Η Μαχνοβτσίνα της Σιβηρίας

Ακαδημαϊκοί όπως ο Paul Avrich, μαζί με αγωνιστές όπως ο Βολίν, ο Γκορέλικ και ο Αρσίνοφ, μας έχουν δώσει σήμερα μόνο μια μορφή του αναρχισμού στη Σιβηρία. Κι αυτό γιατί ο σημαντικός ρόλος του αναρχισμού στην περιοχή παρέμεινε ασαφής.

Τώρα το έργο του Anatoli Shtirbul ρίχνει τα φώτα της δημοσιότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου και την αναρχική της ιστορία.

Το έργο του Shtirbul “Το αναρχικό κίνημα στη Σιβηρία κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα: Αντικρατική εξέγερση και μη κρατιστική αυτοοργάνωση των εργατών” εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ομσκ το 1996, αλλά δεν έχει ακόμη εμφανιστεί σε οποιαοδήποτε μετάφραση στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το δίτομο αυτό έργο περιέχει πολλά έγγραφα από τα αρχεία της Τσεκά (την μπολσεβίκικη μυστική αστυνομία και το πρωταρχικό σκέλος της καταστολής) και του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και μαρτυρίες από διάφορες άλλες πηγές.

Σίγουρα ο Shtirbul δεν είναι αναρχικός, πόσο μάλλον συμπαθής προς τον αναρχισμό, αλλά έχει ήδη δείξει την επίδραση του αναρχισμού και στους επαναστατικούς κύκλους αλλά και στο γενικότερο πληθυσμό της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul συνδέει την αναρχική παράδοση με τις κοσμικές παραδόσεις στη Σιβηρία. Φέρνει ως παράδειγμα την τάση για αντι-φεουδαρχική αυτονομία ομάδων των Κοζάκων, τους ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους χωρικούς και ομάδες ληστών, τον αντικρατισμό των αντιφρονούντων ρωσικών ορθόδοξων ομάδων, τις επιπτώσεις του Προτεσταντισμού στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και την ύπαρξη συνεταιριστικών πρακτικών τόσο από τους αγρότες όσο και από τους εργάτες. Ο Μπακούνιν έχει συχνά γελοιοποιηθεί, μεταξύ άλλων από τους μαρξιστές, για την υποστήριξή του στις ομάδες ληστών στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αλλά το εν λόγω έργο δείχνει μια κάποια αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας της ληστείας και των ριζοσπαστικών της δυνατοτήτων. Στην πραγματικότητα, ο Shtirbul, βασιζόμενος στο έργο του Lojdikov, πιστεύει ότι ο Μπακούνιν βάθυνε τις ελευθεριακές του πεποιθήσεις ενόσω ήταν εξόριστος στη Σιβηρία. Ήταν σίγουρα η ίδια περίπτωση με τον Κροπότκιν, ο οποίος αναγνώρισε αυτές τις απόψεις στα απομνημονεύματά του.

Εξορία

Η παρουσία των αναρχικών στις φυλακές, καθώς και στην εξορία στη Σιβηρία, ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους ενάντια στο τσαρικό καθεστώς, πρέπει να λογιστεί ως ένα από τα θεμέλια του σιβηριανού αναρχισμού.

Οι πρώτες καθαρά αναρχικές ομάδες εμφανίστηκαν το 1902, αλλά η κοινωνική τους εμφάνιση τοποθετείται κατά την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905-1906. Ως μειοψηφία, οι αναρχικοί επικεντρώθηκαν αρχικά στην προφορική ή γραπτή προπαγάνδα. Οι αποτυχίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και η καταστολή που ακολούθησε την επανάσταση, συνέπεσαν με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ως αποτέλεσμα, ένα τμήμα πολιτικά ενεργών εργαζομένων μετακινήθηκε προς αναρχικές θέσεις. Η αναρχική ομάδα του Τομσκ, που συνήλθε το 1907, αποφάσισε να διαδώσει την προπαγάνδα μέσω του προφορικού και γραπτού λόγου, να κάνει δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις ώστε να προετοιμαστεί μια εξέγερση, να επιδοθεί σε νόμιμη δραστηριότητα μέσω συνεταιρισμών, συνδικάτων και ταμείων αλληλεγγύης, αλλά και σε απαλλοτρίωση κρατικών τραπεζών και πλούσιων ιδιωτών, αλλά και τρομοκρατία κατά ορισμένων υψηλά ιστάμενων ατόμων. Σε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, τους σοσιαλεπαναστάτες και αγωνιστές που δεν ανήκαν σε κόμματα, έγιναν διάφορες ένοπλες δράσεις: το 1907 στο Ομσκ και το 1911 στην Τσίτα, με την λιποταξία του 30% των ανδρών του εκεί εδρεύοντος συντάγματος στρατού. Επίσης, οι πράξεις απαλλοτρίωσης και τρομοκρατίας υπήρξαν πολλές.

Το 1914 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη αναρχικών κομμουνιστών σε ένα χωριό στην επαρχία Ιρκούτσκ. Συμμετείχαν 30 άτομα και αποφάσισαν μια διπλή γραμμή, δηλαδή αναρχική προπαγάνδα και τρομοκρατία ενάντια στους εκπροσώπους της εξουσίας. Την ίδια εποχή επήλθε διαχωρισμός του αναρχικού κινήματος σε τρία ρεύματα, αναρχοκομμουνισμός, αναρχοσυνδικαλισμός και αναρχοατομικισμός. Ο Shtirbul εκτιμά ότι το διάστημα 1906-1907 υπήρχαν στην περιοχή 100 αναρχικοί σε σύγκριση με 3.000 σοσιαλδημοκράτες και 1.000 σοσιαλεπαναστάτες. Το 1917 ο Shtirbul υπολογίζει ότι υπήρχαν 46 αναρχικές ομάδες και λέσχες με 800 αγωνιστές.

Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 στράφηκε γρήγορα προς όφελος των μπολσεβίκων, οι οποίοι επίσης γρήγορα ανέλαβαν τον έλεγχο όλων των τομέων της κυβέρνησης. Απασχολημένες με την αντίσταση στην αντεπανάσταση των λευκών, οι άλλες επαναστατικές ομάδες επιχείρησαν να δημιουργήσουν λαϊκά σώματα αντιτιθέμενα στους μπολσεβίκους.

Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι αναρχικοί χωρίστηκαν σε φιλοσοβιετικούς και αντισοβιετικούς. Στη Σιβηρία, οι αναρχικοί άρχισαν μια εποικοδομητική δραστηριότητα, κυρίως μεταξύ των ανθρακωρύχων του Κερέμοβο. Και αυτό παρά τα εσωτερικά προβλήματα με την παρουσία «εγκληματικών στοιχείων» στις τάξεις τους.

Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και τα εργαστήρια. Ο Shtirbul αναφέρεται σε έναν «αυθόρμητο αναρχισμό» χωρίς προφανή σύνδεση με τις αναρχικές οργανώσεις. Αυτό εξηγεί το άγχος του Λένιν για το ότι η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο των μπολσεβίκων. Στο Ιρκούτσκ, όπου ο αντιδραστικός στρατηγός Κορνίλοφ είχε τον έλεγχο, υπήρξε μια αποτυχημένη εξέγερση της φρουράς τον Σεπτέμβρη του 1917, αλλά σημειώθηκε και μια παρόμια αναρχική αναταραχή στις φρουρές στο Τομσκ, το Κρασνογιάρσκ, το Τσερέμκοβο, το Σεμιπαλατίνσκ, την Τσίτα και μεταξύ του στόλου της λίμνης Βαϊκάλη. Ενώ η δραστηριότητα των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων μειώθηκε ταχέως, αυτή των μπολσεβίκων και των αναρχικών μεγάλωσε. Οι αναρχικοί είχαν αποκτήσει βαθιές ρίζες στις περιοχές Τομσκ, Κρασνογιάρσκ, Ιρκούτσκ και γύρω από τη λίμνη Βαϊκάλη. Αυτές οι τέσσερις περιοχές καλύπτουν σχεδόν τρεισήμισι εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή το 12,7% του εδάφους της Σιβηρίας.

Ο Shtirbul αναγνωρίζει την αυξανόμενη επιρροή των αναρχικών ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς και τους αγρότες, που ξεκινούσε από στρατιώτες που εμφορούνταν από αναρχικές ιδέες και οι οποίοι υπηρετούσαν στη Σιβηρία.

Σοβιέτ

Αναρχικά βιβλία -με έργα των Κροπότκιν, Ρεκλύ και Μαλατέστα- άρχισαν να κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Novomirski, ενώ εμφανίστηκαν εφημερίδες όπως η «Sibirskiy Anarkhist» («Αναρχική Σιβηρία») στο Κρασνογιάρσκ και η «Buntovnik» («Ο Εξεγερμένος») στο Τομσκ. Συγκρούσεις άρχισαν να αναπτύσσονται μεταξύ των αναρχικών και των μπολσεβίκων.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1917-1918 οι αναρχοσυνδικαλιστές του Κρασνογιάρσκ δήλωσαν ότι αντιτίθενται «στην κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ» και επιβεβαίωσαν ότι είναι έτοιμοι να αγωνιστούν ενάντια στα κόμματα που δεν άφηναν χώρο για «προλετάριους επαναστάτες». Την άνοιξη του 1918, οι αναρχικοί του Τομσκ υπερασπίστηκαν μια οργάνωση σοβιέτ που εξέφρασε πραγματικά το ενδιαφέρον των εργαζομένων. Τον Γενάρη του 1918 επτά από τους 104 αντιπροσώπους από τη Δυτική Σιβηρία, σε ένα συνέδριο στο Ιρκούτσκ, ήταν αναρχικοί. Πέρα από αυτά τα στοιχεία, ορισμένες λεπτομέρειες δείχνουν μια αναρχική επιρροή στις δομές αυτές. Στο Πανσιβηρικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Φεβρουάριο του 1918 στο Ιρκούτσκ, υπήρχαν 8 αναρχικοί σύνεδροι σε σύνολο 202. Το Συνέδριο εξέλεξε στη διεύθυνσή του 25 μπολσεβίκους, 11 σοσιαλεπαναστάτες, 4 μαξιμαλιστές 4 αναρχικούς και 2 διεθνείς σοσιαλδημοκράτες (επομένως, λίγο περισσότερο από το 45% των συνέδρων δεν ήταν Μπολσεβίκοι).

Είναι ενδιαφέρον, ότι ο Shtirbul είναι σύμφωνος με τα συμπεράσματα του Μαχνό και του Αρσίνοφ, ότι ήταν η έλλειψη συντονισμού και η έλλειψη τακτικής ενότητας που εμπόδιζαν την ανάπτυξη του αναρχισμού σε σύγκριση με τους μπολσεβίκους στο επίπεδο της Σιβηρίας και της Ρωσίας.

Οι Μπολσεβίκοι κινήθηκαν ενάντια στους αναρχικούς την άνοιξη του 1918, χρησιμοποιώντας την Τσεκά για να τους επιτεθούν και να τους φυλακίσουν. Αλλά ο αφοπλισμός των αναρχικών μονάδων στη Σιβηρία από τους Μπολσεβίκους επισκιάστηκε από την επίθεση των λευκών με επικεφαλής τον Κολτσάκ, τον Μάρτη του 1918. Οι μονάδες αυτές, καθώς και οι μονάδες που είχαν οργανωθεί από τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, αγωνίστηκαν αρκετά αποτελεσματικά για τους Μπολσεβίκους μη επιτρέποντας στον εαυτό τους να τους καταστρέψουν. Βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της παράνομης αντίστασης όταν οι λευκοί κατέλαβαν τη Σιβηρία. Το φθινόπωρο του 1918 εμφανίστηκαν ομάδες αναρχικών αγροτών στις περιοχές που αναφέρθηκαν ήδη. Επίσης, ο Νοβοσέλοφ ήταν διοικητής μιας ομάδας δεκάδων αγωνιστών που τραγουδούσαν το άσμα «Η Πορεία των Αναρχικών» και έφεραν κόκκινες και μαύρες σημαίες με το σύνθημα «Η Αναρχία είναι η μητέρα της Τάξης» (φράση του Ρεκλύ που χρησιμοποιήθηκε και στις σημαίες του μαχνοβίτικου κινήματος). Άλλα αναρχικά αποσπάσματα εξέλεξαν τους διοικητές τους.

Ο Shtirbul θεωρεί ότι σημαντικός αριθμός από τους 140.000 επαναστάτες μαχητές στη Σιβηρία ήταν υπό αναρχική επιρροή. Όπως και τα μαχνοβίτικα αποσπάσματα που συνέβαλαν με αποφασιστικό τρόπο στην ήττα του Λευκού στρατηγού Ντενίκιν στην Ουκρανία, οι αναρχικοί αντάρτες της Σιβηρίας (Νοβοσέλοφ και Ρογκόφ) συνέβαλαν στην απόκρουση του Κολτσάκ. Από αυστηρά στρατιωτική άποψη, οι αναρχικοί στην πάλη εναντίον των λευκών ήταν απαραίτητοι. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά εντολές από τη Μόσχα, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα με τη συντριβή του σιβηριανού αναρχισμού, καθώς οι ντόπιοι μπολσεβίκοι θεωρούσαν τους αναρχικούς ειλικρινείς επαναστάτες.

Υποψίες

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε προβλήματα στη Σιβηρία με τον διορισμό από τη Μόσχα ηγετών ξένων με την περιοχή καθώς και τον διορισμό πρώην τσαρικών αξιωματικών ως ηγετών του Κόκκινου Στρατού. Αυτές οι περιστάσεις έδωσαν ισχύ στις αναρχικές υποψίες για τους μπολσεβίκους και τις προτάσεις τους ότι η επανάσταση πρέπει να ελέγχεται από τις ίδιες τις μάζες. Στην Τέταρτη Στρατιά Αγροτών Παρτιζάνων με επικεφαλής τον Μαρμόντοφ, ο διοικητής Μ.Β. Κοζύρ, πρότεινε τα σοβιέτ να οργανωθούν χωρίς τους μπολσεβίκους. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος τον καθαίρεσε και έβαλε στη θέση του έναν μπολσεβίκο. Αμέσως μια μαζική συνέλευση της φρουράς υιοθέτησε το ακόλουθο ψήφισμα: «Οι επαναστατικές επιτροπές του στρατού που δεν έχουν εκλεγεί από εμάς, δεν έχουν καμία εξουσία … κανείς δεν μπορεί να αποπέμψει τους αντιπροσώπους μας και να τους αντικαταστήσει με ανθρώπους που δεν ξέρουμε…».

Ο ίδιος ο Κοζύρ είπε ότι «Ας διαλέξουμε τους καλύτερους από εμάς, επιλέγοντας εκείνους που αξίζουν την εμπιστοσύνη μας και κατανοούν τις ανάγκες μας». Σε μια κυβρνητική έκθεση τον Γενάρη 1920 για την Περιφέρεια Αλτάι, σημειώνεται ότι οι αγρότες ανέμεναν την ανάπτυξη του περιφερειακού ελέγχου. Όταν ένιωσαν τις συγκεντρωτικές τάσεις των μπολσεβίκων, προέκυψε μια ολοένα αυξανόμενη αντιπάθεια.

Η αντίσταση στην ενσωμάτωση των κομματικών μονάδων οργανώθηκε από τις μονάδες που διοικούνταν από τους αναρχικούς Νοβοσέλοφ, Ρογκόφ, Λούμπκοφ και Πλοτνίκοφ, στις περιοχές Αλτάι, Τομσκ και Σεμιπαλατίνσκ. Οι αναρχικοί καθοδήγησαν μια εκστρατεία για τη δημιουργία αυτοοργανωμένων αγροτικών κολλεκτίβων και την απελευθέρωση του Ρογκόφ, κάτι που πέτυχαν τον Απρίλη του 1920. Την 1η Μάη του ίδιου χρόνου έγινε μια τεράστια αναρχική συνάντηση στο χωριό Julanikh, 120 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μπαρνούλ, όπου οι ομιλητές υπογράμμισαν τη συμπάθειά τους στα θύματα του λευκού τρόμου. Συμμετείχαν χίλιοι ανάρτες και παρακολούθησαν αρκετές χιλιάδες αγρότες, φέροντας κόκκινες και μαύρες σημαίες. Δύο ημέρες αργότερα ξέσπασε εξέγερση. Χίλιοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν.

Ο Νοβοσέλοφ, ο οποίος διοικούσε μια μονάδα εκατό αναρχικών αγωνιστών που δρούσε σε μια περιοχή χιλίων περίπου χιλιομέτρων στις περιοχές Αλτάι και Κουζμπάς, από το Δεκέμβρη 1918 έως τον Δεκέμβρη του 1919, πρότεινε τη δημιουργία της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Αλτάι (AFA), που υποστηρίχθηκε από τον Ρογκόφ και επτά άλλους διοικητές.

Το στρατιωτικό απόσπασμα αυξήθηκε σε χίλια άτομα και είχε την υποστήριξη χιλιάδων αγροτών από την περιοχή Πριτσένσκ. Αυτή η εξέγερση μεγάλωσε χάρη στις δραστηριότητες της AFA στον Κόκκινο Στρατό, την πολιτοφυλακή και την Τσεκά (το τελευταίο αρκετά εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ήταν η ένοπλη πτέρυγα της μπολσεβίκικης καταστολής και δείχνει το επίπεδο της δυσαρέσκειας). Αναρχικοί αντάρτες κατέλαβαν την περιοχή βορειοανατολικά της Barnaul και τις περιφέρειες Biiski, Kuznetskov και Novonikolaev.

Παρά τις διαταγές από το κέντρο της Μόσχας, οι ντόπιοι μπολσεβίκοι δεν μπήκαν στη φωτιά, ίσως επειδή φοβούνταν ότι η δυσαρέσκεια θα εξαπλωνόταν και σε άλλες μονάδες του στρατού. Μόλις ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να επιτίθεται, οι μονάδες του Ρογκόφ χωρίστηκαν σε μικρότερες μονάδες που διασκορπίστηκαν σε όλη την τάιγκα.

Τον Ιούνη του 1920 ο Ρογκόφ συνελήφθη και αυτοκτόνησε (;), αλλά ο Νοβοσέλοφ συνέχισε τον αγώνα μέχρι το Σεπτέμβρη του 1920, πριν πάει να κρυφτεί με τους αντάρτες του. Την ίδια στιγμή, ο Λούμπκοφ πυροδότησε μια νέα εξέγερση στην περιοχή του Τομσκ, συγκεντρώνοντας 2.500 με 3.000 μαχητές.

Ηττημένος, ο Λούμπκοφ έκανε μια απόπειρα να διαπραγματευτεί μια ανακωχή με τους μπολσεβίκους πριν εξαφανιστεί στην τάιγκα με μερικούς από τους αντάρτες του. Τον Γενάρη του 1921 ο Νοβοσέλοφ συμμετείχε σε μια νέα εξέγερση στο Ιουλιανίκ. Ο αγροτικός στρατός του συγκέντρωσε 5-10.000 μαχητές. Αλλά σε μια εξαιρετικά απελπιστική κατάσταση, προσπάθησε να σχηματίσει συμμαχία με αντικομμουνιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των λευκών. Εξέφρασε την ελπίδα να στραφεί εναντίον των τελευταίων από τη στιγμή που θα νικούσε τους μπολσεβίκους (οι Μαχνοβίτες στην Ουκρανία αρνήθηκαν μια τέτοια συμμαχία με βάση τις πολιτικές τους αρχές και στην πραγματικότητα οδηγήθηκαν σε στρατιωτική συμμαχία με τους κόκκινους, αν και οι δεύτεροι στράφηκαν εναντίον τους). Η στάση των κινημάτων του Νοβοσέλοφ και του Μαχνό δείχνουν την ανάγκη πλήρους αυτονομίας από οποιοδήποτε αντιαναρχικό ρεύμα). Ο Νοβοσέλοφ συντρίφτηκε γρήγορα. Ο Shtirbul πιστεύει ότι η «Σιβηριανή Μαχνοβτσίνα» ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στην υιοθέτηση από τους Μπολσεβίκους της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ).

Οι μπολσεβίκοι συνέχισαν τον πόλεμο ενάντια σε εκείνους που πολέμησαν ηρωικά στην υπόγεια αντίσταση κατά των λευκών του Κολτσάκ. Το 1923, σε ένα άλλο μακελειό εναντίον επαναστατικών δυνάμεων εκτελέστηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το προσωπικό των παράτυπων μονάδων του Νικολάγεβσκ στο Αμούρ – περιλαμβανομένων της μαξιμαλίστριας Νίνα Λεμπέντιεβα και του αναρχικού Triapitzin (οι μαξιμαλιστές ήταν μια διάσπαση του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, που υιοθετούσε θέσεις πολύ κοντά στον αναρχισμό). Αυτά τα τμήματα είχαν νικήσει τις ιαπωνικές δυνάμεις που είχαν εισβάλει. Εκτελέστηκαν, επίσης, μέλη του τοπικού Σοβιέτ, το μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σάσοφ, και άλλοι οι οποίοι αμφισβήτησαν τη σύσταση της Δημοκρατίας Άπω Ανατολής ως μια τεχνητή κρατική οντότητα από τους Μπολσεβίκους. Μεταξύ Φλεβάρη και Απρίλη του ίδιου χρόνου έγιναν μαζικές συλλήψεις αναρχικών, μαξιμαλιστών και σοσιαλεπαναστατών. Το χειρότερο γεγονός από όλα ήταν το ότι στο Βλαδιβοστόκ στις 26 Φλεβάρη, συνελήφθησαν μέλη των υπόγειων εργατικών οργανώσεων και των παράνομων μονάδων. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 8 μαξιμαλιστές και 4 αναρχικοί, μεταξύ αυτών του εκδότη της εφημερίδας «Black Flag» και των Khanienko και Ustimenko. Ακόμα 38 άλλοι, μαξιμαλιστές, αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικοί, συνελήφθησαν στο Blagoviestchensk στις 10 Απριλίου. Μαγειρεύτηκε από την Τσεκά μια συνομωσία από τη «Λευκή Φρουρά» στην Τσίτα και με βάση αυτη την κατηγορία δικάστηκαν οι συλληφθέντες. Οκτώ εκτελέστηκαν και δέκα καταδικάστηκαν σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης. Όπως ένας αντίπαλος των μπολσεβίκων, έγραψε σε επιστολή του: «Με την υποστήριξη των αριστερών σοσιαλεπαναστατών και των αναρχικών, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι παρουσίασαν κατά τη διάρκεια των εκλογών για το Σοβιέτ τους δικούς τους αυτόνομους και μη κομματικοποιημένους υποψήφιους, αρνούμενοι να ψηφίσουν τους κομμουνιστές».

*Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε μια κριτική του Frank Mintz στο γαλλικό αναρχικό περιοδικό «A Contretemps». Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.