν μου είπε έπειτα:

– Τι δουλειά υπολογίζετε να κάνετε στη Μόσχα; Απάντησα ότι δεν θα έμενα για πολύ ακόμα. Σύμφωνα με την απόφαση της Συνδιάσκεψης των αντάρτικων ομάδων που έγινε στο Ταγκανρόγκ θα έπρεπε να είμαι πίσω στην Ουκρανία τις πρώτες μέρες του Ιουλίου.

– Παράνομα; με ρώτησε ο Λένιν.

– Ναι, απάντησα. Απευθυνόμενος τότε στον Σβερντλόφ, ο Λένιν παρατήρησε:

– Οι αναρχικοί είναι πάντα γεμάτοι αυταπάρνηση, και έτοιμοι για όλες τις θυσίες. Εξαιτίας όμως του τυφλού τους φανατισμού, αγνοούν το παρόν και η σκέψη τους είναι μόνο στο μακρινό μέλλον. Με παρακάλεσε όμως να μην το πάρω προσωπικά, και πρόσθεσε:

– Σας θεωρώ, σύντροφε, σαν έναν άνθρωπο με αίσθηση της πραγματικότητας και των αναγκών της εποχής μας. Αν υπήρχε στη Ρωσία έστω κι ένα τρίτο των αναρχικών σαν κι εσάς, εμείς οι κομμουνιστές θα ήμασταν έτοιμοι να βαδίσουμε μαζί τους υπό κάποιες προϋποθέσεις και να συνεργαστούμε για το συμφέρον της ελεύθερης οργάνωσης των παραγωγών. Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα να φουντώνει μέσα μου ένα αίσθημα βαθιάς εκτίμησης για τον Λένιν, ενώ μέχρι πρόσφατα ήμουν πεπεισμένος πως ευθυνόταν για τον αφανισμό των αναρχικών οργανώσεων της Μόσχας, που έδωσε το σινιάλο για την εξόντωσή τους και σε πολλές άλλες πόλεις. Και μέσα μου, αισθάνθηκα ντροπή. Ψάχνοντας την απάντηση που θα έπρεπε να δώσω στον Λένιν, του είπα χωρίς περιστροφές:

– Η Επανάσταση και οι κατακτήσεις της είναι το ίδιο πολύτιμες για τους αναρχικούς και για τους κομμουνιστές. Κι έτσι αποδεικνύεται πως από την άποψη αυτή είναι όλοι τους όμοιοι.

– Ω! μην μας τα λέτε αυτά, αντέτεινε ο Λένιν, γνωρίζουμε τους αναρχικούς το ίδιο καλά όσο κι εσείς. Οι περισσότεροι δεν έχουν καμία αίσθηση του παρόντος, ή πάντως δεν τους αφορά παρά ελάχιστα. Ωστόσο, το παρόν έχει τόση σημασία που είναι παραπάνω από ντροπή για έναν επαναστάτη να μην το λαβαίνει υπόψη του ή να μην παίρνει θέση θετικά απεναντί του. Οι περισσότεροι αναρχικοί έχουν τις σκέψεις τους στραμμένες στο μέλλον και του αφιερώνουν τα γραπτά τους χωρίς να προσπαθούν να καταλάβουν το παρόν: είναι κι αυτό κάτι που μας χωρίζει. ‘Εχοντας πει αυτά τα λόγια, ο Λένιν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, βημάτισε δεξιά κι αριστερά, και πρόσθεσε:

– Ναι, ναι, οι αναρχικοί παίρνουν δύναμη από την ιδέα που έχουν για το μέλλον μέσα στο παρόν, δεν πατάνε στη γη. Η στάση τους είναι αξιοθρήνητη, κι αυτό γιατί ο άδειος από περιεχόμενο φανατισμός τους εμποδίζει να έχουν πραγματικούς δεσμούς με το μέλλον αυτό. Ο Σβερντλόφ χαμογέλασε πονηρά, και γυρίζοντας σε μένα, μου είπε:

– Δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε. Οι παρατηρήσεις του Βλαντιμίρ ‘Ιλιτς είναι σωστές.

– ‘Εχουν ποτέ αναγνωρίσει οι αναρχικοί την έλλειψη ρεαλισμού τους στην “παρούσα ζωή”; Ούτε που το σκέφτονται, βιάστηκε να προσθέσει ο Λένιν. Απαντώντας σ’ αυτό, είπα στον Λένιν και στον Σβερντλόφ πως εγώ ήμουν ένας αγρότης ημιαγράμματος και πως δεν θα ήθελα να συζητήσω την άποψη για τους αναρχικούς που εξέφρασε μόλις τώρα ο Λένιν και η οποία για μένα παρά είναι σύνθετη. – Αλλά πρέπει να σας πω, σύντροφε Λένιν, ότι ο ισχυρισμός σας πως οι αναρχικοί δεν κατανοούν “το παρόν”, ότι δεν έχουν πραγματική σχέση μ’ αυτό, είναι εντελώς λανθασμένος. Οι αναρχικοί κομμουνιστές της Ουκρανίας (ή του “Νότου της Ρωσίας”, εφόσον εσείς, οι μπολσεβίκοι κομμουνιστές, αποφεύγετε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη Ουκρανία), οι αναρχικοί κομμουνιστές, λέω, έχουν αποδείξει πάρα πολλές φορές ότι βρίσκονται με τα δύο πόδια στο “παρόν”. ‘Ολος ο αγώνας της ουκρανικής επαναστατικής εκστρατείας κατά της Κεντρικής Ράντα διεξήχθη κάτω από την ιδεολογική διεύθυνση των αναρχικών κομμουνιστών και εν μέρει των S.-R. (οι οποίοι, για να πούμε την αλήθεια, έβαζαν διαφορετικούς στόχους από τους δικούς μας στον αγώνα κατά της Ράντα). Οι μπολσεβίκοι σας δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στις περιοχές μας, κι αν υπάρχουν η επηροή τους είναι μηδαμινή. ‘Ολες οι αγροτικές κοινότητες ή ενώσεις δημιουργήθηκαν στην Ουκρανία με πρωτοβουλία των αναρχικών κομμουνιστών. Ακόμη και ο ένοπλος αγώνας του εργαζόμενου λαού ενάντια στην αντεπανάσταση γενικά, και στην αντεπανάσταση που αντιπροσωπεύουν οι στρατοί εισβολής της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας, πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά υπό την ιδεολογική και οργανική ηγεσία των αναρχικών κομμουνιστών. Βέβαια, δεν είναι προς το συμφέρον του κομματός σας να χρεωθούν όλα αυτά στο ενεργητικό μας, αλλά είναι γεγονότα που δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε. Γνωρίζετε επακριβώς, υποθέτω, τη δύναμη και την πολεμική ικανότητα του Ουκρανικού Ελεύθερου Επαναστατικού Σώματος. ‘Οχι αναίτια, αναφερθήκατε στο θάρρος με το οποίο υπερασπίστηκαν ηρωϊκά τις κοινές επαναστατικές μας κατακτήσεις. Αναμεσά τους, οι μισοί τουλάχιστον πολέμησαν κάτω από την αναρχική σημαία. Ο Mokrooussov , η M. Nikiforova, ο Tchéredniak, ο Garine, ο Tcherniak, ο Lounev και πολλοί άλλοι άρχηγοί αντάρτικων σωμάτων που θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να τους απαριθμήσουμε όλους είναι όλοι τους αναρχικοί κομμουνιστές. Και δεν αναφέρομαι σε μένα, στο σώμα στο οποίο ανήκω καθώς και στις άλλες ομάδες ανταρτών και στα “τάγματα εθελοντών” για την υπεράσπιση της επανάστασης που σχηματίσαμε και που δεν μπόρεσαν να αγνοηθούν από το επιτελείο των κόκκινων φρουρών. ‘Ολα αυτά πείθουν πως η αποψή σας, σύντροφε Λένιν, είναι εσφαλμένη, ότι δηλαδή οι αναρχικοί δεν πατάνε στη γη, ότι η στάση μας στο “παρόν” είναι αξιοθρήνητη, παρότι μας αρέσει πολύ να σκεπτόμαστε το “μέλλον”. ‘Οσα σας είπα στη διάρκεια της συνομιλίας μας δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, διότι αυτή είναι η αλήθεια. Η παρουσίαση που σας έκανα έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα που βγάζετε για μας, και όλοι, όπως κι εσείς ο ίδιος, μπορούν να διαπιστώσουν πως βρισκόμαστε και με τα δυό πόδια στο “παρόν”, πως αναζητούμε σ’ αυτό οτιδήποτε μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον, το οποίο, πράγματι, το αναλογιζόμαστε πολύ σοβαρά.”

Εκείνη τη στιγμή, κοίταξα τον Σβερντλόφ που είχε κοκκινήσει αλλά συνέχιζε να χαμογελάει. ‘Οσο για τον Λένιν, είπε, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια:

– ‘Ισως και να κάνω λάθος.

– Ναι, ναι, στην προκειμένη περίπτωση, σύντροφε Λένιν, υπήρξατε πολύ αυστηρός μαζί με μας τους αναρχικούς κομμουνιστές, επειδή απλά, όπως πιστεύω, δεν έχετε σωστή ενημέρωση για την ουκρανική πραγματικότητα και τον ρόλο που παίζουμε σ’ αυτήν.

– ‘Ισως, δεν το αμφισβητώ. Ποιός εξάλλου έχει το αλάθητο, ιδίως στην κατάσταση αυτή όπου βρισκόμαστε; απάντησε ο Λένιν. Και καθώς συνειδητοποίησε πως είχα γίνει λίγο νευρικός, προσπάθησε με πατρικό ύφος να με καθησυχάσει, αλλάζοντας πολύ επιδέξια θέμα στη συζήτηση.

Ο κακός μου όμως χαρακτήρας, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, δεν μου επέτρεπε, παρά το σεβασμό που με ενέπνευσε ο Λένιν, να συνεχίσω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτήν την κουβέντα. Θα αισθανόμουν προσβεβλημένος. Κι ενώ ένιωθα ότι είχα απεναντί μου κάποιον με τον οποίο θα υπήρχαν πολλά άλλα θέματα συζήτησης, ή από τον οποίον θα μπορούσε να μάθει κανείς πολλά, η διάθεση μου άλλαξε. Οι απαντήσεις μου δεν ήταν πια τόσο άνετες. Κάτι μέσα μου είχε σπάσει και ένα δυσάρεστο συναίσθημα με πλημμύρισε. Ο Λένιν δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε αντιληφθεί την αλλαγή αυτή στα συναισθηματά μου. Προσπάθησε να το διασκεδάσει μιλώντας για κάτι άλλο. Και βλέποντας ότι καλυτέρευε η διαθεσή μου κι ότι με κέρδιζε η ευγλωττία του, με ρώτησε ξαφνικά:

– Προτίθεστε λοιπόν να φτάσετε παράνομα στην Ουκρανία;

– Ναι, απάντησα.

– Θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;

– Ευχαρίστως, είπα. Απευθυνόμενος τότε στον Σβερντλόφ, ο Λένιν ρώτησε:

– Ποιός δικός μας είναι σήμερα επικεφαλής της υπηρεσίας που έχει αναλάβει να περνάει τα παιδιά μας στο Νότο; – Ο σύντροφος Καρπένκο ή ο Ζατόνσκι, απάντησε ο Σβερντλόφ, θα ρωτήσω και θα μάθω. Ενώ ο Σβερντλόφ τηλεφωνούσε για να πληροφορηθεί ποιός από τους δύο ήταν επικεφαλής της υπηρεσίας που έστελνε τους αγωνιστές στην Ουκρανία για να δουλέψαν παράνομα, Ο Λένιν προσπάθησε να με πείσει πως έπρεπε να συμπεράνω από την στάση του απεναντί μου πως η θέση του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στους αναρχικούς δεν ήταν τόσο εχθρική όσο φαινόταν να το πιστεύω.

– Αν αναγκαστήκαμε, μου είπε ο Λένιν, να πάρουμε δραστικά μέτρα για να βγάλουμε τους αναρχικούς από το μέγαρο που είχαν καταλάβει στη Μαλάϊα Ντμίτροβκα, όπου έκρυβαν κάποιους ντόπιους ή περαστικούς εγκληματίες, η ευθύνη δεν είναι δική μας αλλά των αναρχικών που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Εξάλλου δεν σας δημιουργήσουμε άλλα προβλήματα. Πρέπει να ξέρετε πως τους επετράπη να πιάσουν ένα άλλο κτήριο κοντά στη Μαλάϊα Ντμίτροβκα και είναι ελεύθεροι να δουλέψουν όπως θέλουν.

– ‘Εχετε ενδείξεις, ρώτησα τον σύντροφο Λένιν, που να επιβεβαιώνουν ότι οι αναρχικοί της Μαλάϊα Ντμίτροβκα υπέθαλπταν εγκληματίες;

– Ναι, η ‘Εκτακτη Επιτροπή (Τσεκά) τις έχει συγκεντρώσει και ελέγξει. Αλλιώς, το κόμμα μας δεν θα της είχε επιτρέψει να πάρει μέτρα, απάντησε ο Λένιν. Εν τω μεταξύ, ο Σβερντλόφ είχε επιστρέψει και ξανακάθισε μαζί μας. Μας ανακοίνωσε πως ο σύντροφος Καρπένκο ήταν πράγματι επικεφαλής της υπηρεσίας που κανόνιζε τις αποστολές, αλλά και πως ο σύντροφος Ζατόνσκι ήταν επίσης ενήμερος. Ο Λένιν αναφώνησε αμέσως:

– Ορίστε, σύντροφε, περάστε αύριο, μεθαύριο ή όποτε θέλετε να δείτε τον σύντροφο Καρπένκο και ζητήστε του οτιδήποτε χρειάζεσθε για να περάσετε παράνομα στην Ουκρανία. Θα σας υποδείξει μια ασφαλή διαδρομή για να περάσετε τα σύνορα.

– Ποιά σύνορα; ρώτησα.

– Δεν το ξέρετε; Μία συνοριακή γραμμή έχει χαραχτεί ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Και την φυλάγουν τα γερμανικά στρατεύματα, είπε ο Λένιν, εκνευρισμένος.

– Θεωρείτε ωστόσο την Ουκρανία ως “το Νότο της Ρωσίας”; απάντησα.

– ‘Αλλο το να θεωρούμε, σύντροφε, και άλλο το να έχουμε στη ζωή τα μάτια μας ανοιχτά, ανταπάντησε ο Λένιν. Και πριν προλάβω να αντιδράσω, πρόσθεσε:

– Θα πείτε στον σύντροφο Καρπένκο πως σας στέλνω εγώ. Αν έχει αμφιβολίες, ας μου τηλεφωνήσει. Αυτή είναι η διεύθυνση όπου θα μπορείτε να τον δείτε.

‘Ορθιοι τώρα και οι τρεις, σφίξαμε τα χέρια και αφού ανταλλάξαμε τις θερμές μας, καθώς φάνηκε, ευχαριστίες, βγήκα απο το γραφείο του Λένιν.

Μετάφραση: Σ.Σ.
Από: http://www.marxists.org/francais/general/makhno/works/1918/makhno.htm

Το Μανιφέστο του Επαναστατικού στρατού Ουκρανίας

Το προσωρινό Μανιφέστο του Μαχνοβίτικου στρατού, γράφτηκε σε μια περίοδο (πρωτοχρονιά του 1920) που αυτός κυριαρχούσε στην Ουκρανία είχε κατατροπώσει την αντεπανάσταση και αφού οι Μπολσεβίκοι είχαν αποδείξει πως δεν έχουν καμιά πρόθεση να αποδώσουν πραγματικά την εξουσία στους εργάτες και τους αγρότες.

Προς τους αγρότες και τους εργαζομένους όλης της Ουκρανίας! Να μεταδοθεί με τηλέγραφο, τηλέφωνο ή αγγελιαφόρο στα χωριά όλης της Ουκρανίας! Να διαβαστεί στις συνελεύσεις εργατών και αγροτών, στα εργοστάσια και στα αγροκτήματα! Αδέλφια εργαζόμενοι!

Ο επαναστατικός στρατός της Ουκρανίας έχει δημιουργηθεί για να αντισταθεί στην κατοχή των εργατών και των αγροτών από την αστική τάξη και την Μπολσεβικική-κομμουνιστική δικτατορία. Έχει θέσει σα στόχο την πλήρη απελευθέρωση των Ουκρανών εργαζομένων από το ζυγό οποιουδήποτε είδους τυραννίας και τη δημιουργία ενός δικού μας, γνήσιου σοσιαλιστικού συστήματος.

Ο επαναστατικός στρατός των Μαχνοβιτών ανταρτών έχει παλέψει με θάρρος σε πολλά μέτωπα προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Κατάφερε προς το παρόν επιτυχή έκβαση στην πάλη ενάντια στο στρατό του Ντένικιν, απελευθερώνοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή, όπου υπήρχε τυραννία και κατοχή.

Πολλοί εργαζόμενοι αγρότες έχουν αναρωτηθεί: Τι ακριβώς κάνετε εσείς; Τι μπορούμε και τι θάπρεπε να κάνουμε εμείς; Πώς θάπρεπε να αντιμετωπίζουμε τους νόμους των αρχών και των οργανώσεών τους; Σ’αυτές τις ερωτήσεις, καλείται να απαντήσει η Ουκρανική Ένωση Εργατών και Αγροτών. Πράγματι, πρέπει να καλέσει πολύ σύντομα όλους τους αγρότες και τους εργάτες σε συμβούλιο για να αποφασίσουν.

Δεδομένου όμως ότι η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία η συνέλευση των αγροτών και των εργαζομένων θα προχωρήσει, στην οποία θα έχουν την δυνατότητα να μαζευτούν, να συζητήσουν και να επιλύσουν τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες και οι εργάτες μας, δεν είναι γνωστή, ο Μαχνοβίτικος επαναστατικός στρατός κρίνει χρήσιμο να δημοσιεύσει το ακόλουθο μανιφέστο:

1. Όλες οι διατάξεις της κυβέρνησης Ντένικιν ακυρώνονται με το παρόν έγγραφο (…) Επιπλέον ακυρώνονται όλες εκείνες οι διατάξεις της κομμουνιστικής κυβέρνησης που συγκρούονται με τα συμφέροντα αγροτών και εργαζομένων. Εναπόκειται στην κρίση των ίδιων των εργαζομένων το που οι διατάξεις της κομμουνιστικής κυβέρνησης είναι καταστρεπτικές για τα συμφέροντά τους.
2. Όλα τα κτήματα που ανήκουν στα μοναστήρια, τους μεγαλοκτηματίες και άλλους εχθρούς περνούν στα χέρια εκείνων που ζουν από την εργασία των χεριών τους και μόνο. Αυτή η μεταβίβαση της περιουσίας πρέπει να καθοριστεί στα συμβούλια μετά από συζήτηση από την αγροτιά. Οι αγρότες θα πρέπει να λάβουν όχι μόνο τα προσωπικά συμφέροντά τους αλλά και τα κοινά συμφέροντα των μοχθούντων ανθρώπων, που υποφέρουν στο ζυγό των εκμεταλλευτών.
3. Τα εργοστάσια, οι εταιρίες, τα ανθρακωρυχεία και τα άλλα μέσα παραγωγής περιέρχονται στην κυριότητα της εργατικής τάξης συνολικά, η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη για την κατεύθυνση και τη διοίκησή τους, επωφελούμενη από την εμπειρία της να ενθαρρύνει την ανάπτυξή τους και με στόχο να συγκεντρωθεί ολόκληρη η παραγωγή της χώρας κάτω από την ομπρέλα μιας ενιαίας οργάνωσης.
4. Όλοι οι αγρότες και οι εργαζόμενοι καλούνται να οργανώσουν μόνοι τους ελεύθερα συμβούλια αγροτών-εργατών. Μόνο οι εργάτες και οι αγρότες που παίζουν έναν ενεργό ρόλο σε κάποιο χρήσιμο τομέα της οικονομίας μπορούν να εκλεχτούν σε τέτοια συμβούλια. Οι αντιπρόσωποι των πολιτικών οργανώσεων δεν πρόκειται να παίζουν κανέναν ρόλο στα συμβούλια των εργατών και των αγροτών, επειδή αυτό μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα των ίδιων των εργαζομένων.
5. Η ύπαρξη των τυραννικών, στρατοκρατικών οργανώσεων που είναι ανταγωνιστικές με το πνεύμα των ελεύθερων εργαζομένων δεν θα επιτραπεί.
6. Η ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συμμετοχής στα συμβούλια αποτελεί δικαίωμα κάθε εργαζόμενου και οποιαδήποτε ενέργεια αντίθετη προς αυτές τις ελευθερίες αποτελεί πράξη αντεπανάστασης.
7. Οι οργανώσεις της αστυνομίας καταργούνται με το παρόν έγγραφο: Στη θέση τους θα πρέπει να οργανωθούν ομάδες αυτοάμυνας από τους εργάτες και τους αγρότες και να επανδρωθούν από τους ίδιους.
8. Τα συμβούλια των εργατών και των αγροτών αντιπροσωπεύουν την αυτοάμυνα όλων των εργαζομένων: κάθε ένα από αυτά θα πρέπει να αγωνίζεται με οποιοδήποτε τρόπο ενάντια στις επεμβάσεις των αστών και των στρατιωτικών. Ενέργειες ληστείας θα πρέπει να καταδικάζονται – ληστές και αντεπαναστάτες να εκτελούνται επί τόπου.
9. Τόσο το Σοβιετικό όσο και το Ουκρανικό νόμισμα είναι αποδεκτά με αναλογία αντιτίμου: όλες οι παραβιάσεις αυτής της διάταξης θα τιμωρούνται.
10. Η ανταλλαγή των αγαθών, προϊόντων ή εργαλείων παραμένει ελεύθερη, εκτός αν επιτηρείται από τις οργανώσεις αγροτών και εργαζομένων. Προτείνεται ότι τέτοιες ανταλλαγές πρέπει να προχωρήσουν μεταξύ των εργαζομένων.
11. Όσοι εμποδίσουν τη διάδοση αυτού του μανιφέστου θα θεωρηθούν αντεπαναστάτες και σαν τέτοιοι θα αντιμετωπίζονται.

Επαναστατικός στρατός της Ουκρανίας (Μαχνοβτσίνα) 1η Ιανουαρίου 1920

Μετάφραση: Μαχνοβίτες

Συνοπτική Ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος

Μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας του Μαχνοβίτικου Κινήματος (Μαχνοβτσίνα) που μεταφράσαμε από το “Αναρχισμός: Από τη θεωρία στην πράξη” του Ντανιέλ Γκουερίν. Οι πηγές του είναι κυρίως από την ιστορική καταγραφή του Πήτερ Αρσίνωφ. Εκτιμώντας ότι υπάρχουν αρκετά κενά στην ιστορική μνήμη των Αναρχικών συντρόφων σχετικά με το Μαχνοβίτικο Κίνημα, δημοσιεύουμε αυτό το απόσπασμα. Οι σημειώσεις-υπογραμμίσεις είναι δικές μας.

Ήταν σχετικά εύκολο (σ.μ. για τους Μπολσεβίκους) να εκκαθαριστούν οι μικροί, αδύνατοι πυρήνες των Αναρχικών στις πόλεις, αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην Ουκρανία, όπου ο αγροτοπρολετάριος Νέστορας Μάχνο είχε δημιουργήσει μια ισχυρή αναρχική οργάνωση αγροτών, οικονομική και στρατιωτική. Ο Μάχνο, ένα παιδί φτωχών Ουκρανών αγροτών ήταν είκοσι ετών το 1919. Σαν παιδί, είχε ζήσει την επανάσταση του 1905 και έγινε αργότερα Αναρχικός. Το Τσαρικό καθεστώς τον συνέλαβε και τον καταδίκασε σε θάνατο, που τελικά μετατράπηκε σε φυλάκιση οκτώ ετών, που εξέτησε κατά το μεγαλύτερο διάστημα αλυσσοδεμένος στη φυλακή Butyrki, το μόνο “σχολείο” που παρακολούθησε ποτέ. Κάλυψε τουλάχιστον κάποια από τα κενά στην εκπαίδευσή του με τη βοήθεια ενός συνκρατούμενου συντρόφου, του Πήτερ Αρσίνωφ.

Αμέσως μετά από την Οκτωβριανή επανάσταση, ο Μάχνο πήρε πρωτοβουλία στην οργάνωση των μαζών των αγροτών σε μια αυτόνομη περιοχή, ακτίνας κατά προσέγγιση 400 μέχρι 480 μιλίων, με επτά εκατομμύρια κατοίκους. Στο Νότο τα σύνορά της έφταναν στη θάλασσα azov στο λιμάνι Berdyansk, με κέντρο την Gulyai-Polye, μια μεγάλη πόλη 20-30.000 ανθρώπων. Μια παραδοσιακά επαναστατική περιοχή που είχε βιώσει τις βίαιες ταραχές του 1905.

Η ιστορία άρχισε όταν επέβαλε ο Γερμανικός και Αυστριακός στρατός κατοχής ένα δεξιό καθεστώς που βιαζόταν να επιστρέψει στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους τα εδάφη που έιχαν καταληφθεί από τους επαναστατημένους αγρότες. Οι εργάτες γής ξεσηκώθηκαν σε μια ένοπλη άμυνα των πρόσφατων κατακτήσεών τους. Αντιστάθηκαν στην αντίδραση αλλά και την πρόωρη παρείσφρυση των Μπολσεβίκων κομισάριων και τις υπερβολικές επιβολές τους. Αυτό το απέραντο “Μη-Κράτος” ήταν εμπνευσμένο από έναν “εραστή της δικαιοσύνης”, ένα είδος αναρχικού “Ρομπέν των Δασών”, τον αποκαλούμενο από τους αγρότες “Πατέρα” Μάχνο. Ο πρώτος ένοπλος άθλος του ήταν η κατάληψη της Gulyai – Polye στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1918. Η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου εντούτοις, οδήγησε στην απόσυρση των Αuστρο-Γερμανικών δυνάμεων κατοχής, και έδωσε στο Μάχνο μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσει τις προμήθειές του σε πολεμοφόδια, όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό.

Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι αρχές του ελευθεριακού κομμουνισμού εφαρμόστηκαν στην απελευθερωμένη Ουκρανία, και τέθηκε σε ησχύ η αυτοδιαχείρηση όσο ήταν δυνατό αυτό στις συνθήκες του εμφύλιου πολέμου.

Οι αγρότες ενώθηκαν σε “Κομμούνες” ή σε “Σοβιέτ Ελεύθερων Εργατών” και όργωναν από κοινού το έδαφος για το οποίο είχαν πολεμήσει τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Αυτές οι ομάδες τήρησαν τις αρχές της ισότητας και της αδελφότητας. Κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί έπρεπε να εργάζεται ανάλογα με τη δύναμή του, και οι σύντροφοι που εκλέγονταν προσωρινά σε διευθυντικά πόστα, επέστρεφαν μετά τη θητεία τους στην κανονική εργασία τους μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των κοινοτήτων.

Κάθε Σοβιέτ (σ.μ.Ελεύθερο Σοβιέτ) ήταν απλά ο εκτελεστής της θέλησης των αγροτών στην περιοχή που το εξέλεγαν.

Οι μονάδες παραγωγής συνενώθηκαν σε Ομοσπονδίες ανα περιοχές, και οι Ομοσπονδίες σε Ενώσεις. Οι Ενώσεις συνενώθηκαν σε ένα γενικό οικονομικό σύστημα βασισμένο στην κοινωνική ισότητα, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Κανένας πολιτευόμενος δεν επέβαλε τη θέλησή του στους υπόλοιπους με το πρόσχημα της δύναμης του Σοβιέτ. Τα μέλη έπρεπε να είναι αυθεντικοί εργαζόμενοι στην υπηρεσία των εργαζομένων μαζών.

Όταν οι Μαχνοβίτες κατεύθαναν σε μια περιοχή αναρτούσαν αφίσες που έγραφαν:

“Οι εργάτες και οι αγρότες είναι πιά ελεύθεροι, και μη υπαγόμενοι σε οποιοδήποτε περιορισμό. Εξαρτάται από τους εργάτες και τους αγρότες πως θα ενεργήσουν, πως θα αυτο-οργανωθούν, πως θα συμφωνήσουν μεταξύ τους για όλες τις πτυχές της ζωής τους, όπως οι ίδιοι νομίζουν …. Οι Μαχνοβίτες δεν μπορούν να δώσουν τίποτα περισσότερο από κάποιες συμβουλές και ενίσχυση… Σε καμία περίπτωση αυτοί δεν μπορούν ούτε επιθυμούν να κυβερνήσουν.” [1]

Όταν, το 1920, όταν οι άνθρωποι του Μάχνο παρουσιάστηκαν για να διαπραγματευτούν με τους Μπολσεβίκους, το έκαναν σαν ίσος προς ίσο, και σύναψαν μια εφήμερη συμφωνία μαζί τους, στην οποία επέμειναν να προστεθεί το ακόλουθο παράρτημα: “Στην περιοχή που καταλαμβάνεται από το στρατό των Μαχνοβιτών, οι εργάτες και οι αγρότες είναι ελεύθεροι να δημιουργίσουν δικούς τους θεσμούς, στα πλαίσια μιας οικονομικής και πολιτικής αυτοδιοίκησης. Αυτές οι κοινότητες θα είναι αυτόνομες και ομοσπονδιακά συνδεδεμένες με συμφωνίες με τα όργανα της κυβέρνησης των Σοβιετικών Δημοκρατιών”. Οι μπολσεβίκοι διαπραγματευτές ήταν τρομερά διστακτικοί και τελικά αποσύνδεσαν το παράρτημα από τη συμφωνία προκειμένου να μην το αναφέρουν στη Μόσχα όπου φυσικά θα ήταν θεωρητικά “απολύτως απαράδεκτο”. [2]

Μια από τις σχετικές αδυναμίες του κινήματος των Μαχνοβιτών ήταν η έλλειψη ελευθεριακών διανοούμενών, αλλά κάλυπτε κάπως το κενό η αλληλεγγύη από το εξωτερικό. Αυτή εκφράστηκε αρχικά από τους Αναρχικούς Κλαρκώφ και Κούρσκ που εμπνεύστηκαν από το Voline οι οποίοι είχαν στήσει μια οργάνωση που ονομαζόταν Nabat (ο κώδωνας κινδύνου) το 1918.

Το 1919 οργανώθηκε ένα συνέδριο στο οποίο ξεκαθάρισαν: “ρητά και κατηγορηματικά αντιτασόμαστε σε οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής στα Σοβέτ, τα οποία έχουν γίνει ένα καθαρά κομματικό σώμα που οργανώνεται πάνω σε μιαν αυταρχική, συγκεντρωτική, κρατιστική βάση”. Η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων θεώρησε αυτήν την δήλωση ως κύρηξη πολέμου και το Nabat αναγκάστηκε να σταματήσει όλες τις δραστηριότητές του. Αργότερα τον Ιούλιο, ο Voline φτάνει στην έδρα του Μάχνο και συναντιέται με τον Πήτερ Αρσίνωφ για να πάρει την ευθύνη του πολιτιστικού και εκπαιδευτικού σκέλους του κινήματος. Προήδρευσε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο στο Alexandrovsk, όπου υιοθετήθηκαν οι “γενικές διατριβές” που καθορίζουν το δόγμα των “Ελεύθερων Σοβιέτ”.

Σ’αυτά τα συνέδρια συμμετείχαν αγρότες και εκπρόσωποι των ανταρτών. Στην πραγματικότητα, η πολιτική οργάνωση ήταν μια προέκταση της οργάνωσης του στρατού των εξεγερμένων αγροτών, που εφάρμοζε αντάρτικη τακτική.

Αυτός ο στρατός ήταν εντυπωσιακά ευκίνητος, καλύπτοντας τουλάχιστον 160 μίλια την ημέρα, χάρις όχι μόνο το ιππικό του αλλά και το πεζικό του, το οποίο ταξίδευε σε ελαφρά ιππήλατα κάρρα με ελατήρια. Αυτός ο στρατός οργανώθηκε σε συγκεκριμένη ελευθεριακή, εθελοντική βάση. Το σύστημα της εκλεγμένης διοίκησης εφαρμόστηκε σε όλα τα επίπεδα και όλοι συμφωνούσαν να πειθαρχούν στους εκλεγμένους.

Οι κανόνες των τελευταίων καταρτίζονταν από τις επιτροπές των ανταρτών, κατόπιν επικυρώνονταν από τις γενικές συνελεύσεις και ελέγχονταν αυστηρά από όλους.

Οι μιλίτσιες του Μάχνο δημιούργησαν κάμποσα προβλήματα στους στρατούς των Λεκορώσων που επιχειρούσαν στην περιοχή. Οι μονάδες των μπολσεβίκων Κόκκινων φρουρών, από την άλλη μεριά, δεν ήταν και πολύ αποτελεσματικές. Πολέμησαν μόνο κατά μήκος των σιδηροδρόμων και δεν απομακρύνονταν ποτέ από τα θωρακισμένα τραίνα τους, στα οποία αποσύρονταν όταν συναντούσαν αντίσταση, μερικές φορές χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους όλους τους πολεμιστές που άφηναν πίσω τους. Το γεγονός αυτό δεν ενέπνεε αρκετή εμπιστοσύνη στους αγρότες που ήταν άοπλοι και απομονωμένοι στα χωριά τους, στο έλεος των αντεπαναστατών. Ο Αρσίνωφ σαν ιστορικός του Μαχνοβίτικου κινήματος, έγραψε ότι “η τιμή της καταστροφής της αντεπανάστασης του Ντένικιν το φθινόπωρο του 1919 οφείλεται κυρίως στους αναρχικούς αντάρτες”.

Αλλά αφότου είχαν απορροφηθεί οι μονάδες των Κόκκινων φρουρών στον Κόκκινο στρατό, ο Μάχνο επέμενε να αρνείται να τεθεί ο στρατός του υπό τις διαταγές του επικεφαλή του Κόκκινου στρατού, του Τρότσκυ. Ο μεγάλος επαναστάτης Τρότσκυ μετά απ’αυτό θεώρησε σκόπιμο να επιτεθεί στο Μαχνοβίτικο κίνημα. Στις 4 Ιουνίου 1919, συνέταξε μια διαταγή απαγορεύοντας το προσεχές συνέδριο των Μαχνοβιτών, κατηγορώντας τους σαν στασιαστές ενάντια στη Σοβιετική δύναμη στην Ουκρανία. Χαρακτήρισε τη συμμετοχή στο συνέδριο ως πράξη “εσχάτης προδοσίας” και απαίτησε τη σύλληψη των συνέδρων. Αρνήθηκε να εξοπλίσει τους Μαχνοβίτες αντάρτες, αποτυγχάνοντας στο καθήκον του να τους ενισχύσει, τους κατηγόρησε στη συνέχεια για “λιποταξία” και ότι αφέθηκαν να χτυπηθούν από το μέτωπο των Λευκορώσων. Η ίδια μέθοδος υιοθετήθηκε δεκαοχτώ χρόνια αργότερα από τους Ισπανούς Σταλινικούς ενάντια στις ταξιαρχίες των Αναρχικών (σ.μ. όπως επίσης και αρκετών Τροτσκιστών πιστών στην επανάσταση).

Οι δύο στρατοί, εντούτοις, ξαναήρθαν σε συμφωνία σε άλλες δύο περιπτώσεις, όταν εμφανίστηκε ξανά κίνδυνος επέμβασης της αντεπανάστασης και οι συνθήκες απαιτούσαν να ενεργήσουν από κοινού. Στην πρώτη περίπτωση το Μάρτη του 1919, ενάντια στο Ντένικιν,στη δεύτερη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1920 ενάντια στην απειλή των δυνάμεων των Λευκορώσων του Wrangel, που καταστράφηκαν τελικά και οριστικά από τους Μαχνοβίτες. Αλλά μόλις πέρασε ο κίνδυνος, ο Κόκκινος στρατός, επέστρεψε στις εχθροπραξίες ενάντια στους αντάρτες του Μάχνο, οι οποίοι φρόντιζαν να ανταποδίδουν κάθε χτύπημα που δέχονταν.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1920 οι κάτοχοι της εξουσίας το παρατράβηξαν τόσο, ώστε έστησαν μια παγίδα: οι Μπολσεβίκοι προσκάλεσαν τους αξιωματικούς του Μαχνοβίτικου στρατού της Κριμαίας να συμμετάσχουν σε ένα στρατιωτικό συμβούλιο. Εκεί, συνελλήφθησαν αμέσως από την Τσέκα, την κομματική αστυνομία και τουφεκίστηκαν ενώ οι αντάρτες τους αφοπλίστηκαν. Συγχρόνως εξαπέλυσαν κανονική επίθεση ενάντια στην πόλη Gulyai-Polye. Ο όλο και περισσότερο άνισος αγώνας ανάμεσα στους ελευθεριακούς και τους εξουσιαστές συνεχίστηκε για άλλους εννέα μήνες. Τελικά επεκράτησαν οι πιό πολυάριθμες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις και ο Μάχνο έπρεπε να τερματήσει τον ένοπλο αγώνα. Κατόρθωσε να αποσπάσει άσυλο στη Ρουμανία τον Αύγουστο του 1921, και λίγο αργότερα στο Παρίσι, όπου πέθανε πολύ αργότερα [3] από τις αρώστιες και την ανέχεια [4]. Αυτό ήταν το τέλος της επικής ιστορίας της Μαχνοβτσίνα. Σύμφωνα με τον Πήτερ Αρσίνωφ, ήταν το πρωτότυπο ενός αυτόνομου κινήματος εργατικών μαζών και ως εκ τούτου μια πηγή μελλοντικής έμπνευσης για τους εργαζομένους του κόσμου.

Ντανιέλ Γκουέριν
απόσπασμα από το “Αναρχισμός: Από τη θεωρία στην πράξη”.

[1] Το Μανιφέστο του στρατού της Ουκρανίας (Μαχνοβτσίνα).

[2] Οι Μαχνοβίτες πληροφορήθηκαν πολύ αργότερα ότι τελικά δεν είχε γίνει δεκτό το παράρτημα της συμφωνίας τους (αφού δεν έφτασε ποτέ στη Μόσχα), έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις που τόσο οι πηγές των Αναρχικών όσο και των Μπολσεβίκων υποστήριζαν ότι είχε δοθεί η “άδεια” του Κρεμλίνου για την λειτουργία των Ελεύθερων Σοβιέτ στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, οι Μπολσεβίκοι τα ανέχτηκαν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.

[3] Στο Παρίσι ο Μάχνο συνέχισε τους αγώνες του για την παγκόσμια ελευθερία και τον γνήσιο σοσιαλισμό που οραματίστηκε. Συναντιόταν συχνά με γνωστούς αναρχικούς της Ευρώπης, τον Μπέργκερ, τον Ντουρούτι, το Μαλατέστα και άλλους. Συμμετείχε στην προσπάθεια για την σύνταξη μιας “Πλατφόρμας Αναρχικής Οργάνωσης” προκειμένου να ενωθούν οι ανα τον κόσμο Αναρχικοί σε έναν κοινό ταξικό αγώνα. Η “Πλατφόρμα” έγινε πρόχειρα και κάτω από πίεση, με αποτέλεσμα να έχει πολλά λάθη και ανακρίβειες που δέχτηκαν εποικοδομητική κριτική από πολλούς συντρόφους, μπορούμε να πούμε ότι ακόμα περιμένει να αποκτήσει την τελική της μορφή. Ο ίδιος ο Μάχνο όμως παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αρχές του και σε κάθε περίπτωση που χρειάστηκε, οι Αναρχικοί σύσσωμοι στάθηκαν αλληλέγγυοι στο πρόσωπό του. Προφητική αποδείχτηκε επίσης η “Ανοιχτή Επιστολή προς τους Ισπανούς Αναρχικούς” που έγραψε το 1931.

[4] Η φτώχεια και η ανέχεια του Μάχνο που δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται υπό διωγμό για τους αγώνες του, “σατυρίστηκε” με τον πιό χυδαίο τρόπο από δεξιούς και Μπολσεβίκους καλοπληρωμένους λασπολόγους στην υπηρεσία της μιάς ή της άλλης εξουσίας.

Μετάφραση: Μαχνοβίτες