Οι πολλές ζωές του Μαξ Τσερνιάκ

Μία από τις συναντήσεις της συντακτικής ομάδας Chernoe Znamia (Μαύρο πανώ)

Ο Μαξίμ Ματβέγιεβιτς Τσερνιάκ ανήκει στη γενιά των Ρώσων αναρχικών που συμμετείχαν στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917, που υπερασπίστηκαν τη νέα επαναστατική κοινωνία ενάντια στους αντιδραστικούς εχθρούς της και μετά συντρίφτηκαν από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους, τους Κομμουνιστές. Δεν είναι εύκολο να συνθέσουμε τα κομμάτια της ιστορίας της ζωής του, επειδή πέρασε πολλά χρόνια στην παρανομία. Στην περίπτωση του Τσερνιάκ είναι επιβαρυντικό το γεγονός ότι στην ιστορική λογοτεχνία μπερδεύεται συχνά με άτομα με παρόμοιο όνομα.

Γεννήθηκε το 1883 στο Γκρόντνο, μια πόλη που βρίσκεται στη Ρωσική εβραϊκή κοινότητα (Pale of Settlement)1, σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια. Ο Τσερνιάκ εκπαιδεύτηκε σαν μπαρμπέρης, μια οικογενειακή απ’ ότι φαίνεται δουλειά. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξάσκησε αυτή τη δουλειά, όταν δεν «εργαζόταν» σαν τρομοκράτης, μυστικός πράκτορας, ή στρατιωτικός διοικητής.

Ο Τσερνιάκ έγινε αρχικά ενεργός στο αναρχικό κίνημα στην κοντινή πόλη του Μπιαλιστόκ το 1904-1905, συμμετέχοντας στη Chernoe Znamia [Μαύρο Πανό], ομάδα που εξαπέλυσε απρόκλητες τρομοκρατικές επιθέσεις στη μπουρζουαζία. Ο Τσερνιάκ είχε στενή συνεργασία με έναν από τους ηγέτες της ομάδας, τον Βλάντιμιρ Στρίγκα. Η ομάδα αποτελούνταν κυρίως από νέους ανθρώπους και απαριθμούσε εκατοντάδες μέλη. Ο χαρισματικός Στρίγκα κατά περίσταση έδινε ομιλίες σε πλήθη από 3.000 έως 5.000 άτομα. Οι αναρχικοί του Μπιαλιστόκ θεμελίωσαν στενές επαφές με παρόμοιες ομάδες στην Ουκρανία, ειδικά στην Οδησσό και το Γιεκατερίνοσλαβ. Στην επακόλουθη τσαρική καταστολή, οι πιο πολλοί μαχητές της ομάδας έγιναν «μάρτυρες». Ο Στρίγκα ξέφυγε στο Παρίσι, αλλά παραπάτησε κουβαλώντας μια αυτοσχέδια βόμβα και ανατινάχθηκε.

Ο Τσερνιάκ επίσης βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι το 1907, αλλά σύντομα κινήθηκε στις ΗΠΑ όπου συμμετείχε στην οργάνωση του Ρωσικού τομέα των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου2. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ ο Τσερνιάκ συνέχισε να εργάζεται σαν μπαρμπέρης και έζησε με τη γυναίκα του Ρόζα και τα δύο τους παιδιά στη Νέα Υόρκη και, αργότερα, στο Σικάγο. Εκεί όλη η οικογένεια συμμετείχε σε εκδηλώσεις που οργανώνονταν από τη Ρωσική αναρχική κοινότητα εμιγκρέδων.

Αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να ηρεμήσει. Το 1917 επέστρεψε στη Ρωσία με την οικογένειά του και αμέσως άρχισε την επαναστατική δουλειά. Πήγε στη βιομηχανική περιοχή Donbas της Ουκρανίας και οργάνωσε ένα απόσπασμα των Μαύρων Φρουρών με έδρα την πόλη Makeyevka. Τους πρώτους μήνες του 1918 πολλά αποσπάσματα των Μαύρων Φρουρών απλώθηκαν σε όλη την πρώην Ρωσική αυτοκρατορία για να υπερασπιστούν την επανάσταση ενάντια στους εχθρούς της. Στην περίπτωση του αποσπάσματος του Makeyevka οι εχθροί ήταν οι κοντινοί Κοζάκοι του Λευκού Ντον. Ενώ οι Κομμουνιστικές αρχές δεν αρνούνταν τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα αυτής της μονάδας, την κατηγορούσαν επανειλημμένα για συμμετοχή σε ληστείες και για υπόθαλψη εγκληματικών στοιχείων. Το Μάιο του 1918 αφόπλισαν το απόσπασμα αλλά σύντομα έπρεπε να το επανεξοπλίσουν για να συμμετέχει στη μάχη ενάντια στην απειλή των Λευκών Φρουρών.

Αργότερα, το 1918, το απόσπασμα του Τσερνιάκ αναδιοργανώθηκε σαν σύνταγμα του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος μόλις σχηματιζόταν. Ο Τσερνιάκ συνεργάστηκε με μια μονάδα υπό την ηγεσία του αναρχικού ναύτη Ανατόλι Ζελεσνιάκοφ, διάσημου για τη διάλυση της Καταστατικής Συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918. Ο Τσερνιάκ οργάνωσε την kontrrazvedka (τομέας αντι-κατασκοπείας) αυτού του αποσπάσματος και ήταν εδώ που πρωτοσχημάτισε μια οργάνωση με τον αναρχικό Λεβ Ζάντοβ από το Donbas, έναν άνθρωπο ασυνήθιστης δύναμης που προήλθε λόγω του ότι έσερνε μέταλλα για κλίβανους.

Ο Ζελεζνιάκοφ ήταν σε συνεχή διαμάχη με τις Κομμουνιστικές αρχές, και το Σεπτέμβριο του 1918 ο Τσερνιάκ άφησε το πόστο του ακέραιο για να συμμετάσχει σε παράνομη δουλειά στο Donbas ενάντια στις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και το καθεστώς-μαριονέτα του Αταμάνου3 .Ενώ η Γερμανική εξουσία στην Ουκρανία κατέρρεε, οι παρτιζάνοι του Τσερνιάκ βοήθησαν τους Κομμουνιστές να καταλάβουν το Κχάρκοβ το Δεκέμβριο. Ο αναρχικός Μπόρις Γιελένσκι, που κι αυτός είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ, περιέγραψε μια συνάντηση με τον Τσερνιάκ εκείνο τον καιρό:

«Παρατήρησα έναν άντρα που καλύπτονταν με όπλα από το κεφάλι ως τα πόδια και εκτόξευε διαταγές στους παρτιζάνους. Έδειχνε τόσο γνωστός που νόμιζα ότι τον είχα συναντήσει πιο πριν. […] Μας πλησίασε, φώναξε το όνομά μου και πέταξε τα όπλα του γύρω μου. Έπρεπε να τον περιεργαστώ γύρω από τη μακριά γενειάδα του για μια στιγμή ώσπου να αναγνωρίσω τον Μαξ Τσερνιάκ, το μπαρμπέρη από το Σικάγο… Κανείς από εμάς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα είχε τη δυνατότητα να ηγείται μιας παρτιζάνικης ομάδας, να εξαπολύει επιθέσεις και να πραγματοποιεί μάχες ενάντια σε καλά οργανωμένες μονάδες του Λευκού Στρατού. Τον ρώτησα πώς έγινε αυτό, και μου απάντησε απλά ότι, σε επαναστατικούς καιρούς, όλα τα θαύματα μπορούν να συμβούν».

Εκείνο τον καιρό συμμετείχε στη Συνομοσπονδία Αναρχικών της Ουκρανίας, η οποία αναφέρεται γενικά σαν Συνομοσπονδία Ναμπάτ4, από το όνομα του έντυπου οργάνου της. Η οργάνωση πόλης δημιουργήθηκε σε ένα συνέδριο στη Ρωσική πόλη Κουρσκ το Νοέμβριο του 1918 και δεν έχει μελετηθεί τόσο πολύ όσο το, κυρίως αγροτικό, Μαχνοβίτικο κίνημα. Σκόπευε να ενώσει όλους τους Ουκρανούς αναρχικούς: αναρχο-κομμουνιστές, αναρχο-συνδικαλιστές, και ατομικιστές. Τελικά ιδρύθηκαν παραρτήματα σε κάποιες Ουκρανικές πόλεις, οι πιο πολλές απ’ τις οποίες τύπωναν τη δική τους έκδοση της Nabat (για κάποιο καιρό υπήρχε και Nabat του Γκουλάι-Πόλιε, διακριτή από τον Μαχνοβίτικο τύπο). Η οργάνωση είχε μέχρι 2500 μέλη στο ζενίθ της επιρροής της, αλλά τον πιο πολύ καιρό δρούσε σε παράνομες, ή ημι-νόμιμες συνθήκες, υπό τους Λευκούς, Κόκκινους, ή Εθνικιστές. Αντίθετα με τη Μαχνοβτσίνα, δεν λάξευσε κάποια περιοχή για να δημιουργήσει κοινωνικά πειράματα, αλλά αφοσιώθηκε στην προπαγανδιστική δουλειά.

Η Συνομοσπονδία Ναμπάτ παρείχε στο Μαχνοβίτικο κίνημα πολύτιμους πόρους όσον αφορά εργάτες στην κουλτούρα-εκπαίδευση και προπαγανδιστές. Παρείχε επίσης σκληροτράχηλους βετεράνους της αναρχικής παρανομίας όπως ο Τσερνιάκ, που βρήκε ένα φυσικό χώρο στη Μαχνοβίτικη μυστική υπηρεσία [kontrrazvedka].

Τον Ιανουάριο του 1919, ο Τσερνιάκ πήγε στον υπασπιστή του Μάχνο, Βίκτορ Μπέλας, στο Χάρκοβ, όπου ο Μπέλας είχε σταλεί για να διαπραγματευτεί με τους Μπολσεβίκους. Όταν ο Μπέλας επέστρεψε στο Γκουλάι-Πόλιε, έφερε μαζί του τον Τσερνιάκ, όπως και τον Λεβ Ζάντοβ και το μικρότερο αδερφό του τελευταίου Ντανίλο. Ο Τσερνιάκ προχώρησε στην οργάνωση της Μαχνοβίτικης kontrrazvedka, χρησιμοποιώντας τους αδερφούς Ζάντοβ και άλλους έμπειρους αναρχικούς μαχητές. Ανέλαβε επίσης και άλλες πρωτοβουλίες, εκλεγόμενος στο Στρατιωτικό-Επαναστατικό Συμβούλιο για την περιφέρεια του Γκουλάι-Πόλιε, και σε μια αντιπροσωπεία στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ στο Γκουλάι-Πόλιε το Φεβρουάριο του 1919. Σ’ αυτό το Συνέδριο εξέφρασε την άποψή του για την Κομμουνιστική δικτατορία με την εξής φράση: «Μια ομάδα ανθρώπων κατέλαβαν την εξουσία και καταπίεσαν ένα ολόκληρο έθνος».

Ορμώμενος από τις εμπειρίες του στον αγώνα ενάντια στους Λευκούς Κοζάκους το 1918, ο Τσερνιάκ εξάσκησε τα καθήκοντά του σαν στρατιωτικός διοικητής μονάδων που έφτασαν στο μέγεθος της ταξιαρχίας. Τους πρώτους μήνες του 1919, οι Μαχνοβίτικες ένοπλες δυνάμεις έγιναν κομμάτι του Κόκκινου Στρατού σαν αποτέλεσμα της συμμαχίας με τους Κομμουνιστές. Οι δύο φορείς αυτής της συμμαχίας δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον ούτε στο ελάχιστο και μόνο η κοινή απειλή από τους Λευκούς στρατούς που πλησίαζαν από το νότο και τα ανατολικά τούς κρατούσε μαζί. Το Μάρτιο-Απρίλιο του 1919 οι Μαχνοβίτες ξεχύθηκαν στην ακτή Άζοβ στο νότο, καταλαμβάνοντας τα σημαντικά λιμάνια του Μπερντιάνσκ και του Μαριούπολ. Ο Τσερνιάκ έστησε ένα μαγαζί (κυριολεκτικά, όπως αποκαλύπτεται) απ’ όπου διεύθυνε τη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka.

Όταν οι Αυστρο-Γερμανικοί στρατοί κατέλαβαν την Ουκρανία το 1918, οι τσιφλικάδες και άλλοι μπουρζουάδες που είχαν φύγει το 1917 αποκαταστάθηκαν με τις περιουσίες τους. Αλλά με την κατάρρευση της Αυστρο-Γερμανικής εξουσίας στην περιοχή αργότερα μέσα στη χρονιά, αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φύγουν ξανά. Επειδή πολλοί ήταν στην Αριστερή Όχθη της Ουκρανίας5, η μόνη έξοδος διαφυγής ήταν ο νότος, στα λιμάνια όπου θα μπορούσαν να μπουν σε ένα ατμόπλοιο που θα τους έβγαζε έξω με ασφάλεια. Αλλά οι Μαχνοβίτες κατέλαβαν την ακτή Άζοβ τόσο γρήγορα που πολλοί απ’ αυτούς τους πλούσιους πρόσφυγες ξέμειναν φοβισμένοι στα δωμάτιά τους στα ξενοδοχεία. Ένας Λευκός επιζών άφησε μια μακάβρια περιγραφή του Τσερνιάκ:

«Ήταν ένα άτομο λεπτής διάπλασης με ένα μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο, μια ατημέλητη μικρή γενειάδα, και πονηρά μάτια. Παρά την ήπια εμφανισιακά συμπεριφορά του, ήταν αμείλικτος απέναντι στους εμπόρους και τους αξιωματικούς. Αφού ήταν μπαρμπέρης, του άρεσε πολύ να… ξυρίζει και να κουρεύει. Την αγάπη του για το επάγγελμα μπόρεσε να την εξασκήσει σ’ αυτά τα λιμάνια… Έστησε τα δικά του «μαγαζιά-μπαρμπέρικα» στα ξενοδοχεία πρώτης κλάσης, όπου, περιφρονώντας τα ξυριστικά του εργαλεία, τραβούσε γενειάδες με τα κοντόχοντρα δάχτυλά του. Αντί να βάζει σαπούνι, σαπούνιζε τα θύματά του με shompol6 … Όσοι επισκέπτονταν τα μαγαζιά του δεν επέστρεφαν. Μετά τα βασανιστήρια αυτοί οι άνθρωποι μεταφέρονταν στο λιμάνι και στα κύματα ψύχους… Σαν μπαρμπέρης ήταν ήρωας στους εργάτες και τρόμος στους μπουρζουάδες και τους αξιωματικούς».

Αλλά ο Τσερνιάκ είχε και άλλα για ν’ ανησυχεί από το να εντοπίζει τους αντεπαναστάτες7 .Το Μπερντιάνσκ είχε ένα σύστημα δυαρχίας, αφού οι Μαχνοβίτες είχαν καταλάβει την πόλη, οι Μπολσεβίκοι έστησαν τη δικιά τους Revkom (επαναστατικό συμβούλιο) με ένα παρακλάδι της Τσε-Κα (μυστική αστυνομία) για ν’ ανταγωνιστεί τη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka. Τον Απρίλιο του 1919, ο Τσερνιάκ πήγε στο Γκουλάι-Πόλιε για να εκφράσει τα παράπονά του στο Μάχνο προσωπικά8:

«Δεν ξέρω τι να κάνω με τους Μπολσεβίκους», είπε ο Τσερνιάκ. «Η Τσε-Κα επιχειρεί παράλληλα με την kontrrazvedka μου. Το χειρότερο είναι ότι έχουν στρατολογήσει κάποιο απ’ το παλιό προσωπικό μας! Λειτουργούν σαν χούλιγκαν και προσπαθούν να αναμιχτούν με τη δουλειά μας με κάθε πιθανό τρόπο. Συλλαμβάνουν τους δικούς μας ανθρώπους και εξαφανίζονται χωρίς ίχνος. Ο Μπολσεβίκικος πυρήνας στην πόλη κυριαρχεί μ’ αυτά τα μέσα».

«Τι γουρούνια! Σου είπα –μη μπλέκεσαι μ’ αυτούς. Εξαφάνισέ τους – για τα καλά!», απάντησε εξοργισμένος ο Μάχνο. Ο προϊστάμενος του Μάχνο στον Κόκκινο Στρατό ήταν ο Μπολσεβίκος Πάβελ Ντιμπένκο, τον οποίο ο Μάχνο συνήθιζε να αναφέρει σαν «εκείνο τον καταραμένο ναύτη». Ο Ντιμπένκο έγραψε απομνημονεύματα του Εμφύλιου Πολέμου, που δεν έχουν ποτέ εκδοθεί και ακόμα και σήμερα δεν είναι άμεσα προσβάσιμα. Ο Ουκρανός ιστορικός Βίκτορ Σαβτσένκο μπόρεσε να έχει πρόσβαση σ’ αυτά τα απομνημονεύματα και ανακάλυψε ότι το Μάρτιο με Απρίλιο του 1919 ο Ντιμπένκο σχεδίαζε επανειλημμένα να δολοφονήσει το Μάχνο και τους διοικητές του. Χάρη στην kontrrazvedka του, ο Μάχνο γνώριζε καλά τις προθέσεις του Ντιμπένκο και αντιμετώπισε αυτή την απειλή σχηματίζοντας ένα μυστικό στρατό υπό την ηγεσία του Τσερνιάκ. Αυτή η μονάδα, που δεν αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα, αριθμούσε περί τους 1400 Μαχνοβίτες και προστάτευσε την αναρχική «απελευθερωμένη ζώνη» από τις Μπολσεβίκικες εισβολές από το βορρά. Όταν ο Μάχνο κηρύχθηκε παράνομος από τις Κόκκινες αρχές τον Ιούνιο του 1919, οι πιο πολλοί περιφερειακοί έφυγαν από το κίνημα, τουλάχιστον προσωρινά. Ο Τσερνιάκ προσχώρησε σε ένα απόσπασμα κομάντο που οργανώθηκε από την παθιασμένη αναρχική Μαρούσια [Μαρία] Νικηφόροβα. Έμπειρη η ίδια στην παράνομη δουλειά, η Νικηφόροβα διαίρεσε το απόσπασμα σε 3 ομάδες των 15 περίπου ατόμων η καθεμία9. Μία ομάδα θα πήγαινε στο Κχάρκοβ για να προσπαθήσει να απελευθερώσει τους Μαχνοβίτες διοικητές που φυλακίστηκαν εκεί από τους Κόκκινους10. Η άλλη ομάδα θα πήγαινε στο Ροστόβ για να δολοφονήσει τον Ντενίκιν. Και η τρίτη θα πήγαινε στη Σιβηρία για να δολοφονήσει τον Κολτσάκ. Η Νικηφόροβα, όπως και ο Τσερνιάκ, είχε προχωρήσει από την αναρχική παράνομη τρομοκρατία στη διοίκηση στρατιωτικών μονάδων. Αντί να εγκαταλείψουν το Μαχνοβίτικο κίνημα, είναι πιο πιθανό ότι αποφάσισαν να υλοποιήσουν τους στόχους του με άλλα μέσα. Κανένα από τα σχέδιά τους δεν επετεύχθη. Ο Τσερνιάκ ήταν στην ομάδα που ξεκίνησε για τη Σιβηρία και μπορεί να πήρε μέρος στο παρτιζάνικο κίνημα εκεί. Οι Κόκκινοι πυροβόλησαν οι ίδιοι τον Κολτσάκ χωρίς καμιά βοήθεια απ’ αυτόν.

Σύμφωνα με μία πηγή, ο Τσερνιάκ επέστρεψε στο Μαχνοβίτικο κίνημα και συνέχισε στο πόστο του σαν επικεφαλής της kontrrazvedka, στις αρχές του 1921. Όπως και να έχουν τα πράγματα, συνελήφθη από τους Μπολσεβίκους στο Πέτρογκραντ την ίδια χρονιά. Ήταν η πρώτη μιας σειράς συλλήψεων. Στις 11 Μαΐου 1923 καταδικάστηκε σε δύο χρόνια εξορία στην περιφέρεια Ναρίμ της Σιβηρίας (κοντά στο Τομσκ), καταδίκη που τη θεώρησε ουσιαστικά θανατική ποινή. Διαμαρτυρόμενος έκανε 28ημερη απεργία πείνας και κέρδισε την ελευθερία του για λίγους μήνες. Υποφέροντας από προβλήματα υγείας από την κακομεταχείρισή τους στις φυλακές, αυτός και η οικογένειά του αφέθηκαν τελικά να φύγουν στο εξωτερικό. Αλλά ο Τσερνιάκ δεν φαινόταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την επαναστατική δουλειά. Άνοιξε ένα μπαρμπέρικο στη Βαρσοβία το 1924 και ξεκίνησε επαφές με την ανανεωμένη συνομοσπονδία Ναμπάτ, που λειτουργούσε, πλέον, παράνομα στην Ουκρανία. Ο Τσερνιάκ έκανε ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση σαν αγγελιοφόρος του εκεί αναρχικού κινήματος, αλλά το τελευταίο του ταξίδι έληξε πρόωρα όταν συνελήφθη από την Πολωνική αστυνομία κοντά στα σύνορα. Τώρα, οι αναρχικές παράνομες ομάδες φαίνεται να έχουν αλωθεί τελείως από Σοβιετικούς (και πιθανώς Πολωνούς) πράκτορες, αλλά ο Τσερνιάκ ο ίδιος φαίνεται να έμεινε ανεξαγόραστος.

Ενώ αντιμετώπιζε σοβαρές κατηγορίες στην Πολωνία, κατάφερε να ξεφύγει ξανά και να πάει στο Παρίσι, στους Ρώσους αναρχικούς εμιγκρέδες που συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Delo Truda, στο οποίο συμμετείχαν ευδιάκριτα οι Μάχνο και Πίτερ Αρσίνοφ. Ο Τσερνιάκ δε συμφωνούσε με την αμφιλεγόμενη «Πλατφόρμα» που ανέπτυξε αυτή η ομάδα και σύντομα κατέδειξε ένα μέλος της σαν πράκτορα της GPU (της Σοβιετικής μυστικής αστυνομίας). Το 1930 ο Τσερνιάκ μετανάστευσε στο Μπουένος Άιρες με την οικογένειά του. Σ’ αυτό το σημείο εξαφανίζεται από τις ιστορικές αναφορές, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά του τελικά επέστρεψαν στις ΗΠΑ, όπου είχαν γεννηθεί.

Ο Τσερνιάκ ίσως επέζησε περισσότερο από όλους τους γνωστούς συνεργάτες του στη Μαχνοβίτικη kontrrazvedka, που σκοτώθηκαν είτε στον Εμφύλιο Πόλεμο ή, αν επέζησαν τόσο πολύ, στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν. Λόγω της καταδίκης του το 1923, ο Μαξ Τσερνιάκ, που εξαπέλυσε έναν αμείλικτο πόλεμο τρόμου ενάντια σε αρκετά διαφορετικά καθεστώτα, απολαμβάνει σήμερα στη Ρωσία το επίσημο στάτους του «θύματος πολιτικής τρομοκρατίας στην ΕΣΣΔ».

Μάλκολμ Άρτσιμπαλντ

Μετάφραση-Απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

1 ΣτΜ: περιοχή έκτασης 20% περίπου της αυτοκρατορικής Ρωσίας που σήμερα αντιστοιχεί στη Λευκορωσία, Λιθουανία, Πολωνία, Μολδαβία, Ουκρανία, και τμήματα της δυτικής Ρωσίας.
2 Το IWW εξέδιδε εφημερίδες σε πολλές γλώσσες στοχεύοντας στους μετανάστες εργάτες.
3 ΣτΜ: αρχηγός των Κοζάκων.
4 «Ναμπάτ» σημαίνει «συναγερμός» ή «κουδούνι».
5 ΣτΜ: το κομμάτι της Ουκρανίας που βρίσκεται στην ανατολική (αριστερή) όχθη του ποταμού Δνείπερου.
6 εύκαμπτο μπαστούνι που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των οπών του τυφεκίου που στην άκρη του έχει ένα είδος συρμάτινης βούρτσας (γνωστό και ως μάκτρο).
7 Και να συμπεριφέρεται με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο προς αυτούς.
8 Η συζήτηση καταγράφεται λεπτομερώς από τον Μπέλας.
9 ΣτΜ: για τη χρηματοδότηση αυτής της επιχείρησης η Νικιφόροβα φέρεται να ζήτησε από το Μάχνο 250.000 ρούβλια. Ο Μάχνο αρνήθηκε να της τα δώσει και έβγαλε πιστόλι, αλλά η Μαρούσα ήταν πιο γρήγορη και τον σημάδεψε πρώτη, με αποτέλεσμα να πάρει τελικά τα λεφτά [Αναφορά στο ATAMANSHA: Η ζωή της MARUSYA NIKIFOROVA, του Malcolm Archibald].
10 ΣτΜ: Η ομάδα αυτή, με τους Κοβάλεβιτς-Σομπόλεβ, τελικά πήγε στη Μόσχα, και μετά από κάποιες ληστείες που διέπραξε, οργάνωσε τη βομβιστική επίθεση (βλ. και Διαδρομή Ελευθερίας τεύχος 116) στη συνάντηση της Μοσχοβίτικης Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος στις 25/9/1919, με 12 νεκρούς και 55 τραυματίες. Στο επακόλουθο ανθρωποκυνηγητό, οι Κοβάλεβιτς-Σομπόλεβ σκοτώθηκαν στις ένοπλες συμπλοκές, ενώ κάποιοι εναπομείναντες ανατινάχθηκαν οχυρωμένοι σε μια αγροικία, παίρνοντας μαζί τους και κάποιους Τσεκιστές.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

2008 Azarov. Kontrrazvedka. Edmonton, 2008.
2009 M. Chop and I.I. Liman. [Free Berdyansk]. Zaporozhye, 2007.
2010 Danilov and T. Shanin, eds. [Nestor Makhno. Peasant movement in Ukraine. 1918-1921: Documents and materials]. Moscow, 2006.
2011 Drinnon and A. M. Drinnon, ed. Nowhere at Home. Letters from Exile of Emma Goldman and Alexander Berkman. New York, 1975.
2012 Savchenko. [Adventurers of the ?ivil War]. Moscow, 2000.
2013 Savchenko, [Makhno]. Kharkov, 2005.
2014 D. Yarutsky. [Makhno and the Makhnovists].Maryupol, 1995.
2015 Yelensky, In the Social Storm: Memoirs of the Russian Revolution, προσβάσιμο στο http://libcom.org/library/memoirs-russian-revolution-boris-yelensky.

Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 126, Απρίλιος 2013

Πιότρ Αρσινόφ(1887-1937)

Αρσινόφ Πιότρ (Αντρέιβκα 1887 – Ρωσία 1937)

Ρώσος αναρχικός και επαναστάτης. Γεννήθηκε το 1887 στο χωριό Αντρέιβκα της επαρχίας Νίσνελομοβ από εργατική οικογένεια και το κανονικό του όνομα ήταν Πιοτρ Αντρίεβιτς Μαρίν. Εγινε γνωστός, όμως, με το προσωνύμιο Αρσινόφ (Arshinov), το οποίο του χάρισαν οι σύντροφοί του. Μπήκε στο επαναστατικό κίνημα το 1904, ενώ η εξέγερση του 1905 τον βρίσκει να εργάζεται ως κλειδαράς σε ένα σιδηροδρομικό εργαστήριο στην πόλη Κιζιλαρμπάτ, του Τουρκεστάν κοντά στα ιρανικά σύνορα. Ηταν μέλος του μπολσεβίκικου τμήματος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και εξέδωσε την εφημερίδα «Molot» (Το Σφυρί) που κυκλοφορούσε στους εργαζομένους των σιδηροδρόμων.

Το 1906, για να παραπλανήσει την αστυνομία, εγκαταστάθηκε στο Αικατερίνοσλαβ και εκεί ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό.Οργάνωσε ένοπλες επιθέσεις ενάντια σε αντιπροσώπους των τοπικών αρχών και της αστυνομίας. Στις 22-23 Δεκεμβρίου 1906, με άλλους αναρχικούς επιτέθηκε στην έδρα της αστυνομίας στο Νισνεντνεπρόφσκ και στις 7 Μαρτίου 1907 πυροβόλησε και σκότωσε τον Βασιλένκο , αφεντικό των σιδηροδρομικών εργαστηρίων της Αλεξαντρόφσκα της επαρχίας Αικατερίνοσλαβ μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος εργατών. Επρόκειτο για μια πράξη εκδίκησης, διότι ο Βασιλένκο είχε καταδώσει στις αρχές περισσότερους από 100 εργάτες που είχαν συμμετάσχει στην ένοπλη εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1905 και μερικοί από αυτούς εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις.

Ο Αρσινόφ συνελήφθη στις 9 Μαρτίου 1907 και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό από ένα στρατιωτικό δικαστήριο. Κατάφερε, όμως, στη νύχτα της 22ης Απριλίου 1907 να δραπετεύσει μαζί με άλλους κρατούμενους κατά τη διάρκεια μιας χριστιανικής λειτουργίας για το Πάσχα. Αναζήτησε καταφύγιο στη Γαλλία, όπου έμεινε δύο περίπου χρόνια.

Επέστρεψε στη Ρωσία το 1909 και το φθινόπωρο συνελήφθη ξανά για αναρχική προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες του Μπριάνσκ. Δραπέτευσε ξανά από τη φυλακή πριν καταδικαστεί και συνέχισε προπαγανδίζοντας στην παρανομία τον αναρχισμό μεταξύ των εργατών και των αγροτών του Κοστρόμ και του Σμολένσκ. Τον Μάιο του 1910, συμμετείχε με άλλους αναρχικούς σε δύο «απαλλοτριώσεις» (ληστείες) αποθήκης κρασιού στο χωριό Φιλίποβο της επαρχίας Κοστρόμ και στο Στεπάνοβο Σιλινό της Σμολένσκ , αλλά και σε μια επίθεση στο ταχυδρομείο της πόλης Σουντισλάβ της επαρχίας Κοστρόμ. Τον Αύγουστο του 1910 πήγε στην Αυστρία για να προμηθευτεί όπλα και προπαγανδιστικό υλικό. Επιστρέφοντας το Σεπτέμβρη, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές, φυλακίστηκε στο Ταρνοπόλ και παραδόθηκε έπειτα στη ρωσική κυβέρνηση τον Μάη του 1911. Η δίκη του άρχισε στις 25 Ιούνη 1911, στη Μόσχα κάτω από το ψευδώνυμο Φ.Ι. Μιχαϊλσκι και τον Οκτώβρη του 1911 καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση.

Στάλθηκε στη φυλακή Μπουτύρκι και εκεί γνώρισε το νεαρό Ουκρανό αναρχικό Νέστωρ Μαχνό. Ο Αρσινόφ συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί του και του μετέδωσε όλες τις γνώσεις του. Παράλληλα ενίσχυσε τις πολιτικές πεποιθήσεις του Μαχνό επάνω στην υπόθεση του αναρχισμού. Απελευθερώθηκε με την επανάσταση την 1η Μαρτίου 1917 και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων Μόσχας, διατελώντας γραμματέας προπαγάνδας και οργανωτής για την εφημερίδα «Golos Truda» και το περιοδικό «Anarkhia» από τον Σεπτέμβριο του 1917. Ο Αρσινόφ έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία μέσα από το αναρχικό μαχνοβίτικο κίνημα, ενώ το 1918 ήταν συντάκτης της εφημερίδας «Golos Anarkhista» στην περιοχή Ντόνμπας. Φθάνοντας στο Γκιουλάι Πόλε με άλλους αναρχικούς της Μόσχας, δραστηριοποιήθηκε από τον Απρίλιο του 1919 μέχρι τον Αύγουστο του 1921 στο μαχνοβίτικο κίνημα. Συμμετείχε στο πολιτιστικό τμήμα του μαχνοβίτικου κινήματος, που βοηθούσε στην έκδοση και κυκλοφορία του «Put Κ Svobode» (Δρόμος προς την Ελευθερία), εφημερίδας των εξεγερμένων από το 1919.

Σε συνεργασία με τον Βολίν εισήγαγε την οργανωτική διάσκεψη των αναρχικών ομάδων «Nabat» με κύριο ρόλο την πολιτική κατεύθυνση του μαχνοβίτικου κινήματος. Ηταν ένας από τους συντάκτες της «Nabat», οργάνου της ομώνυμης οργάνωσης και της «Golos Makhnovista» στο Χαρκόβ το 1920. Μετά από την ήττα του μαχνοβίτικου κινήματος από τους μπολσεβίκους το 1921, διέφυγε από τα σύνορα. Συμμετείχε στην έκδοση των διαφόρων ρωσικών και ουκρανικών εντύπων που εκδίδονταν από εξόριστους αναρχικούς, στον εκδοτικό οίκο «Anarkhicheski Vestnik» (Ο Αναρχικός Ανακοινώνει) μιας ομάδας Ρώσων αναρχικών στο Βερολίνο, στο περιοδικό «Dielo Trouda» στο Παρίσι από το 1925 έως 1929 και στο Σικάγο από το 1930. Εγραψε πολλά άρθρα σχετικά με τη ρωσική κατάσταση στο περιοδικό αυτό και ήταν ένας από τους συντάκτες του σημαντικού κειμένου «Η Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών». Επίσης, στο Βερολίνο έγραψε την αρκετά διαδεδομένη ιστορία του μαχνοβίτικου κινήματος.

Αποθαρρύνθηκε, όμως, από την ισχυρή κριτική σε βάρος της «Πλατφόρμας» από αρκετούς αναρχικούς. Παράλληλα η γυναίκα του ασκούσε πίεση να επιστρέψουν στη Ρωσία, ιδιαίτερα και μετά την απειλή απέλασης από τη Γαλλία. Ο Αρσινόφ ήρθε σε επαφή με ορισμένους κομμουνιστές, τους οποίους γνώριζε από τη φυλακή, προκειμένου να τον βοηθήσουν στην επιστροφή του. Δεσμεύτηκε, όμως, ότι θα σταματήσει κάθε κριτική εναντίον των μπολσεβίκων και θα διακόψει από τον αναρχισμό.

Ο Αρσινόφ κυκλοφόρησε τότε στο Παρίσι δύο αντιαναρχικά φυλλάδια, το «Ο Αναρχισμός και η Δικτατορία του Προλεταριάτου» (1931) και «Ο Αναρχισμός στην Εποχή μας» (1933). Ο Μαχνό διέκοψε δημόσια τις σχέσεις μαζί του, ενώ ο Βολίν του έλεγε επανειλημμένα: «Μαρίν δεν πρέπει να πας. Θα σας εκτελέσουν. Μη ξεγελιέσαι, δεν θα σε συγχωρήσουν ποτέ».

Το 1935 σηματοδότησε το οριστικό σπάσιμο του Αρσινόφ με τον αναρχισμό με ένα άρθρο με τίτλο «Το φιάσκο του Αναρχισμού», το οποίο εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Izvestia» στις 30 Ιουνίου. Επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση και εργάστηκε ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων συνελήφθη και κατηγορήθηκε για «προσπάθεια αποκατάστασης του αναρχισμού στη Σοβιετική Ρωσία». Φέρεται ότι εκτελέστηκε το 1937.

Οι αναρχικοί ήταν εξαιρετικά σκληροί στην κριτική τους προς τον Αρσινόφ. Ο παλιός φίλος του Νέστωρ Μαχνό έγραψε πικρόχολα ότι…«Ηταν ματαιόδοξος και επιζητούσε εξουσία. Αγνωστος στη ρωσική επανάσταση μέχρις ότου ξύπνησε από την άχρηστη εργασία του στη Μόσχα το 1919 στη θύελλα των επαναστατικών πράξεων… Αργότερα πήγε μακριά για να γράψει την ιστορία της Μαχνοβτσίνας. Κατά συνέπεια, έγινε ένα από τα ενεργά στελέχη του διεθνούς αναρχικού κινήματος και άρχισε να σκέφτεται τον εαυτό του ως τον ηγέτη του αναρχισμού, μια θέση που την επιδίωξε και βρήκε τα θεωρητικά θεμέλια γι’ αυτήν. Ηταν ένα εύκολο βήμα, τόσο εύκολο όσο και ο μπολσεβικισμός».

Ο Αμερικανός αναρχικός Αλεξάντερ Μπέρκμαν, ήταν εξίσου σκληρός, γράφοντας ότι «δεν τον θεωρώ σημαντικό καθόλου… Στο μυαλό μου η προδοσία της υπόθεσής μας από διάφορους, όπως οι Γιαρτσουκ, Αρσινόφ κ.λπ…, οφείλεται σε δύο αιτίες: αφενός, έλλειψη αναρχικού οράματος και κατανόησης του αναρχισμού και, αφετέρου, οικονομικές αιτίες. Ελπίζουν να βελτιώσουν την οικονομική κατάστασή τους με το να πλαισιώσουν τους μπολσεβίκους και κατά κανόνα την βελτιώνουν με τον τρόπο αυτό. Λοιπόν, με τέτοιους προδότες και δειλούς δεν πρέπει να υπάρξει καμία περαιτέρω συναλλαγή». Ο Μαξ Νετλό είπε λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα. Ο Καμίλο Μπερνέρι παρατήρησε ότι ο Αρσινόφ δεν έφυγε από το κίνημα ήσυχα και με αξιοπρέπεια, αλλά χτύπησε την πόρτα πίσω του όπως ένας μεθυσμένος.

Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Αρσινόφ σκόπιμα έκοψε τις σχέσεις του με τον αναρχισμό, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στη Ρωσία για να βοηθήσει την οργάνωση του παράνομου αναρχικού κινήματος. Γνωρίζουμε ότι η ομάδα «Dielo Trouda» διατήρησε την επαφή με εκείνο το κίνημα και ο Αντε Τσίλιγκα στο «Ρωσικό Αίνιγμα» αναφέρεται σ’ αυτό ως εξαιρετικά οργανωμένο.

Σχετική Βιβλιογραφία

  • Βολίν, «Αγνωστη Επανάσταση», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
  • Τζέιμς Τζολ, «Οι Αναρχικοί», εκδόσεις «Επίκουρος»
  • Πιοτρ Αρσίνοφ, «Η ιστορία του Μαχνοβίτικου κινήματος», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος»

Oι Μαύροι Φρουροί

Πολλοί Ρώσοι αναρχικοί ήταν εντελώς αντίθετοι με τη θεσμοποίηση των Κόκκινων Φρουρών, των μάχιμων μονάδων που είχαν δημιουργηθεί από εργάτες στα εργοστάσια κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου. Πράγματι ο Rex Α. Wade στο βιβλίο του για τους Κόκκινους Φρουρούς επισημαίνει τη μεγάλη αναρχική συμμετοχή και επιρροή στους Κόκκινους Φρουρούς κατά την αρχική φάση της Επανάστασης. Οι σχέσεις μεταξύ των αναρχικών και των Μπολσεβίκων είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, και εκπρόσωποι των αναρχικών στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ το Δεκέμβριο του 1917 κατηγόρησαν τον Λένιν και το κόμμα του τού κόκκινου μιλιταρισμού, και ότι οι κομισάριοι βρισκόντουσαν στην εξουσία μονάχα για να τη διατηρούν. Ως αποτέλεσμα στη Μόσχα, στο Πέτρογκραντ και σε άλλα σημαντικά κέντρα έκαναν μια συντονισμένη προσπάθεια να δημιουργήσουν ελεύθερες μονάδες μάχης που ονομάστηκαν Μαύρη Φρουρά. Το 1917 αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών είχαν εγκατασταθεί στην Ουκρανία, μεταξύ αυτών και του Μαχνό. Ο Νικολάι Zελνεσνιάκοφ εγκατάλειψε το Πέτρογκραντ όταν οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να τον συλλάβουν και δημιούργησε μια μεγάλη ομάδα Μαύρων Φρουρών στην Ουκρανία. Άλλα αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών πήραν μέρος στην Ουκρανία υπό την ηγεσία του Μοκρούσοφ, του Γκαρίν με την οπλισμένη ακολουθία του, του Ανατόλι Zελνεσνιάκοφ, του μικρότερου αδερφού του Νικολάι, και του αγήματος με επικεφαλής τον Σαϊντέλ και τον Ζελιάμποφ που υπερασπίστηκε την Οδησσό και του Νικολάεφ. Άλλο απόσπασμα Μαύρων Φρουρών υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Σέρνιακ, δραστηριοποιήθηκε αργότερα στη Μαχνοβίτικη αντικατασκοπεία. Στο Βίμποργκ κοντά στο Πέτρογκραντ, αναρχικοί εργάτες στο Ρωσικό εργοστάσιο της Ρενό δημιουργήσαν μια Μαύρη Φρουρά αλλά σύντομα συγχωνεύτηκε με μια Κόκκινη Φρουρά που είχε δημιουργηθεί στο εργοστάσιο την ίδια περίοδο.

Η Μπουρεβέστνικ, η εφημερίδα της Ομοσπονδίας Αναρχικών του Πέτρογκραντ προειδοποίησε ότι “.. αυτοί οι κύριοι εσφαλμένα θεωρούν ότι η πραγματική επανάσταση έχει τελειώσει…Όχι, μια πραγματική επανάσταση, κοινωνική επανάσταση, που απελευθερώνει τους εργάτες όλων των χωρών, μόλις τώρα αρχίζει.”

Από τον Απρίλιο του 1918 υπήρχαν ήδη 50 μονάδες Μαύρων Φρουρών στη Μόσχα, δημιουργημένες από τη Μοσχοβίτικη Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων (MFAG). Ο Πίτερς, αντιπρόεδρος της Τσεκά, συγκεκριμένα, ανησυχούσε για την ανάπτυξή τους. “Θυμάμαι ύστερα από την άφιξή μου εδώ στην Τσεκά Μόσχας ότι υπήρχαν 2 δυνάμεις: από τη μια μεριά, το Σοβιέτ της Μόσχας, και από την άλλη – η έδρα της Μαύρης Φρουράς στο πρώην Merchants Club στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα. Αυτή η έδρα της Μαύρης Φρουράς λειτουργούσε και διαχειρίζονταν ως μια δύναμη, που οργάνωνε επιδρομές στους δρόμους, αφαιρώντας όπλα και τιμαλφή, κατάσχοντας σπίτια…”

Η Ομοσπονδία Μόσχας είχε καταλάβει ήδη 26 σπίτια που ήταν τα αρχοντικά των πλουσίων, και τα χρησιμοποίησε σαν βάσεις. Μερικά από αυτά τα σπίτια βρισκόντουσαν σε στρατηγικά σημεία της πόλης. Ήταν εξοπλισμένα με πολυβολεία, είχαν κοιτώνες, βιβλιοθήκες, αίθουσες διδασκαλίας, οπλοστάσια και αποθέματα τροφίμων.

Όπως σημείωσε ο Μαξίμοφ: “Εξαιτίας της δύναμης και της επιρροής της η Ομοσπονδία πέτυχε να κατάσχει τις εγκαταστάσεις του “Kupechesky Club” (The Merchant’s Club) που βρίσκεται στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα, ένα τεράστιο και υπέροχο σπίτι, πολυτελώς διακοσμημένο και που είχε βιβλιοθήκη και θέατρο. Οι κατασχεμένοι εγκαταστάσεις μετονομάστηκαν σε “Dom Anarchia” – “Σπίτι της Αναρχίας”· αποδεικνύοντας ότι είναι κατάλληλοι για τις περισσότερο πλούσιες και ποικίλες Αναρχικές δραστηριότητες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ομοσπονδία προχώρησε σε συμφωνία με ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια εκτύπωσης της Μόσχας, προκειμένου να αρχίσει να εκδίδει καθημερινά αντί την πρώην εβδομαδιαία εφημερίδα της.

Το Μάρτιο του 1918, η Ομοσπονδία έγινε μια μεγάλη οργάνωση από άποψη αριθμού. Εκτός από τη δουλειά που γινόταν εκτός του “Dom Anarchia”, υπήρχε επίσης εκτεταμένη δραστηριοποίηση σε εξέλιξη εντός της νεοαποκτηθείσας έδρας. Συχνές και καλά προσεγμένες διαλέξεις και μαζικές συναντήσεις πραγματοποιούνταν στην Αίθουσα Θεάτρου του “Dom Anarchia”. Bιβλιοθήκη και αναγνωστήριο οργανώθηκαν στο κτίριο, κύκλοι προλεταριακής καλλιτεχνικής-εκτύπωσης, ποίηση και θέατρο, στήθηκαν και πολυάριθμες άλλες δραστηριότητες του ίδιου είδους ξεκίνησαν.

Μιμούμενοι το έργο της διαμόρφωσης του Στρατού Κόκκινων Φρουρών, η Ομοσπονδία έθεσε ως στόχο να οργανώσει μια στρατιωτική δύναμη αφ’ εαυτής, τους λεγόμενους “Μαύρους Φρουρούς”. Ακόμα ένα σπίτι κατασχέθηκε και μετατράπηκε σε στρατώνα για τα νεοσυσταθέντα σώματα “Μαύρων Φρουρών”. Ο σύντροφος Καιντάνοφ, μια δραστήρια μορφή του Αναρχικού κινήματος και σύντροφος για πολλά χρόνια, επιφορτίστηκε με την οργάνωση και την ηγεσία αυτού του στρατιωτικού σχηματισμού, ο οποίος σύντομα έγινε η επίσημη αιτία της εχθρότητας των Μπολσεβίκων, που είχε ως αποτέλεσμα τη διασπορά χυδαίων συκοφαντιών, ψεύτικες κατηγορίες για ανατρεπτικές προθέσεις που διατυπώθηκαν εναντίον των Αναρχικών, καθώς και της τελικής διάλυσης των Αναρχικών οργανώσεων.”

Οι δραστηριότητες της MFAG είχαν ενταθεί μετά αφότου μετακινήθηκε στη Μόσχα το Σοβιετικό Συμβούλι0 των υπουργών. Στις τάξεις της MFAG εργάστηκαν οι αδελφοί Γκορντίν, ο Αλεξάντερ Καρέλιν, ο Βλαντιμίρ Μπαρμάς, ο Μ. Kρουπενίν, ο Πιότρ Αρσίνοφ και ο Καζιμίρ Koβάλεβιτς. Ο γραμματέας της MFAG ήταν ένας από τους θεωρητικούς του κινήματος ο Λεβ Τσόρνι. Αμέσως μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου η MFAG εξέδωσε την εφημερίδα Anarkhiia σε καθημερινή βάση. Προτρέποντας τις μάζες να εμβαθύνουν και να αναπτύξουν την επανάσταση. Τον Απρίλιο του 1918 στη Μόσχα υπήρχαν ήδη περισσότερες από 50 ομάδες και αποσπάσματα Μαύρων Φρουρών, τα οποία αριθμούσαν περίπου 2.000 μαχητές, τα πιο διάσημα είναι: Τυφώνας, Εμπροσθοφυλακή, Αυτονομία, Άμεσοι σοσιαλιστές, Ανεμοστρόβιλος, Λάβα, Η Τρικυμία, Αγωνιστές, Petrel, Αναρχο -συνδικαλιστές, Αδελφοσύνη, Φοιτητικό Κόμμα και το Λετονικό αναρχικό απόσπασμα Lesma (Φλόγα). Από μια έκθεση της KGB γνωρίζουμε ότι ένα αναρχικό απόσπασμα από τη Σαμάρα είχε φτάσει στην πόλη. Όλες οι ομάδες και οι οργανωτικές μονάδες Μαύρων Φρουρών συγκεντρώθηκαν γύρω από το Συμβούλιο της MFAG και την έδρα της Μαύρης Φρουράς, που είχε τη βάση της στο Σπίτι της Αναρχίας στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα. Υπήρχε μια γραμματεία της Ομοσπονδίας, το τμήμα προπαγάνδας και η συντακτική επιτροπή της Anarkhiia.

Σύμφωνα με την Τσεκά, οι αναρχικοί σχεδίαζαν μια εξέγερση προγραμματισμένη για της 18η Απριλίου και ως εκ τούτου αποφασίστηκε να κάνουν προπαρασκευαστική επίθεση, αφοπλίζοντας τα στρατεύματα των Μαύρων Φρουρών . Ο ισχυρισμός μιας τέτοιας σχεδιασμένης εξέγερσης ήταν πάντοτε έντονα αμφισβητούμενη από τους αναρχικούς. Μια γενική συνέλευση της MFAG είχε προγραμματιστεί για την 14η αλλά αυτό ήταν όλο.

Ως αποτέλεσμα, το βράδυ της 11ης με 12η Απριλίου η Τσεκά συγκάλεσε έκτακτη συνάντηση, εγκαθίδρυσε ένα αρχηγείο υπό τη διεύθυνση του Ντζερζίνσκι και ξεκίνησε επιχειρήσεις για να αφοπλίσει τα ένοπλα αποσπάσματα των αναρχικών. Ο Ντζερζίνσκι παρατήρησε: “Είχαμε συγκεκριμένες πληροφορίες ότι οι ηγέτες ήθελαν να πάρουν αντι-εγκληματικά στοιχεία ομαδοποιημένα γύρω από μια ομάδα της Ομοσπονδίας, προκειμένου να δράσουν εναντίον της Σοβιετικής εξουσίας” (Ισβέστια № 75,16 Απριλίου, 1918). Ήδη στις 8 Απριλίου ο διοικητής του Κρεμλίνου Π. Μάλκοφ και ο διοικητής της Λετονών μισθοφόρων Ε. Μπερζίνς είχε κάνει αναγνώριση για να υπολογίσει τη δύναμη των δυνάμεων της MFAG.. Ένα σχέδιο εγκρίθηκε για την εξάλειψη της “αναρχικής αντ-επανάστασης”. Στην επιχείρηση συμμετείχαν στρατιωτικές μονάδες της Τσεκά, (το 1ο απόσπασμα πολυβολητών) και το 4ο Λετονικό σύνταγμα τυφεκιοφόρων, καθώς επίσης και μέρος της φρουράς της Μόσχας. Επιχειρήσεις ξεκίνησαν τα μεσάνυχτα με τα αναρχικά σπίτια να περικυκλώνονται από αυτά τα στρατεύματα.

Πολλές από τις αναρχικές μονάδες είχαν έλλειψη πολεμικής εμπειρίας και αντοχής αλλά οι Μπολσεβίκοι συνάντησαν άγρια ​​ένοπλη αντίσταση σε μερικά σημεία, για παράδειγμα, στη Μαλάγια Ντμιτρόβκα στο Σπίτι της Αναρχίας. Εδώ η Μαύρη Φρουρά κατέλαβε τα γύρω σπίτια και τοποθέτησε ένα ελαφρύ πυροβόλο στην οροφή. Οι Τσεκάδες εισέβαλαν στο κτίριο, υποστηριζόμενοι από πυρά πυροβολικού που κατέστρεψαν το ελαφρύ πυροβόλο και τον πρώτο όροφο του κτιρίου. Ωστόσο οι Τσεκάδες ήταν σε θέση να πάρουν το κτίριο μόνο αφού ενισχυθούν από τους Λετονούς τυφεκιοφόρους. Το τελευταίο προπύργιο της Μαύρης Φρουράς ήταν το αρχοντικό Ζεϊτλίν που πάρθηκε κατά τις 12 το μεσημέρι, και οι εν γένει συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της Τσεκά και των αναρχικών σταμάτησαν στις 2πμ.

Ως αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης, οι Μπολσεβίκοι σκότωσαν 40 αναρχικούς, κάποιοι πυροβολήθηκαν επί τόπου, ενώ 10 έως 12 Τσεκάδες και στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στις μάχες. Ο βετεράνος αναρχικός Μιχαήλ Κοντουνόφ δολοφονήθηκε από την Τσεκά και το σώμα του θάφτηκε στο δρόμο.

Ενθυμούμενος αυτά τα γεγονότα ο Βολίν έγραψε στο βιβλίο του The Unknown Revolution:

“…Τη νύχτα της 12ης Απριλίου, με ένα ψεύτικο και παράλογο πρόσχημα [το ένα τέταρτο από] όλες οι αναρχικές οργανώσεις στη Μόσχα – και κυρίως εκείνες της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων σε αυτή την πόλη- δέχτηκαν επίθεση και λεηλατήθηκαν από στρατεύματα και την αστυνομική δύναμη. Για αρκετές ώρες η πρωτεύουσα πήρε την εμφάνιση μιας πόλης σε κατάσταση πολιορκίας. Ακόμη και το πυροβολικό πήρε μέρος στη δράση”.

Αυτή η επιχείρηση χρησίμευσε για να δοθεί ένα μήνυμα για τη λεηλασία των ελευθεριακών οργανώσεων σε όλες σχεδόν τις σημαντικές πόλεις της Ρωσίας. Και ως συνήθως οι επαρχιακές αρχές υπερέβησαν το ζήλο εκείνων της πρωτεύουσας.

O Λέον Τρότσκι, ο οποίος για δύο βδομάδες είχε προετοιμάσει το χτύπημα, και ο οποίος είχε πραγματοποιήσει αυτοπροσώπως, μεταξύ των συνταγμάτων, μια αχαλίνωτη αγκιτάτσια εναντίον των “αναρχο-ληστών”, είχε την ικανοποίηση να είναι σε θέση να κάνει τη διάσημη δήλωσή του: “Επιτέλους η Σοβιετική κυβέρνηση, με σιδερένια σκούπα, έχει απαλλάξει τη Ρωσία του Αναρχισμού”. ” (σ.308, έκδοση 1974). Πράγματι ο Τρότσκι είχε προσφωνήσει στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού αντι-αναρχικές ομιλίες, εξεγείροντάς τις σε μια κατάσταση παροξυσμού.

Μετά την ήττα της Μαύρης Φρουράς στη Μόσχα 500 αναρχικοί συνελήφθησαν (μερικοί απελευθερώθηκαν λίγο αργότερα). Το απόσπασμα αναρχικών της Σαμάρα, που είχε ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση των αναρχικών συλλόγων, εκδιώχθηκε από την πόλη.

Ο Ντζερζίνσκι, επικεφαλής της Τσεκά, σχολιάζοντας τα γεγονότα, δήλωσε στην Ισβέστια № 75, με ημερομηνία 15 Απριλίου 1918: “Εμείς σε καμία περίπτωση δεν είχαμε κατά νου και δεν θέλαμε να καταπολεμήσουμε τους ιδεολόγους αναρχικούς. Και τώρα όλους τους ιδεολόγους αναρχικούς που συνελήφθησαν το βράδυ της 12 Απριλίου, τους απελευθερώνουμε, και αν, ίσως, κάποιοι από αυτούς θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη, είναι μόνο ένα κάλυμμα για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από εγκληματικά στοιχεία που έχουν εισχωρήσει στις αναρχικές οργανώσεις. Υπάρχουν πολύ λίγοι ιδεολόγοι αναρχικοί μεταξύ αυτών που κρατούνται από μας…. ”.

Γεγονότα στη Μόσχα σηματοδότησαν την έναρξη της καταστολής στις επαρχίες. Παρόμοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στο Πέτρογκραντ, στη Βόλογκντα, στο Σμολένσκ, στο Μπριάνσκ και ούτω καθεξής. Νωρίς το πρωί της 12 Απρίλη στο Γκοροντέτς στην επαρχία Νίζνι Νόβγκοροντ αναρχικοί, με επικεφαλής το Σοβιετικό δήμαρχο της πόλης Μορέφ πάλεψαν εναντίον των επιθέσεων των Μπολσεβίκων. Στο Κουρσκ, αναρχικοί στασίασαν και κράτησαν την πόλη μεταξύ 10ης και 29ης Απρίλη 1918. Στις 9 Μαΐου το Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων απέστειλε ντιρεκτίβα προς όλες τις Σοβιετικές Επαρχίες: “Η εμπειρία από τη Μόσχα, το Πέτρογκραντ και άλλες πόλεις έχει δείξει ότι, κάτω από τη σημαία των αναρχικών είναι κρυμμένοι χούλιγκανς, κλέφτες, ληστές και αντεπαναστάτες, που προετοιμάζουν μυστικά την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας … Όλοι οι αναρχικοί φρουροί και οι οργανώσεις αναρχικών πρέπει να αφοπλιστούν. Κανείς δεν μπορεί να φέρει όπλο, εκτός αν του δοθεί άδεια από τα τοπικά σοβιέτ ”(Ισβέστια № 91, 10η Μαΐου 1918). Ωστόσο, στις 17 Μαΐου, οι αναρχικοί συμμάχησαν με μαξιμαλιστές που επαναστάτησαν στη Σαμάρα.

Η Μαύρη Φρουρά νικήθηκε, και ακολούθως απεικονίστηκε σαν μια συμμορία εγκληματιών. Μια διάκριση έγινε, όπως έχουμε δει, μεταξύ “ιδεολόγων αναρχικών” και “αναρχο-ληστών”. Όπως ο Τρότσκι έλεγε: “Ήταν απλά επιδρομείς και διαρρήκτες που συμβιβάστηκαν με τον αναρχισμό. Ο αναρχισμός είναι μια ιδέα, αν και μια λανθασμένη ιδέα, αλλά ο χουλιγκανισμός είναι χουλιγκανισμός και είπαμε στους αναρχικούς: θα πρέπει να τραβήξετε μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ εσάς και των διαρρηκτών… το Σοβιετικό καθεστώς έχει πάρει την εξουσία, όχι για να λεηλατηθεί από ληστές του δρόμου και διαρρήκτες, αλλά να συστήσει πειθαρχία της ομαδικής δουλειάς και μιας έντιμης εργαζόμενης ζωής”. Έτσι ένα σαφές μήνυμα εστάλη ότι οι αναρχικοί θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες. Ο Τρότσκι συνέχιζε να προειδοποιεί τους αναρχικούς: ” Αν θέλετε να ζήσετε μαζί μας με βάση τις αρχές της κοινής πειθαρχίας της δουλειάς, τότε θα πρέπει να υποταχθείτε σε εκείνη των εργαζόμενων τάξεων αλλά αν θέλετε να πάρετε το δρόμο μας, μην μας κατηγορείτε αν η κυβέρνηση της δουλειάς, η σοβιετική εξουσία, σας μεταχειριστεί χωρίς να φοράει γάντια ”. Με άλλα λόγια, υποταχθείτε ή προετοιμαστείτε για καταστολή.

Η απεικόνιση του Τρότσκι του ποινικού αναρχισμού έχει λίγο να κάνει με την πραγματικότητα. Η ένταξη στη Μαύρη Φρουρά ήταν πολύ αυστηρή και η εγγραφή διαμεσολαβείτο από διάφορους φορείς. Όπως έγραψε η Anarkhiia (τεύχος 15 10 Μαρτίου 1918):

“Η υποδοχή των αγωνιστών στους Μαύρους Φρουρούς γίνεται ύστερα από σύστασή τους είτε από: 1) τοπικές ομάδες, 2) Τρία μέλη της Ομοσπονδίας, και 3) τις επιτροπές εργοστασίων και εργαστηρίων, 4) Τις Σοβιετικές Συνοικίες, καθημερινά, από τις 10 π.μ. έως τις 2 μ.μ. στο κτίριο του Σπιτιού της Αναρχίας ”. Και στο κεφάλαιο 22 αναφέρεται ότι “Σύντροφοι, που επιθυμούν να ενταχθούν στα Μαύρα μαχητικά αποσπάσματα, θα έπρεπε να ενδιαφέρονται με την εξασφάλιση συμβουλών.

Χωρίς έχοντας συστάσεις δεν θα μπορούν να περιληφθούν στους καταλόγους των μαχητικών αποσπασμάτων. Αρχηγείο.” Κατέστη σαφές ότι οι Μαύροι Φρουροί δεν θα διεξήγαγαν επιχειρήσεις αστυνόμευσης σαν τους Κόκκινους Φρουρούς (επιδρομές, συλλήψεις, κλπ.) καθώς αυτό ήταν το προνόμιο των τελευταίων. Όσον αφορά την επίταξη των σπιτιών, αυτό πρέπει να είναι το έργο της ειδικής επιτροπής που αποτελείται από εκπροσώπους των τοπικών ομάδων. Η Γραμματεία της MFAG ζήτησε από το αρχηγείο της Μαύρης Φρουράς να παράσχει έναν κατάλογο όλων των μελών της στις 4 Απριλίου.

Από την άλλη πλευρά η Τσεκά και οι μονάδες του Κόκκινου στρατού ήταν σε θέση να συλλαμβάνουν χωρίς να ελέγχονται από τους Σοβιετικούς, να πυροβολούν αυθαίρετα ανθρώπους στα εκτελεστικά τους υπόγεια μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής που είχε γίνει από τη Σοβιετική κυβέρνηση. Η δράση εναντίον των αναρχικών δεν έγινε από Κόκκινους Φρουρούς ή από τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που είχαν αρνηθεί να λάβουν μέρος σε αυτές τις επιθέσεις, αλλά από ειδικές μονάδες που ελέγχονταν από τους Μπολσεβίκους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν μονάδες των Κόκκινων Φρουρών που βιαστικά δημιουργήθηκαν το 1917, συμπεριέλαβαν εγκληματίες καθώς και Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου. Λεηλασίες πραγματοποιόντουσαν στη Μόσχα την άνοιξη του 1918 από μονάδες Κόκκινων Φρουρών και υπό τη διαταγή των Τσεκιστών, και αν οι μονάδες των Μαύρων Φρουρών δεν ήταν επίσης άμεμπτες, δεν ήταν μόνο αυτές.

Ήταν σημαντικό το ότι το βράδυ της επίθεσης εναντίον των αναρχικών της Μόσχας ο Πίτερς, ο δεύτερος στην ιεραρχία της Τσεκά ήθελε να δείξει στο Βρετανό διπλωμάτη Λόκχαρντ όλα τα λεηλατημένα σπίτια αναρχικών για να στείλει ένα μήνυμα προς τις Δυτικές δυνάμεις ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν το κόμμα της τάξης και ήταν σε θέση να ελέγχει και να καθοδηγεί την επανάσταση. Παρατηρώντας μια δολοφονημένη αναρχική ξαπλωμένη στο έδαφος σε ένα από τα αρχοντικά, πυροβολημένη στο λαιμό από την Τσεκά, αναφέρθηκε σε αυτήν σαν πόρνη.

Πηγές
Skirda, A.(2000) Les anarchistes Russes, les soviets et la revolution de 1917. Παρίσι.
Volin. (1974)The Unknown Revolution
Wade, Rex A.(1984) Red guards and workers’ militias in the Russian Revolution
Maximov, G. The True Reasons for the Anarchist Raids (Μόσχα 1918) στο http://www.katesharpleylibrary.net/brv25k
Dubovik, A. The Defeat of the Moscow anarchists στο http://socialist.memo.ru/books/html/razgrom.html
The murder of Mikhail Sergeyevich Khodounov στο: http://gulaganarchists.wordpress.com/2008/11/08/one-of-the-bandits-in-memory-of-comrade-khodounov/

Μετάφρ. aixmi

http://aixmi.wordpress.com/

Γεωπολιτική και αναρχικά κινήματα – Β’ μέρος

Β.ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Όσο αφορά την ιστορία των πολεμικών συγκρούσεων τα αναρχικά κινήματα παίξανε σημαντικό ρόλο στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και την έκρηξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα οι νίκες του Νέστωρ Μάχνο τον έχουν κάνει αποδεκτό ως στρατηγό ακόμα και απο αναλυτές και στρατιωτικά περιοδικά που κινούνται βέβαια σε διαφορετικό πολιτικό πεδίο(βλέπε περιοδικά στρατιωτική ιστορία, στρατηγική κλπ)

Ο Μαχνοβίτικος στρατός λοιπόν δεν είχε καμία στρατιωτική ήττα εκτός από αυτή που υπέστη από τον Τρότσκυ λόγω της άριστης γνώσης των μεθόδων του ανταρτοπόλεμου που οι μαχνοβίτες είχαν. Οι Μαχνοβίτες φροντίζουν πάντα να έχουν διέξοδο διαφυγής όταν εμπλέκονται σε κάποια μάχη -κλασσική μέθοδος των ανταρτών απο τα αρχαία χρόνια. Επίσης, οι αντάρτες είχαν καλή σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό (τουλάχιστον αρχικά) και δεν έχουν ανάγκη ανεφοδιασμού σε αντίθεση με τους εχθρούς τους. Οι Μαχνοβίτες σημείωσαν νίκες επειδή βρίσκονταν στην έδρα τους και επέλεγαν πάντα εκείνοι τη στιγμή της μάχης.

.. ..

Η συμμετοχή των οπλιτών στις αποφάσεις, τακτικής και στρατηγικής, αντί να παρουσιάσει τα μειονεκτήματα απειθαρχίας είχε αρχικά επιτυχία. Η μεγάλη συνεισφορά του Μάχνου σε τακτικό επίπεδο είχε να κάνει ότι σε πολλές μάχες επιτίθονταν στους εχθρούς του με το ιππικό, υποχωρούσε και ξαφνικά αντεπιτεθόνταν(παραπλανητική υποχώρηση μέθοδος των αρχαίων Πάρθων που έτσι συνέτριψαν τους Ρωμαίους).Επίσης χρησιμοποιούσε άγνωστες ως τότε μεθόδους όπως αγροτικά άρματα εξοπλισμένα με πολυβόλα, αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς με άχυρο. Το κυριότερο όμως όπλο του Μαχνοβίτικου στρατού ήταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού από περιοχές που ήταν απρόσιτες στους αντεπαναστάτες αλλά προσιτές στους αντάρτες .

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε μέσο ώστε να μετακινούνται γρήγορα και να φτάνουν ξεκούραστοι στο πεδίο της μάχης. Σε μια μάχη, ολόκληρος ο Μαχνοβίτικος στρατός, μαζί με τα άλογα και τα άρματα μεταφέρθηκαν με τραίνο (βλέπε video-ντοκουμέντο http://www.youtube.com/watch?v=H1aYxFTOkZQ), αιφνιδιάζοντας τους αντεπαναστάτες που διέσχισαν την απόσταση αυτή με τα πόδια και νικόντας τους κατα κράτος λόγω της φυσικής κατάστασης που είχαν.

Επίσης ο Μάχνο με τη βοήθεια των χωρικών και στρατιωτών του εχθρού που αυτομολούσαν (υπήρχαν αρκετοί τέτοιοι), συγκέντρωναν πληροφορίες για τη δυναμική του εχθρικού στρατεύματος(βασική αρχή του πολέμου, κερδίζει αυτός που έχει τις περισσότερες πληροφορίες. Μεγαλύτερη στιγμή του αναρχικού ουκρανέζικου αναρχικού υπήρξε η μάχη του Peregonovka όπου οι Μαχνοβίτες συνέντριψαν τους λευκούς.

Όσο αφορά τώρα την Ισπανία μεγάλες νίκες πέτυχαν οι αναρχική στην αρχή όταν οι φασίστες δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένοι και ο ρόλος του αυθορμητισμού έπαιζε μεγάλη σημασία. Στα υπόλοιπα χρόνια του εμφυλίου οι αναρχικοί πολιτοφύλακες υπηρέτησαν στον λαϊκό στρατό υπό τις διαταγές μπολσεβίκων αξιωματικών. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν οι αναρχικοί κατέπνιξαν την φασιστική εξέγερση κατά την μάχη της Βαρκελώνης και στις Αστούριες. Η πιο εμβληματική μορφή των αναρχικών στην Ισπανία υπήρξε ο Ντουρούντι.

Πιο συγκεκριμένα στις αρχές Νοέμβρη του 1936, οι τέσσερις στρατιές του φράνκο, που αποτελούνταν κυρίως από Μαυριτανούς και άντρες της Λεγεώνας των Ξένων, επιτέθηκαν εναντίον της Μαδρίτης. Η μάχη άρχισε στις 8 Νοέμβρη.Ο στρατός του Φράνκο υποστηριζόταν από Γερμανικά και Ιταλικά βομβαρδιστικά .Στη Μαδρίτη οι κομμουνιστές ήταν σχετικά ισχυρότεροι σε σχέση με τη Βαρκελώνη.Ο Φράνκο είπε ότι θα προτιμούσε να καταστρέψει τη Μαδρίτη ολοκληρωτικά, παρά να την αφήσει στους <..>. . Από τις 16 Νοέμβρη και μετά, η Μαδρίτη βομβαρδιζόταν συνεχώς και είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Ισπανία. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση , ο Ντουρρούτι αποφάσισε ν’ αποσύρει από το μέτωπο της Αραγονίας 4000 μέλη της Ταξιαρχίας του, προκειμένου να βοηθήσει την Μαδρίτη. Η άφιξη του αναπτέρωσε φοβερά το ηθικό των πολιορκημένων κατοίκων της πόλης. . Όμως, σης 20 Νοέμβρη, καθώς έβγαινε από ένα αυτοκίνητο, μια αδέσποτη σφαίρα τον έπληξε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σκοτώνοντας τον ακαριαία.

Το σημαντικό στον τρόπο σκέψης του Ντουρούντι ήταν ότι μπόρεσε μέσα στην ομίχλη εκείνου του πολέμου να δει καθαρά. Αν η Μαδρίτη έπεφτε θα έπεφτε και η Βαρκελώνη μετά. Ο Ντουρούντι επέλεξε πρώτα η νίκη και μετά την επανάσταση κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Βαρκελώνη.

Επίσης δε θα πρέπει να παραβλέπεται και η συνεισφορά αναρχικών που επηρεασμένοι από τον Μπακουνισμό και τις εθνοτικές-απελευθερωτικές του τάσεις πολέμησαν ενάντια στις αυτοκρατορίες στα τέλη του 19ου αι. Είναι γνωστή η περιπέτεια του Μπακούνιν που με άλλους αναρχικούς προσπάθησαν να ξεκινήσουν εξέγερση στην Ιταλία με πλήρη αποτυχημένα αποτελέσματα.Όπως είναι γνωστή η συνεισφορά των Προυντονικών αναρχικών στην Παρισσινή κουμούνα

Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι είναι μια άλλη περίπτωση αναρχικού που πολέμησε όπως ο Μπακούνιν στην πρώτη γραμμή(βλέπε για Μπακούνιν τη συμμετοχή του στην εξέγερση της Δρέσδης).Ο Τσιπριάνι δραστηριοποιήθηκε μάλιστα και στην Ελλάδα. Το 1862 στην διάρκεια της αντιοθωνικής εξέγερσης βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία. Ο Τσιπριάνι συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, στην περιοχή της Kαπνικαρέας, ύψωσε με άλλους οδοφράγματα, όπου κυμάτισε για πρώτη φορά στον «ελλαδικό» χώρο η κόκκινη σημαία. Mετά τα γεγονότα, ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Έπειτα, πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάσθηκε με διάφορους αναρχικούς κύκλους καθώς και με μια αναρχική ομάδα που αποτελείτε κυρίως από Έλληνες και της οποίας η σημαντικότερη φυσιογνωμία ήταν ο Παύλος Aργυριάδης.

Κατά τη διάρκεια του Γάλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Όταν απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο αναρχικό κίνημα του Παρισιού.

Το 1897 βρέθηκε ξανά στην Ελλάδα, παίρνοντας μέρος ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο μαζί με άλλους Ιταλούς αναρχικούς( Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριβάλδη ,γυιος του Γαριβάλδη, Αντόνιο Φράττι, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι). Όσοι αναρχικοί επαναστάτες, κυρίως Ιταλοί, πολέμησαν ως εθελοντές στο Δομοκό και πιο πριν στην Κρήτη, το έκαναν γιατί πίστευαν ότι εκεί επικρατούσε λαϊκός ξεσηκωμός που μπορούσε να οδηγήσει όχι μόνο στην εθνική απελευθέρωση αλλά και στην ταξική(βλέπε Μπακούνιν τις ιδέες του για εθνική απελευθέρωση). Οι αναρχικοί στην Ελλάδα είχαν διαφορετική θέση εκείνη την εποχή όπως οι σοσιαλιστές ειρηνιστές εκείνης της εποχής.
Στην εξέγερση της Kρήτης το 1897, πήρε μέρος ένα σώμα Iταλών αναρχικών και σοσιαλιστών (ομάδα του Mπερτέτι).

Αναφορά πρέπει να γίνει και στον στρατηγό της CNT τον Μερα ο οποίος πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο και είναι υπεύθυνος μαζί με το τάγμα του για τη συντριβή του σταλινομπολσεβίκικου πραξικοπήματος στη Μαδρίτη το 1939.Όταν ο Νέγκρυ αρνήθηκε να παραδοθεί στον Φράνκο κατόπιν διαταγής του Στάλιν ο Μέρα στήριξε τον δημοκρατικό στρατηγό Κασάντο και τον σοσιαλιστή Μπεστέιρο σε ένα αντισταλινό πραξικόπημα. Οι δυνάμεις του Μέρα ήταν ουσιαστικές στην επικράτηση του Κασαντο ενάντια στη στρατό που είχε σταλεί από τον Νέγκρυ για να πατάξει το πραξικόπημα. Να τονίσω εδώ ότι ο Μέρα και η CNT δεν επιθυμούσαν την περαιτέρω συνέχιση του πολέμου για να αποφευχθεί η αιματοχυσία σε ένα πόλεμο που ήταν ήδη χαμένος. Αντίθετα ήταν προς το γεωπολιτικό συμφέρον του Στάλιν η συνέχιση της αντίδρασης στον Φράνκο καθώς ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος μόλις ξεκινούσε και ήταν προς το συμφέρον της ΕΣΣΔ ένα μέτωπο ζωντανό δίπλα στην Ιταλία και την Γερμανία.

Πολλοί Ισπανοί αναρχικοί φυγάδες επίσης πολέμησαν στην Γαλλία στην αντίσταση ενάντια στους Ναζί. Στην Ιταλία αναρχικές ομάδες πολέμησαν στον αντιφασιστικό αγώνα στη Ιταλία.

διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο το αναρχικό κίνημα υποχωρεί. Τα ισχυρά μαρξιστικά-λενινιστικά αντάρτικα χρηματοδοτούμενα απο τον Στάλιν και τον Μάο κυριαρχούν παγκοσμίως. Την ιστορία την γράφουν οι νικήτές. Η ιστορία των αναρχικών λοιπόν περνά στο περιθώριο. Η επιρροή των τελευταίων στη παγκόσμια γεωπολιτική και γεωστρατηγική μένει άγνωστη .Η άνοδος όμως αμεσοδημοκρατικών κινημάτων στο Μεξικό επηρεασμένα απο την Αναρχία ,το κίνημα της αντιπαγκοσμοποίησης και η διεθνής εξέγερση που ξεκινά τον δεκέμβρη του 2008 απο την Ελλάδα δείχνει ότι η επιρροή των αναρχικών κινημάτων κάθε άλλο παρά έχει πεθάνει.Αντίθετα μέσα απο παγκόσμια δίκτυα αλληλεγκύης και δράσης δείχνουν τα δοντια τους και τη διάθεση τους να επιβιώσουν.

Άλλωστε είναι αμφίβολο αν οι Ζαπατίστας κατάφερναν να επιβιώσουν χωρίς την διεθνή κινητοποίηση συμπαράστασης. Προφανώς οι σύγχρονοι διαμορφωτές της γεωπολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο(βλέπε ακαδημαικούς, υπουργεία εξωτερικών, αναλυτές, πανεπιστήμια, στρατιωτικούς κλπ) έχουν αναγκαστεί να εισάγουν ένα παίκτη ακόμα στο παγκόσμιο παιχνίδι εξουσίας και αυτός ο παίκτης αφορά τα μαζικά λαϊκά αντιεξουσιαστικά κινήματα και τη διεθνή τους διάσταση.

Γεωπολιτική και αναρχικά κινήματα -Α’ μέρος

Α.ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η γεωπολιτική είναι η επιστήμη που εξετάζει, την αλληλεξάρτηση μεταξύ φύσης(γεωγραφικού χώρου) και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και κατά συνέπεια μελετά την πολιτισμική και κοινωνική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Η γεωπολιτική όμως όπως θα δούμε στη συνέχεια πιο περιληπτικά περιορίστηκε στη μελέτη της αλληλεξάρτησης κράτους και χώρου(ενώ επιρροή στη διαμόρφωση του χώρου έχουν βέβαια και οι απλοί άνθρωποι και όχι μόνο τα κράτη και οι γενικότεροι εξουσιαστικοί μηχανισμοί) καθώς η κοινωνία ταυτίστηκε γενικά από τους ακαδημαϊκούς (κοινωνιολόγους, γεωγράφους, ανθρωπολόγους κλπ) με το κράτος παρά τις αντίθετες απόψεις αρκετών ακαδημαϊκών (βλέπε το κλασσικό ανθρωπολογικό έργο -ΚΡΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ-του Πιερ Κλαστρ ).

Έτσι καθώς τον τελευταίο αιώνα κυρίαρχη πολιτική οργάνωση υπήρξε το κράτος-κομμουνιστικό ή καπιταλιστικό-οι επιστήμονες της γεωπολιτικής βάλανε στο μικροσκόπιο τα κράτη και τη σχέση τους με τον χώρο. Τι γίνεται όμως με τους χώρους που δεν κυριαρχήθηκαν από το αστικό ή το κομουνιστικό κράτος? Τις αυτόνομες περιοχές που για κάποιο χρονικό διάστημα μπόρεσαν και υπήρξαν στη βάση της αυτοδιάθεσης, της άμεσης δημοκρατία, της αναρχίας ή ακόμα και του λαικού καπιταλισμού? Τι γίνεται με τη σχέση αυτών των πολιτικών ,βραχύχρονων έστω, υπάρξεων και του γεωγραφικού χώρου? Η σχέση αυτή έχει μελετηθεί από τους ακαδημαϊκούς γεωγράφους ?

Η απάντηση σε γενικές γραμμές είναι όχι. Και ο λόγος απλός. Η γεωπολιτική όπως και η χαρτογραφία εξυπηρετούν σαν επιστήμες την εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία. Φανταστείτε ένα χάρτη που να δείχνει πάνω την Αφρική….και μία γεωπολιτική που μελετά τους αγώνες των κάτω για τη συμβολή τους στη διαμόρφωση του σύγχρονο χώρου και όχι τις αποφάσεις τις εκάστοτε ελίτ. Έχει την εντύπωση κανείς διαβάζοντας αυτούς τους αναλυτές ότι αποφασίζουν αποκλειστικά τα κράτη και οι πολυεθνικές για τον χώρο στον οποίο ζούμε. Πιστεύω οτι η ανάλυση του χώρου και η αλληλεξάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα είναι ουσιώδης για την κατανόηση(και γιατί όχι και την αλλαγή) του κοινωνικού status.Δύσκολο εγχείρημα βέβαια αλλά ας αναλογιστούμε την ανατροπή που φέρνει στην πολιτική γεωγραφία ο γεωγράφος Κροπότκιν και ο Ρεκλυ τον 19ο αιώνα.Ο κόσμος της επιστήμης δε θα είναι ποτέ ο ίδιος. Σωστά ο Ζιν είπε για την ιστορία οτι η σωστή γνώση της είναι απαραίτητη για μια μελλοντική επανάσταση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για την άλλη μεγάλη επιστήμη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων την γεωγραφία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο όρος Γεωπολιτική σαν επιστημονικός όρος εφαρμόστηκε από τον Σουηδό καθηγητή Rudolf Kjellén to 1899.Ως επιστήμη όμως, η γεωπολιτική δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην κεντρική Ευρώπη. Η γεωπολιτική στη διάρκεια του μεσοπολέμου αποτελεί εργαλείο της Στρατηγικής με κεντρικό σημείο την εθνική ισχύ .Κυρίαρχο σκεπτικό είναι ότι κράτη που είναι ισχυρότερα σε μεγαλύτερες αποστάσεις, αποτελούν τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο .Η γεωπολιτική ως όργανο σχεδίασης κρατικής επιβολής στον χώρο προϋποθέτει τη σχεδίαση σε διάφορους τομείς, πχ της στρατιωτικής ισχύος -γεωστρατηγική, της οικονομίας , της δημογραφίας κτλ. Αναφορά πρέπει να γίνει σε αυτό το σημείο στον άνθρωπο που ταύτισε την γεωπολιτική με τον ολοκληρωτισμό Karl Haushofer και τη Γερμανική σχολή. Οι απόψεις του Karl Haushofer βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στη Ναζιστική ηγεσία και οι ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την γερμανική επεκτατικότητα. Κεντρικό σημείο στην κοσμοθεωρία της ναζιστικής γεωπολιτικής είναι η πολιτισμική διαίρεση της υδρογείου. Κάθε έθνος με βάση την πολιτισμική ανωτερότητα πρέπει να διεκδικεί περισσότερο χώρο απο τους κατώτερους πολιτισμικά και φυλετικά λαούς(έννοια του ζωτικού χώρου).

Πρίν όμως τους ναζιστές γεωγράφους έχουμε τον πρωτοπόρο κρατιστή γεωγράφο Friedrich Ratzel (1844 – 1904), ο οποίος ανέπτυξε την έννοια της «Πολιτικής Γεωγραφίας/Politische Geographie».Συμφώνως λοιπόν προς τον Ratzel η Γεωπολιτική είναι «Η Γεωγραφία στην Υπηρεσία της Πολιτικής του Κράτους».Βλέπουμε λοιπόν ότι σύμφωνα με τον Ratzel την διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου έχει αναλάβει αποκλειστικά το αστικό κράτος(βέβαια το πόσο έξω θα πέσει θα φανεί με την μπολσεβίκικη επανάσταση που θα οδηγήσει στη Σοβιετική ένωση…)
Πάντως ο Ratzel ξέφυγε από τα στεγανά των γεωγράφων της εποχής και δημιούργησε μια γεωγραφία με ξεχωριστή θέση στην «χωρική τεχνολογία» που θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο ανάλυσης στα χέρια πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματών. Με άλλα λόγια ο χώρος δεν διαμορφώνεται μόνο απο τους ανθρώπους αλλά διαμορφώνει εξίσου τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Οπότε η γνώση του είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό της μακροπολιτικής.
«Το κράτος πρέπει να ζήσει από το έδαφος. Μπορεί να βασιστεί μόνο σε εκείνα τα πλεονεκτήματα, επί των οποίων ασκεί εδαφική κυριαρχία. Η Πολιτική Επιστήμη διατυπώνει την ίδια άποψη κάπως πιο άχρωμα όταν αναφέρει: Η περιοχή (Gebiet) ανήκει στη φύση του κράτους. χαρακτηρίζει την κυριαρχία ως το εδαφικό δίκαιο (Jus terittoriale) και διατυπώνει τον κανόνα, ότι οι εδαφικές αλλαγές μπορούν να συντελεστούν μόνο μέσω νόμων. H ζωή των λαών μας διδάσκει να αναγνωρίζουμε πολύ στενότερες σχέσεις: βλέπουμε στην ιστορική πορεία όλες τις πολιτικές δυνάμεις να κυριαρχούν επί του εδάφους, δημιουργώντας έτσι κράτη. Λαό ονομάζω συνεπώς ένα πολιτικά συνδεδεμένο σύνολο, ομάδων και ατόμων, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ούτε φυλετική ούτε γλωσσική συγγένεια, αλλά συνδέονται οπωσδήποτε χωρικά μέσω του κοινού τους εδάφους . Κοινωνικές τάξεις και κοινωνίες, το εμπόριο και η θρησκεία αντλούν από αυτήν την πηγή πολιτική εξουσία και διάρκεια, δημιουργώντας με τη σειρά τους κράτη. Κατά τον τρέχοντα αιώνα συνωστίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία και οι εθνικές ιδέες. Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο εθνική πολιτική, αντί του όρου εδαφική, μιλώντας για την άσκηση πολιτικής, κατανοούσας την αξία του εδάφους. Η διατύπωση: Οι Γερμανοί ένοιωσαν την ανάγκη να δημιουργήσουν μία πολιτική μορφή για το σύνολό τους, αποκτάει στην Πολιτική Γεωγραφία την έννοια ότι: επιδίωξαν εδαφική συνάθροιση (Zusammenschließung) και οροθέτηση (Abgrenzung), προκειμένου να τοποθετήσουν την ύπαρξή τους σε κατά το δυνατόν σίγουρο και ευρύ, δικό τους έδαφος.»

Όσο αφορά την Αγγλοσαξονική Γεωγραφική Σχολή της Γεωπολιτικής , η οποία επηρεάστηκε βαθύτατα από την Γερμανική Γεωγραφική Σχολή σκέψης, ιδρυτής της υπήρξε ο επίσης Γεωγράφος Sir Halford Mackinder.Οι αγγλοσάξονες θέτουν τη Γεωγραφία στο επίκεντρο της διαδικασίας διαχρονικής διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων. Ένας αγγλοσάξονας ο Saul Cohen έγραφε ότι:«Η πεμπτουσία της Γεωπολιτικής είναι η μελέτη της υφισταμένης σχέσεως μεταξύ της διεθνούς πολιτικής της ισχύος και των αντιστοίχων γεωγραφικών χαρακτηριστικών, κυρίως δε αυτών των γεωγραφικών χαρακτηριστικών επί των οποίων αναπτύσσονται οι πηγές της ισχύος» .
Ο Robert Harkavy: θεωρεί ότι: «Η Γεωπολιτική είναι η χαρτογραφική αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ των κυρίων αντιτιθεμένων δυνάμεων».Συμφώνως προς τον Ladis Kristof:«Ο σύγχρονος θεωρητικός της Γεωπολιτικής δεν επισκοπεί το γεωγραφικό χάρτη της Γης για να διακρίνει τι μας υπαγορεύει η φύση να κάνουμε, αλλά τι μας συμβουλεύει η φύση να κάνουμε με δεδομένες τις προτιμήσεις μας» .

Όσο για τη γαλλική Γεωγραφική Σχολή της Γεωπολιτικής επικρατούν οι ίδιες αντιλήψεις με παραπάνω. Δεν είναι σύμπτωση βέβαια ότι την γεωπολιτική σαν επιστήμη την ανάπτυξαν αποικιακές δυνάμεις ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα .Μην ξεχνάμε όμως ότι και η ανθρωπολογία-εθνολογία(που στις μέρες μας έχει ταυτιστεί με τον μαρξισμό)αναπτύχθηκαν αρχές του 19ου αι. πάλι υπό την πίεση της αποικιοκρατίας και την αναγκαιότητα μελέτης και κατανόησης των υπόδουλων τριτοκοσμικών πληθυσμών….ώστε η γνώση των άγνωστων αυτών κοινωνιών να βοηθήσει στον πιο γρήγορο εκπολιτισμό και υποταγή τους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η γεωπολιτική σαν επιστήμη δίνει προτεραιότητα στα κρατη. Οι λαϊκοί αγώνες έρχονται σε δεύτεροι μοίρα. Που θα ήταν όμως ο κόσμος χωρίς τον Ζαπατα και τους μάρτυρες του Σικάγου? Σύμφωνα με τις παραπάνω σχολές γεωπολιτικής το μόνο κοινωνικό μόρφωμα που μπορεί να επηρεάσει τον χώρο και να επηρεαστεί από αυτόν είναι το κράτος. Τι γίνεται όμως με τα κινήματα βάσης, τους συνδικαλιστές, τα ους αντάρτες πόλεων αλλά και τα αντάρτικα στον τρίτο κόσμο? Η επανάσταση γενικά επηρεάζει τον χώρο όπως και επηρεάζεται απο αυτόν. Το Παρίση απόκτησε αυτό το κέντρο μετά την παρισινή κουμούνα. Ο λόγος προφανές. Οι επαναστάτες δεν πρέπει να ξεφεύγουν στα στενά πρέπει να κυκλώνονται απο το στρατό. Τέτοια παραδείγματα είναι άπειρα. Ο χώρος διαμορφώνεται και διαμορφώνει αλληλένδετα και την επανάσταση μέσα από το πέρασμα των αιώνων. Με αυτό δεν αμφισβητούμε ότι κυρίαρχη μορφή παραγωγής του χώρου είναι το κράτος. Είναι όμως το μόνο?….
Ας επιστρέψουμε όμως στον Κροπότκιν. Εκείνη την εποχή οι πολιτικοί επιστήμονες προσπαθούσαν να κατανοήσουν την κοινωνία μέσω της μελέτης του κράτους. Ο Κροπότκιν μελετά αντίθετα την πορεία της κοινωνίας ξεχωριστά και σε αντίθεση με το κράτος. Προτεραιότητα δίνει στις κοινότητες του μεσαίωνα και στο πως αυτές στο πέρασμα του χρόνου υποτάχθηκαν στα κράτη και τους βασιλιάδες. Με το ίδιο σκεπτικό η γεωπολιτική μπορεί να μελετηθεί ανάποδα. Ας δούμε πως τα κινήματα βάσης, ο αναρχισμός, η αυτονομία κλπ επηρέασαν τον χώρο και επηρεάστηκαν από αυτόν. Με άλλα λόγια ας γυρίσουμε τον χάρτη ανάποδα όπως έκαναν στη δεκαετία του 60 οι καταστασιακοί (βλέπε ψυχωγεωγραφία) αλλά και ο Λεφέβρ στην ανάλυση του πως η εξουσία μέσω της πολεοδομίας προσπαθεί να ελέξει τις μάζες.

To 1910 o Zαπάτα λοιπόν ξεκινά την εκπληκτική του επαναστατική πορεία στο Μεξικό. Η διακήρυξη του έχει επηρεαστεί απο τον Μεξικάνο αναρχικό Μαρον και τον ρώσο γεωγράφο Κροπότκιν.Ο ζαπάτα με το στρατό του πετυχαίνει σαρωτικές νίκες όμως θα πεθάνει απο προδοσία το 1919.Το κίνημα του γεωπολιτικά δε θα επιβιώσει. Η κληρονομιά του όμως τεράστια. Βλεπουμε σήμερα το κίνημα των ζαπατίστας στην περιοχή των Τσιάπας όπου έχει εγκαθιδρύσει μια αυτόνομη ζώνη με κυρίαρχη ιδεολογία την άμεση δημοκρατία,μία άμεση δημοκρατία βασισμένη σε συγκερασμό αναρχικών και αυτόνομων μαρξιστικών απόψεων.Έτσι λοιπό το 1983 ιδρύεται ο EZLN (Ζαπατιστικός Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός) και το 1994 έχουμε την Πρώτη Διακήρυξη της Ζούγκλα Λακαντόνα. Ο EZLN παίρνει τα όπλα διεκδικώντας εκπαίδευση, υγεία, γη, εργασία, ανεξαρτησία, δικαιοσύνη, ελευθερία, δημοκρατία. Καταλαμβάνει 7 πόλεις-διοικητικά κέντρα στην Τσιάπας. Η κοινωνία των πολιτών κινητοποιείται και ο πρόεδρος της χώρας αναγκάζεται να ανακοινώνει κατάπαυση του πυρός. Συντάσσεται η Δεύτερη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα. Ο EZLN καλεί μία πανεθνική συνάντηση στη Ζούγκλα Λακαντόνα στην οποία συμμετέχουν 7.000 άνθρωποι και από την οποία γεννιέται η Εθνική Δημοκρατική Εθνοσυνέλευση (CND).Το 1995: Ανακοινώνεται η Τρίτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα, η οποία καλεί στη δημιουργία ενός Κινήματος Εθνικής Απελευθέρωσης, που μέσω της CND θα αγωνιζόταν για την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης μετάβασης προς τη δημοκρατία. Ο πρόεδρος Ερνέστο Σεδίγιο εξαπολύει στρατιωτική επίθεση στον EZLN. Η χώρα στα πρόθυρα πολέμου. Υπογράφονται οι συμφωνίες του Σαν Μιγκέλ και ξεκινούν οι διάλογοι του Σαν Αντρές. Ο EZLN καλεί σε Εθνική Διαβούλευση για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία. Συμμετέχουν 1.088.000 πολίτες από το Μεξικό και 100.000 ξένοι από 50 χώρες. Το 1998 ο ομοσπονδιακός στρατός, μετά από έναν χρόνο σκληρής καταστολής, επιτίθεται βίαια στους Αυτόνομους Ζαπατιστικούς Δήμους. Ο δήμος Ρικάρδο Φλόρες Μαγόν διαλύεται και στην κοινότητα εγκαθίσταται ο στρατός. . Το 2001 ξεκινά η Πορεία του Χρώματος της Γης. Επί 37 μέρες η ζαπατιστική αντιπροσωπεία διατρέχει 13 πολιτείες και καταλήγει στην πρωτεύουσα, όπου, στην κεντρική πλατεία, συγκεντρώνονται πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα. .To2003 εδραιώνεται η ζαπατιστική αυτονομία. Το 2006 ο υποδιοικητής Μάρκος, ως «Απεσταλμένος Μηδέν» ξεκινάει πολύμηνη περιοδεία στη χώρα. Η περιοδεία διακόπτεται για μήνες από τα γεγονότα στο Ατένκο και την Οαχάκα(εξέγερση με έντονα αναρχικά στοιχεία). Βλέπουμε λοιπόν οτι την γεωπολιτική δε την παράγει μόνο το κράτος με τις εξωτερικές σχέσεις του αλλά και τα επαναστατικά κινήματα με την δυναμική τους δράση. Αν ο ορισμός του Robert Harkavy είναι σωστός «Η Γεωπολιτική είναι η χαρτογραφική αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ των κυρίων αντιτιθεμένων δυνάμεων» βλέπουμε την εφαρμογή του στο Μεξικό όπου αντιτιθέμενες δυνάμεις είναι τα δυναμικά αυτόνομα κινήματα από τη μία και το αστικό κράτος από την άλλη.

Ενα άλλα ιστορικό παράδειγμα αναρχικού κινήματος με τεράστια γεωπολιτική επιρροή και ουσιαστικά παντελώς αγνοημένη απο την κυρίαρχη ιστοριογραφία(μαρξιστική και αστική) αποτελεί το κίνημα του Νεστωρ Μάχνο.Κατά την Αυστρογερμανική εισβολή του 1918 ο στρατός κατοχής άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο. Ο Μάχνο οργάνωσε μια ένοπλη αντίσταση και παρενοχλούσε τις δυνάμεις κατοχής. Μετά από σκληρές και νικηφόρες μάχες στον Μάχνο δόθηκε ο τίτλος Μπάτκο (πατέρας) από τους στρατιώτες του. Όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γερμανών κατέρρευσαν το Νοέμβρη, η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης του εμφυλίου.Από τη μία ο στρατός των Λευκών επεδίωκε να επιβάλει δικτατορία από την άλλη οι Αναρχικοί αγωνίζονται για την επιβολή των ελεύθερων σοβιέτ. Οι Μαχνοβικοί επέδειξαν εξαιρετικές τακτικές ανταρτοπολέμου. Αργότερα, βρέθηκαν σε μεγαλύτερες μάχες. Ο στρατός του Μάχνο κυμαινόταν σε μέγεθος από μερικές εκατοντάδες μέχρι δεκάδες χιλιάδες και βάδιζε κάτω από τα λάβαρα «Ελευθερία ή θάνατος» και «Η γη στους αγρότες, τα εργοστάσια στους εργάτες». Ο Μάχνο συμμάχησε με τους Μπολσεβίκους ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης, αλλά αυτές οι συμμαχίες επανειλημμένα κατέρρεαν . Τελικά, ο Κόκκινος Στρατός νίκησε τον αναρχικό στρατιωτικό σώμα και ο Μάχνο με άλλους αναρχικούς έφυγε στην εξορία. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι ο Μάχνο για κάποιο διάστημα έλεγχε και πόλεις εκτός απο ύπαιθρο όπου προσπάθησε να εφαρμόσει αναρχικές κοινωνικές πρακτικές όπως η κολλεκτιβοποίση.Με άλλα λόγια αναπτύχθηκε ένας αναρχικός μικρόκοσμος με επιτυχία σχετική(δεν είναι λίγοι αυτοί που καταδικάζουν το μαχνοβίτικο κίνημα σαν αποτυχημένο).

Η ήττα του μαχνοβίτικου κινήματος οδήγησε όμως αυτή την προσπάθεια στη λήθη. Η συνεισφορά του Μαχνο όμως στην γεωπολιτική διαμόρφωση της μεταεμφυλιακής Ουκρανίας όπως και να έχει είναι μεγάλη κάτι που έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αναγνωρίζεται και απο τους ιστορικούς. Χωρίς τον Μάχνο ίσως η Ουκρανία να μην σοβιετοποιούνταν ποτέ καθώς η στρατός του ουσιαστικά συνέτριψε πρώτα τον γερμανικό στρατό κατοχής και μετά τους λευκούς αντεπαναστάτες.

Το πιο γνωστό όμως παράδειγμα αναρχικής δράσης που διαμόρφωσε ξεκάθαρα το γεωπολιτικό τοπίο της εποχής δεν είναι άλλο απο τη συμμετοχή των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο. Πιο συνοπτικά λίγα πράγματα για την ιστορία της CNT-FAI είναι απαραίτητα. Στο πρώτο της συνέδριο το 1911 η CNT υιοθέτησε τον ελευθεριακό κομμουνισμό και κύριο όπλο την γενική απεργία, κάτι που είχε συνέπεια να τεθεί εκτός νόμου μέχρι το 1914.
Στο δεύτερο συνέδριο της το 1919 συζητήθηκε η πρόταση η προσχώρηση της CNT στην λεννινιστική Γ’ Διεθνή κάτι που τελικά δεν έγινε.

Τα πιο μαχητικά της μέλη ίδρυσαν στην Βαλένθια την FAI (Federacion Anarquista Iberica – Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής). Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1930 συχνά οι απεργίες που διοργάνωνε κατέληγαν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό, με αποκορύφωμα την εξέγερση στις Αστούριες το 1934.

Στις εκλογές του 1936 κάλεσε τα μέλη της σε αποχή και να μην στηρίξουν το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο συγκρότησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα . Ο Αγγλος ιστορικός Χιού Τόμας στο έργο του «Η ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου» παραδέχεται ότι την υποστήριζαν περισσότεροι από ..2 εκ… εργάτες.

Ο ρόλος της CNT-FAI στον στον ισπανικό εμφύλιο (1936-1939) ήταν ουσιώδης. Η πολιτοφυλακή της υπό της καθοδήγηση του Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι κατέστειλε μέσα σε μια μέρα το φασιστικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στη Βαρκελόνη στις 19 Ιουλίου του 1936. Οι νίκες της «Ταξιαρχίας Ντουρρούτι» στο μέτωπο της Αρραγωνίας οδήγησαν στην εγκαθίδρυση αναρχικών κολεκτίβων στην Καταλονία και στην Αρραγωνία. Ο αναρχισμός για δεύτερη φορά εφαρμοζότανε στην πράξη. O θάνατος, όμως, του Ντουρρούτι, αλλά και η αντεπανάσταση των σταλινικών τον Ιούλιο του 1937 οδήγησαν τους αναρχικούς στην ήττα. Πάντως αναρχικές κολεκτίβες, λειτούργησαν μέχρι το τέλος του εμφυλίου και χιλιάδες αναρχικοί πολέμησαν στις γραμμές του δημοκρατικού στρατού.

Μετά τη νίκη του Φράνκο το 1939 η αντίσταση στο φασισμό, , συνεχίστηκε με σαμποτάζ και ένοπλες συγκρούσεις. Μέχρι το 1960 που έλαβε τέλος το αντάρτικο των γκουερίλας έγιναν 1.866 μάχες με τις δυνάμεις ασφαλείας, 535 σαμποτάζ, σκοτώθηκαν 2.173 μαχητές, 420 δηλώθηκαν αγνοούμενοι και 19.340 αντιστασιακοί φυλακίστηκαν. Η απώλειες του φρανκικού καθεστώτος ήταν 307 νεκροί και 372 αγνοούμενοι. Περιβόητοι αναρχικοί ήταν ο Φραντσίσκο Σαμπατέρ Λιόπαρτ (γνωστός ως Τσίκο Σαμαπατέ) και ο Χοσέ Λουϊς Φασέριας, οι οποίοι και σκοτώθηκαν το 1960. Το βαρύ κόστος του αίματος και οι χιλιάδες συλλήψεις αγωνιστών στην Ισπανία οδήγησαν την CNT να εγκαταλείψει την ένοπλο δράση .Παρόλαυτα μαζί με την ΕΤΑ υπήρξαν ουσιαστικά οι μόνες οργανώσεις που αντιστάθηκαν στον Φράνκο.

Πάντως η επιρροή της CNT-FAI στην εδραίωση του δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου είναι γεγονός αναμφισβήτητο άσχετα αν η τελική κατάληξη ήταν η νίκη των Φρανκιστών. Όσο αφορά την επιρροή των παραπάνω κινημάτων στη διαμόρφωση του αστικού χώρου να τονίσω ότι λόγω της βραχυβιότητας τους δεν επηρέασαν το αστικό τοπίο σε δημιουργικό επίπεδο(με κτίσιμο κτιρίων όπως έκαναν οι μπολσεβίκοι μετά τη νίκη τους ακολουθώντας το ρεύμα του κυβοφουτουρισμού αρχικά και κατόπιν του σοβιετικού ρεαλισμού στην αρχιτεκτονική).Αντίθετα επηρέασαν αρνητικά(?) το αστικό τοπίο με την καταστροφή των αστικών κτιρίων-συμβόλων όπως οι εκκλησίες και οι τράπεζες κάτι άλλωστε που γίνεται σχεδόν από όλους τους επαναστάτες διαχρονικά απο τα αρχαία χρόνια.

Η συνεισφορά λοιπόν των αναρχικών κινημάτων στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό αλλά και τα φασιστικά καθεστώτα είναι αναμφισβήτητη. Παρόλαυτα στην Ισπανία οι φασίστες κέρδησαν.Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για το κίνημα της μαχνοβίτσας που ηττήθηκε απο τους τελικούς του πολέμιους, τους μπολσεβίκους. Παρόλαυτα υπήρξαν κινήματα με τεράστια επιρροή για αρκετά χρόνια σε γεωπολιτικό επίπεδο τόσο τοπικό(εθνικό) όσο και παγκόσμιο .Επίσης τελειώνοντας την αναφορά στη γεωπολιτική επιρροή του αναρχισμού ξεκαθαρίζουμε ότι η επιρροή του δεν πρέπει να μετράται με γνώμονα αποκλειστικά τη νίκη ή την ήττα.Η ήττα του σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο υπήρξε γεγονός. Απο την άλλη δεν πρέπει να μετρούνται τα γεγονότα αποκλειστικά έτσι .Το κλασσικό παράδειγμα είναι ο Ζαπάτα που η ήττα του δε σήμαινε και πολλά ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τους επίγονους του .Ας αναλογιστούμε τους Ζαπατίστα στο σήμερα.Έδειξαν λοιπόν αυτά τα κινήματα ,σε περιορισμένο χρονικό έστω διάστημα , ότι ένα διαφορετικό μάχιμο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας μπορεί να υπάρξει και αυτό είναι κάτι που μπορεί να έχει μιμητές στο μέλλον. Αντίθετα άλλα ανταγωνιστικά μοντέλα του αναρχισμού που κυριάρχησαν γεωπολιτικά σε ολοκληρωτικό επίπεδο κάποτε(βλέπε ναζισμός, φασισμός, σταλινισμός ) έχουν περάσει στη λήθη και την καταδίκη.

Συνέχεια στο Β’ μέρος >

Για την Κροστάνδη

Οι προλετάριοι κάθε χώρας θα πρέπει να οργανώνουν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το αίσχος που διαπράχθηκε ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες και ναυτικούς

Η 7η Μαρτίου είναι μια οδυνηρή ημερομηνία για τους προλετάριους της αποκαλούμενης «Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών» που συμμετείχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την ημερομηνία στην Κροστάνδη.

Η επετειακή ανάμνηση της ημερομηνίας εκείνης είναι εξίσου επίπονη για τους προλετάριους όλων των χωρών, γιατί επαναφέρει τη μνήμη εκείνου που οι ελεύθεροι εργαζόμενοι και οι ναυτικοί της Κροστάνδης πιστοί στα ιδανικά της Ρώσικης Επανάστασης, απαίτησαν μέχρι θανάτου από τον Κόκκινο εκτελεστή τους – το «Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα» και το όργανό του, την «Σοβιετική» κυβέρνηση.

Η Κροστάνδη απαίτησε από τους δήμιους κρατιστές να δώσουν πίσω όλα όσα ανήκαν στους προλετάριους της πόλης και της επαρχίας, δεδομένου ότι αυτοί ήταν που είχαν πραγματοποιήσει την επανάσταση. Οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης επέμειναν πάνω στην πρακτική εφαρμογή των ιδανικών της Οκτωβριανής Επανάστασης:

Ελεύθερα εκλεγμένα Σοβιέτ, ελευθερία του Λόγου και ελευθερία του Τύπου για τους εργάτες και τους αγρότες, τους αναρχικούς και τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες.

Το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα το θεώρησε αυτό αδιανόητη απειλή της θέσης που μονοπωλούσε στη χώρα και, αποκρύπτοντας το πρόσωπο του άνανδρου εκτελεστή πίσω από τη μάσκα του επαναστάτη και φίλου των εργαζομένων, αποκάλεσε τους ελεύθερους ναυτικούς και τους εργάτες της Κροστάνδης «αντεπαναστάτες» και έστειλε εναντίον τους δεκάδες χιλιάδες πειθήνιους μπράβους και σκλάβους: Chekists, Kursanty (μαθητευόμενοι αξιωματικοί του Κόκκινου στρατού σημείωση του Alexandre Skirda) και μέλη του Κόμματος, προκειμένου να σφαγιασθούν αυτοί οι πραγματικοί μαχητές και επαναστάτες – οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης – που δεν είχαν κάνει τίποτα για το οποίο να μπορούν να κατακριθούν από τις επαναστατικές μάζες, ενώ το μόνο παράπτωμά τους ήταν να αισθάνονται προσβεβλημένοι από τα ψέματα και τη ανανδρία του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ποδοπατούσε τα δικαιώματα των προλεταρίων και της Επανάστασης.

Στις 7 Μαρτίου του 1921, στις 6:45 το απόγευμα, εξαπολύθηκε μια καταιγίδα πυρών πυροβολικού ενάντια στην Κροστάνδη. Όπως ήταν φυσικό και αναπόφευκτο, οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης απάντησαν αμυνόμενοι, παλεύοντας, όχι μόνο για τις δικές τους διεκδικήσεις, αλλά και για λογαριασμό των άλλων προλεταρίων της χώρας που αγωνίζονταν για τα δικαιώματα που κατέκτησαν με την Επανάσταση και ποδοπατήθηκαν αυθαίρετα από τις μπολσεβικικές αρχές.

Ο αγώνας τους βρήκε απήχηση από ολόκληρη την υποδουλωμένη Ρωσία, που στάθηκε έτοιμη να υποστηρίξει τη δίκαιη και ηρωική πάλη τους, αλλά ήταν δυστυχώς ανίκανη να τα καταφέρει, επειδή ήταν αφοπλισμένη, στυγνά εκμεταλλευόμενη και δέσμια της δουλείας από τις μονάδες καταστολής του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά, οι οποίες είχαν συνταχθεί με τρόπο ώστε να σπάσει το ελεύθερο πνεύμα και βούληση της χώρας.

Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι απώλειες που υπέστησαν οι υπερασπιστές της Κροστάνδης και η άβουλη μάζα του Κόκκινου Στρατού, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έπεσαν πάνω από δέκα χιλιάδες νεκροί. Στην πλειοψηφία τους, ήταν εργαζόμενοι και αγρότες, οι ίδιοι οι άνθρωποι που το Κόμμα των ψευτών είχε χρησιμοποιήσει προκειμένου να αρπάξει την εξουσία, δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Τους είχε χρησιμοποιήσει επί χρόνια για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των κομματικών συμφερόντων του, ώστε να επεκταθεί και να περιχαρακωθεί η κυριαρχία του πάνω στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.

Ενάντια στην μπολσεβίκικη ολιγαρχία, η Κροστάνδη υπεράσπισε την ουσία του αγώνα των εργατών και των αγροτών στη Ρωσική Επανάσταση. Για τον ίδιο λόγο, οι ολιγαρχικοί εξολόθρευσαν τους εξεγερμένους της Κροστάνδης, κάποιους αμέσως μετά τη στρατιωτική νίκη, τους υπόλοιπους στα μπουντρούμια και στα κελιά που κληροδότησαν τα Τσαρικά και Αστικά καθεστώτα. Έτσι, η ημερομηνία της 7ης Μαρτίου εκλαμβάνεται σαν βαθιά οδυνηρή επέτειος για τους εργαζομένους όλων των χωρών.

Η επίπονη μνήμη των εξεγερμένων της Κροστάνδης που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης και των επιζώντων που αφέθηκαν για να σαπίσουν στις μπολσεβικικές φυλακές αναζωπυρώνεται σ’ αυτή την επέτειο, όχι μόνο για τους Ρώσους προλετάριους.

Αλλά αυτά τα θέματα δεν επιλύονται με θρήνους: εκτός από την επετειακή ανάμνηση της 7ης Μαρτίου, οι προλετάριοι κάθε χώρας θα πρέπει να οργανώνουν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε κάθε περιοχή για το αίσχος που διαπράχθηκε στην Κροστάνδη από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες και ναυτικούς, και να απαιτήσουν την απελευθέρωση των επιζώντων που αργοπεθαίνουν στις μπολσεβίκικες φυλακές ή βρίσκονται υπό κράτηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Φινλανδίας.

Νέστορας Μάχνο

Παρίσι, Μάρτιος 1926

* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Delo Truda» N°10, Μάρτης 1926, pp. 3-4. Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «The Struggle Against the State and other essays» by Nestor Makhno, σε επιμέλεια έκδοσης Alexandre Skirda και μετάφραση Paul Sharkey

Η αναρχική συνομοσπονδία Ναμπάτ (NABAT) στην Ουκρανία το 1918-1920

Η Συνομοσπονδία Αναρχικών Οργανώσεων Ναμπάτ, καλύτερα γνωστή απλά ως Nabat (Набат), ήταν μια αναρχική οργάνωση που αναπτύχθηκε στην Ουκρανία μεταξύ του 1918 και του 1920. Η περιοχή που είχε περισσότερη επιρροή μερικές φορές ονομαζόταν η Ελεύθερη Περιοχή (Free Territory), αν και η Ναμπάτ είχε παρουσία σε όλες τις μεγάλες πόλεις της νότιας Ουκρανίας. Η λέξη Ναμπάτ είναι Ρωσικής/Ουκρανικής προέλευσης και σημαίνει καμπανάκι σήμανσης κινδύνου. Η ομάδα δημοσίευσε μια εφημερίδα με το ίδιο όνομα.

Το 1917 μια σειρά εξεγέρσεων στη Ρωσία που ονομάστηκαν η Ρωσική Επανάσταση προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης, τη Τσαρική αυτοκρατία. Η έλλειψη κεντρικής κυβέρνησης επέτρεψε τη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού νέων ομάδων και οργανώσεων που προσπαθούσαν να γεμίσουν το κενό εξουσίας. Η πτώση της κυβέρνησης επίσης επέτρεψε στο λαό της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας να χαρεί νέες λαϊκές ελευθερίες. Αφότου έπεσε ο τσάρος, μια επιτροπή μελών της Δούμας (κάτω βουλής) γρήγορα δημιούργησαν μια προσωρινή κυβέρνηση. Αυτή η νέα κυβέρνηση γρήγορα αντιμετώπισε πολλά προβλήματα στη διαχείρηση μιας τόσο μεγάλης χώρας. Η προσωρινή κυβέρνηση σχεδόν αμέσως αναγκάστηκε να μοιράζεται την εξουσία με μια νέα επαναστατική συνέλευση, το Σοβιέτ της Πετρούπολης (Petrograd Soviet).

Στις 16 Απριλίου 1917 ο Βλαδιμήρ Λένιν (Vladimir Lenin) επέστρεψε στη Ρωσία από εξορία στην Ευρώπη και έδωσε ένα νέο χαρακτήρα στην επανάσταση. Ως αρχηγός των Μπολσεβίκων (Bolshevik), ο Λένιν είχε σημαντική θέση στη Ρωσία. Στους Μπολσεβίκους αντιπολιτευόταν το κόμμα των Μενσεβίκων (Menshevik). Καθώς οι μήνες περνούσαν, οι Μπολσεβίκοι γινόντουσαν όλο και πιο δυνατοί.

Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1917 οι Μπολσεβίκοι πήραν τον έλεγχο πολλών σημαντικών περιοχών σε όλη τη Ρωσία. Ενώ στην αρχή αυτό γινόταν ειρηνικά, γρήγορα σημειώθηκαν μάχες μεταξύ Μπολσεβίκων, Μενσεβίκων, και άλλων. Καθώς ο Λένιν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κυρίαρχο κομματικό σύστημα, η Ρωσία βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Οι νεοαποχτηθέσες λαϊκές ελευθερίες χάθηκαν και οι αναρχικές οργανώσεις που είχαν πρόσφατα δημιουργηθεί βρέθηκαν σε εχθρικό έδαφος.

Καθώς η νέα Ρωσική κυβέρνηση γινόταν όλο και πιο εχθρική, πολλοί αναρχικοί αποφάσισαν να φύγουν από τη Ρωσία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αναρχικούς αποφάσισαν να πάνε στην Ουκρανία επειδή εκεί το περιβάλλον επέτρεπε περισσότερη ελευθερία να βάλουν τις ιδέες τους σε εφαρμογή. Οι αναρχικοί της Μόσχας και της Πετρούπολης, αντιμετωπίζοντας τη καταστολή των Μπολσεβίκων, κατέφυγαν στην Ουκρανία, όπου πριν από δεκαπέντε χρόνια το κίνημά τους είχε ανθίσει. Μέχρι το φθινώπορο του 1918 η Συνομοσπονδία Αναρχικών Οργανώσεων Ναμπάτ είχε ιδρύσει τα κεντρικά της γραφεία στο Χαρκόβ (Kharkov) της Ουκρανίας.

Η Ναμπάτ πρώτα ενεργοποιήθηκε το φθινώπορο του 1918. Καθώς τα ιδρυτικά μέλη άρχισαν να ψάχνουν για άλλους ανθρώπους που ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν για τα ιδεατά τους, το ενδιαφέρον τους τράβηξε η αντάρτικη στρατιά του Νέστωρ Μάχνο (Nestor Makhno). Τότε ο Μάχνο ήταν ο αρχηγός του Εξεγερτικού Στρατού της Ουκρανίας. Καθώς ο Μάχνο είχε ήδη συγκεντρώσει σημαντικό αριθμό υποστηρικτών, η Ναμπάτ μπόρεσε γρήγορα να αποκτήσει αρκετή επιρροή. Η Ναμπάτ χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη του Μάχνο και το στρατό του για να διασπείρει τις ιδέες της με τρικάκια, εφημερίδες, και αφίσες. Μετά από λίγο, η Ναμπάτ είχε παρουσία με τοπικά γραφεία σε σχεδόν κάθε μεγάλη πόλη της νότιας Ουκρανίας.

Η Ναμπάτ είχε τη πρώτη της Γενική Συνέλευση στις 12-16 Νοεμβρίου 1918. Ο σκοπός της συνέλευσης αυτής ήταν να ενωθούν οι διάφορες αναρχικές ομάδες της Ουκρανίας κάτω από μια ενωποιημένη πλατφόρμα για να αρπάξουν την ευκαιρία κοινωνικών αλλαγών που προσέφερε η συνεχιζόμενη διεξαγωγή του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου. Οι αποφάσεις όμως που πραγματικά πάρθηκαν στη συνέλευση ήταν λιγότερο σημαντικές και κατά βάση θεωρητικές. Οι αποφάσεις είχαν να κάνουν και με πρακτικά θέματα όσον αφορά τη συμμετοχή των αναρχικών στην επανάσταση και τη συμφωνία για την ανάγκη να παλέψουν εναντίων “αντιδραστικών” (reactionary) δυνάμεων που επέβαλαν την εξουσία τους στην Ουκρανία. Στη συνέλευση, στον Βολίν (Volin) ανατέθηκε να συντάξει μια “δήλωση αρχών” η οποία θα μπορούσε να γίνει δεκτή από όλες τις μεγάλες σχολές σκέψης του αναρχισμού.

Η επαναστατική εμπειρία:

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν σημαντική παρουσία στην Ουκρανία και κατάλαβαν πως έπρεπε να συμμαχήσουν με τη Ναμπάτ και το Νέστωρ Μάχνο. Τόσο μεγάλη επιρροή είχε η Ναμπάτ που τον Οκτώβριου του 1920 μια αντιπροσωπεία του Κόκκινου Στρατού πρότεινε στη Γενική Συνέλευση να συλλάβουν τον Λένιν και τους άλλους κομματικούς αρχηγούς των Μπολσεβίκων. Η Ναμπάτ αρνήθηκε για ιδεολογικούς λόγους επειδή οι αναρχικοί δεν πιστεύουν στην αυθαίρετη εξουσία. Παρόλο που η Ναμπάτ είχε συμμαχήσει με τους Σοβιετικούς εναντίων του Λευκού Στρατού, η Ναμπάτ ασκούσε έντονη κριτική στο καθεστώς των Μπολσεβίκων ως εξουσιαστικό. Οι Μπολσεβίκοι ανέχονταν τις ομάδες αναρχικών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αλλά γρήγορα κινήθηκαν εναντίων τους όταν έπαυσε η απειλή των Μενσεβίκων. Οι αναρχικές ομάδες, και ειδικά η Ναμπάτ, κατηγορήθηκαν ως συμμορίες ληστών που επέτρεπαν τις φρικαλεότητες που έκανε ο στρατός του Μάχνο επειδή ο Μάχνο είχε πει πως ήταν μεγάλος Μπακουνιστής (Bakunist).

Η οργάνωση:

Η Ναμπάτ, αν και αναρχική οργάνωση, είχε μια σφιχτή και συγκροτημένη οργανωτική δομή. Ο σκοπός αυτής της οργάνωσης και συγκρότησης ήταν να κάνει τη Ναμπάτ ένα υγειές συνδικάτο και να ανέλθει πάνω από τις διαφορές γνώμης των διάφορων σχολών σκέψης του αναρχισμού. Ήταν οργανωμένη με ομοσπονδιακές αρχές, με τις τοπικές ομάδες να είναι υπόλογες στις υπόλοιπες σχετικά με τις αποφάσεις που παίρνονταν κατά τις γενικές συνελεύσεις, ακόμη κι όταν αυτές οι αποφάσεις παιρνούσαν με απλή πλοιοψηφία. Η Γραματεία, ένα μικρό ηγετικό σώμα, διεύθυνε τις υποθέσεις της Ναμπάτ. Η Γραματεία θεωρητικά ήταν “τεχνικά εκτελεστική” αλλά είχε πολλές υπευθυνότητες, όπως την ιδεολογική συγκρότηση της Συνοποσπονδίας, τη διαχείρηση των χρηματικών πόρων της Ναμπάτ, τη δημοσίευση της εφημερίδας και άλλες προπαγανδιστικές δραστηριότητες, καθώς και τον έλεγχο των μαχητών που είχε η Συνομοσπονδία. Η οργάνωση περιγράφτηκε από τον Βολίν ως “μια ένωση, με βάση την ομοσπονδία, με λίγα από τα στοιχεία της φυσικής ελεύθερης και της τεχνικής συγκεντρωποίησης, κατά κάποιο τρόπο ως σύνθεση μεταξύ αφελφοσύνης και ελεύθερης συγκρότησης και συλλογικής ευθύνης.”

Η Ναμπάτ χρησιμοποίησε πλήρως την ομοσπονδιακή της φύση και την εξελισσόμενη επαναστατική πείρα διοργανώνοντας πολλές συγκεντρώσεις της Γενικής Συνέλευσης, προσπαθώντας να κάνει μια κάθε εξάμηνο. Οι κύριοι στόχοι τους ήταν το χτίσιμο μιας κοινά αποδεκτής συγκροτημένης πλατφόρμας με την οποία θα συμφωνούσαν όλα τα μέλη. Τα θέματα τακτικής που θα έπρεπε να συμφωνηθούν αμέσως μετά τις συνελεύσεις ήταν μεγάλο ζήτημα. Αυτά τα ζητήματα εμπόδισαν την τελειοποίηση και επίσημη υιοθέτηση της πλατφόρμας.

Ο Βολίν ήταν πολυγραφότατος αναρχικός θεωρητικός που έπαιξε ουσιώδη ρόλο στην οργάνωση και στην ηγεσία της Ναμπάτ. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ναμπάτ καθώς και συντάκτης της εφημερίδας της οργάνωσης. Ο Βολίν θεωρούνταν το ηγετικό πνεύμα όλου του κινήματος, και συνεχώς ασχολούνταν με την οργάνωση, τη φιλοσόφιση, και τις εκδόσεις για λογαριασμό του κεντρικού σώματος της Ναμπάτ στο Χάρκοβ. Στον Βολίν είχε ανατεθεί να γράψει τη πλατφόρμα που θα έπρεπε να συμφωνούσαν μαζί της όλες οι πτυχές του αναρχισμού, συγκεκριμένα ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο αναρχοκολλεκτιβισμός, ο αναρχοκομμουνισμός, και ο αναρχοατομικισμός. Η συνενωτική πλατφόρμα της Ναμπάτ δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά ο Βολίν χρησιμοποίησε ό,τι είχε γράψει και την έμπνευσή του από τη Ναμπάτ για να φτιάξει τη θεωρία του περί της Αναρχικής Σύνθεσης (Anarchist Synthesis) για την οποία έγινε διάσημος (ή διαβόητα δύσφημος) μεταξύ των αναρχικών. Ο Βολίν συννελήφθει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της δουλειάς του για τη Ναμπάτ: μια φορά το φθινώπορο του 1919, ξανά περίπου ένα χρόνο μετά, και τελικά στις 24 Δεκεμβρίου 1920 πριν από ένα πανρωσικό αναρχικό συνέδριο που η Ναμπάτ και ο Βολίν είχαν οργανώσει.

Το τέλος της Ναμπάτ:

Το τέλος του 1920 η Ναμπάτ σταμάτησε να υπάρχει. Η Σοβιετική κυβέρνηση είχε πάρει τον έλεγχο της χώρας και δεν χρειάζονταν πλέον τη συνεργασία των αναρχικών, κι έτσι χαρακτηρίστηκαν ως εχθροί που έπρεπε να αποδεκατιστούν εάν δεν συμφωνούσαν να ενταχθούν στην Σοβιετική ιδεολογία. Οι Μπολσεβίκοι δεν ήθελαν μια άλλη ομάδα να έχει πολιτική δύναμη και επιρροή. Το κόμμα των Μπολσεβίκων έστειλε στρατιώτες στην Ουκρανία για να διαλύσουν τον Μάχνο και τη Ναμπάτ. Μόνο τρεις μήνες μετά την σύλληψη του Βολίν, ο στρατός του Μάχνο ηττήθηκε από το Κόκκινο Στρατό και όλα τα μέλη της Ναμπάτ που ήταν μαζί του συννελήφθησαν.

Η πτώση του Μάχνο ήταν η αρχή της πτώσης και όλου του Ρωσικού αναρχισμού. Κατά τη διάρκεια των συλλήψεων της 24ης Δεκεμβρίου, πολλά άλλα μέλη της Ναμπάτ συννελήφθησαν από τη Τσέκα (Cheka, μυστική αστυνομία) μαζί με τον Βολίν, καθώς και τα περισσότερα μέλη της Γραματείας της Ναμπάτ. Αυτή η ήττα από τη καταστολή των Μπολσεβίκων, μαζί με την αδυναμία της Ναμπάτ να κινητοποιήσει την αγροτιά της Ουκρανίας εναντίων του Κόκκινου Στρατού προκάλεσε τη πτώση και τελική ήττα της Ναμπάτ.

Κατά τη διάρκεια του 1921 άλλοι γνωστοί αναρχικοί στην Ουκρανία συννελήφθησαν και δολοφονήθηκαν χωρίς δίκη. Το περιβάλλον τρόμου που δημιούργησε το κόμμα των Μπολσεβίκων ανάγκασε πολλούς αναρχικούς που επέζησαν να φύγουν από τη χώρα για ένα ασφαλέστερο περιβάλλον έξω από τη Σοβιετική εξουσία.

Βιβλιογραφία:

Avrich, Paul (2006). The Russian Anarchists. Stirling: AK Press. p. 204. ISBN 1904859488.
Avrich, Paul (July 1968). “Russian Anarchism and the Civil War”. The Russian Review: 296–306.
Thompson, John (2009). Russia and the Soviet Union. Westview Press.
Skirda, Alexandre (2004). Nestor Makhno: Anarchy’s Cossack. Paul Sharkey. AK Press.
Hemmer, Jeff (2005). What was the Role of the Anarchists in the Russian Revolution?. Diss. Aberdeen U.
Guérin, Daniel (2005). No Gods, No Masters: An Anthology of Anarchism. Paul Sharkey. AK Press.
Avrich, Paul (1990). Anarchist Portraits. Princeton University Press.
Skirda, Alexandre (2002). Facing the Enemy: A History of Anarchist Organization from Proudhon to May 1968. Paul Sharkey. AK Press.
Goodwin, James (2007). “Russian Anarchism and the Bolshevization of Bakunin in the Early Soviet Period”. Kritika: 533–560.

https://secure.wikimedia.org/wikipedia/en/wiki/Nabat

Η τελική εκκαθάριση των Μαχνοβιστών 1937-1938

Ένας σύντομος απολογισμός της καταστολής που έπληξε τα παλιά μέλη του μαχνοβίτικου κινήματος στα 1937-38.

Τα χρόνια 1937-1938 ήταν μια φοβερή περίοδος στη Σοβιετική Ένωση. Ο Στάλιν ασχολήθηκε με τους εμφανείς εχθρούς του μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, δολοφονώντας εκείνους που είχαν οργανωθεί γύρω από την Τροτσκιστική Αντιπολίτευση καθώς και πολλούς άλλους Παλιούς Μπολσεβίκους όπως ο Μπουχάριν, ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ.

Στην πορεία τα επιζώντα μέλη του αναρχικού και Μαχνοβίτικου κινήματος δεν απέφυγαν αυτές τις σφαγές. Πρακτικά όλοι οι Mαχνοβίτες που δεν είχαν δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια του 1918-1922 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Ένας από τους πρώτους Μαχνοβίτες που συνελήφθη ήταν ο στενός συνεργάτης του Νέστορ Μαχνό, Ιβάν Λεπετσένκο, ο οποίος εκτελέστηκε από τη NKVD στη Μαριούπολη στις 20 Οκτωβρίου 1920. Ο αδελφός του Πάβελ, επίσης αναρχικός κομμουνιστής, φαίνεται να έχει χαθεί την ίδια περίοδο.

Οι αδελφοί Ζάντοφ, Λεφ και Ντανίλο (βλέπε βιογραφία του Λεφ Ζάντοφ στο libcom) εκτελέστηκαν το Σεπτέμβριο του 1938 και ο Βίκτορ Μπέλας (βλέπε βιογραφία στο libcom) εξαφανίστηκε τον ίδιο χρόνο.

Μεταξύ των άλλων Μαχνοβιστών που εκτελέστηκαν ήταν και ο Γκριγκόρι Σερέγκιν (1884 – 1938) που προερχόταν από αγροτική οικογένεια της περιφέρειας Καλούγκα και ο οποίος είχε εργαστεί ως τεχνίτης στο Γκουλάι Πόλε. Ήταν αναρχικός-κομμουνιστής από το 1906. Από το 1917 είχε διατελέσει μέλος μιας επιτροπής εργοστασίου και δραστηριοποιήθηκε στην ένωση μεταλλουργών. Από το δεύτερο εξάμηνο του 1917 μέχρι τον Απρίλιο του 1918 διετέλεσε πρόεδρος στις βιομηχανικές κοινότητες του Γκουλάι Πόλε, πρόεδρος του συμβουλίου τροφίμων, και μέλος του ζέμστβα της κοινότητας. Στις αρχές του 1918, διετέλεσε πρόεδρος του τμήματος τροφίμων των Μαχνοβίτικων δυνάμεων. Ήταν μέλος του Μαχνοβίτικου κινήματος από τον Αύγουστο του 1918 και υπηρέτησε ως γραμματέας στο 2ο Επαρχιακό Συνέδριο του Γκουλάι Πόλε (12-18.02.1919). Το Μάρτιο του 1919 διορίστηκε Βοηθός Αρχηγού Προμήθειας στην ταξιαρχία του Μαχνό. Στο Παν-Στρατιωτικό Συνέδριο την 1 Σεπτεμβρίου 1919 εξελέγη μέλος του προσωπικού των Μαχνοβιστών, έχοντας γίνει επιθεωρητής και αργότερα επικεφαλής εφοδιασμού τροφίμων που διατήρησε μέχρι το καλοκαίρι του 1921). Στις 28 Αυγούστου 1921, μαζί με ένα απόσπασμα του Μαχνό πέρασε στη Ρουμανία. Το 1924, εκμεταλλεύθηκε την αμνηστία που προσφέρονταν από το Σοβιετικό καθεστώς και επέστρεψε στην Ουκρανία. Το 1930, εργαζόταν ως τεχνίτης στο Αλεξαντρόφσκ. Εκτελέστηκε το 1938.

Στο Γκουλάι Πόλε το Φεβρουάριο-Μάρτιο 1938 η τοπική NKVD συνέλαβε 40 άτομα. Ήταν:
Kλιμ Α. Ντενιέγκα,
Εφίμ Γιακόλεβιτς Γκορπίνιτς,
Γαβριήλ Ντανίλοβιτς Γκορπίνιτς,
Ρομάν Τιχόνοβιτς Γκορπίνιτς,
Ιβάν Μπράκα,
Φέντοτ Μπράκα,
Δαβίδ Ι. Μπράκα,
Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς και
Νικίτα Κουζμίτς Λιούτι (πιθανότατα και οι δύο σχετίζονταν με το σημαίνοντα Μαχνοβιστή Ισίντορ Λιούτι),
Τίτος Πορφίριεβιτς Σάπιν,
Ιβάν Νεπόντια,
Γκεράσιμ Βασίλιεβιτς Σάμραϊ,
Kουζμά Τιμοφέγιεβιτς Σενένκο,
Γιάκοφ Πεντόρια,
Πάβελ Τροφίμοβιτς Μαρτινένκο,
Πετρ Σ. Τιστσένκο,
Αφξέντι Κοστόγκλοτ Γιεμελιάνοβιτς,
Ακίμ Ριμπαλτσένκο Εφίμοβιτς,
Ιβάν Πιντρέπνι Νμιτρίεβιτς,
Αντόν Α. Ταρασένκο,
Βασίλι Λισένκο Ντενίσοβιτς,
Πετρ Γκ. Ζαμπλόκη,
Ιβάν Κιρισένκο Τιχόνοβιτς,
Αλεξάντερ Σκόμσκη Φράνζεβιτς,
Αντόν Οσταπένκο Κούζμιτς,
Ιβάν Βοβτσένκο,
Ιβάν Βοβκ Ντενίσοβιτς,
Αλεξάντερ Ροσκαριάκα Στεπάνοβιτς,
Ιβάν Ζοβνιρένκο,
Σεργκέι Μαξίμοβιτς Χοχότβα (πιθανώς σχετίζεται με έναν άλλο Μαχνοβιστή ηγέτη τον Πάβελ Χοχότβα),
Τιμοτέι Πριπιχάιλο Ελισέεβιτς,
Ιακώβ Κλάους Αρτέμιεβιτς,
Σαβέλιτς Π. Μπικόφσκη,
Νικολάι Ζοβνιρένκο Φεντόροβιτς,
Ντιμίτρι Λούκιτς Βερμπίτσκη,
Λουκά Γκαβρίλοβιτς Φιλένκο,
Τίτος Α. Ποντγκόρνι, Παναγία Βασίλι Κράβσουκ,
Στεπάν Οβντιένκο Μιχαήλοβιτς (Αβντιγένκο),
και Σπρίνκη Τιμοφέγιεβιτς Νικιφόρ (Σιρένεκ).

Όλοι αυτοί συνελήφθησαν στην υπόθεση όπου οι κατηγορίες ήταν ”ότι εμπλέκονταν στο στρατιωτικό Μαχνοβίτικο Σύνταγμα του Γκουλάι Πόλε, των οποίων οι στόχοι ήταν ένοπλος αγώνας και εξέγερση εναντίον της Σοβιετικής Εξουσίας, και ότι ως μέλη του στρατιωτικού Μαχνοβίτικου αντεπαναστατικού αντάρτικου συντάγματος, είχαν πραγματοποιήσει αντ-επαναστατικές δραστηριοτήτες μεταξύ του πληθυσμού με στόχο την παρεμπόδιση των δραστηριοτήτων του Κόμματος και των Σοβιετικών αρχών, αποδεικνύοντας ασύμφορο το συλλογικό σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης, κατηγορώντας τη Σοβιετική εξουσία και το Κόμμα με κάθε δυνατό αντ-επαναστατικό τρόπο και συκοφαντώντας τους ηγέτες του και προετοιμάζοντας δραστήρια να διαπράξουν πράξεις σαμποτάζ στην ευάλωτη κατάσταση και τους συλλογικούς τομείς της γεωργίας, και ήταν έτοιμοι να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις εναντίον των περιουσιακών στοιχείων των Κομμουνιστών και μελών της Κομσομόλ (Κομμουνιστικής Νεολαίας) του χωριού,” σύμφωνα με τα άρθρα 54-11, 54-10, 19, 54-8, 54-7 του Σοβιετικού κώδικα. Επιπλέον ο Σκόμσκη κατηγορήθηκε για το ότι “μέχρι την ημέρα της σύλληψής του ήταν πράκτορας της Ρουμανικής κατασκοπείας.”

Γι’ αυτά τα εγκλήματα η τρόικα NKVD της περιοχής Ντνιπροπετρόφσκ καταδίκασε όλους τους κατηγορουμένους σε θάνατο την 1η Απριλίου 1938. Η ποινή εκτελέστηκε στο Ντνιπροπετρόφσκ στις 23 Απριλίου (28 άτομα), 25 Απριλίου (9 άτομα), 9 Μαΐου (2 άτομα) και 7 Ιουλίου (1 άτομο) 1938. Αργότερα όλα αυτά τα θύματα αποκαταστάθηκαν το 1959.

Με παρόμοιες κατηγορίες δύο Μαχνοβίτες ηγέτες ο Ιβάν Σούσκο και ο Ναζάρ Ζουιτσένκο εκτελέστηκαν από την NKVD στο Ντνιπροπετρόφσκ (βλέπε ξεχωριστές βιογραφίες στο libcom) στις 26 Απριλίου και 7 Ιουλίου 1938 αντίστοιχα.

Επίσης κατηγορούμενοι με παρόμοιες κατηγορίες από την NKVD του Ντνιπροπετρόφσκ και μάλιστα ως επικεφαλείς του “συντάγματος” ήταν ο Βασίλι Μιχαήλοβιτς Σαρόφσκη και ο Βλας Κορνέγιεβιτς Σαρόφσκη. Ο Βασίλι γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1891 στο Γκουλάι Πόλε. Ήταν γιος του στρατιώτη Μιχαήλ Λουκιάνοφ Σαρόφσκη και η σύζυγός του Μαρία Ραντιόνοβα, και οι δύο Ορθόδοξοι. Υπηρέτησε στο Ρωσικό Στρατό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ανώτερη θέση. Συμπαθούσε τους Σοσιαλιστές Επαναστάτες, αν και ποτέ δεν έγινε μέλος του κόμματος, αργότερα ελκύθηκε από τον αναρχικό κομμουνισμό. Το 1917 διετέλεσε επικεφαλής της πυροβολαρχίας της Μαύρης Φρουράς στο Γκουλάι Πόλε. Από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1919 ήταν επικεφαλής του πυροβολικού της 3ης ταξιαρχίας Ζαντνεπρόφσκη των Μαχνοβιστών. Από το Σεπτέμβριο ως το Δεκέμβριο του 1919 ήταν Βοηθός Αρχηγού του Πυροβολικού των Μαχνοβιστών, ενεργώντας ως επικεφαλής του πυροβολικού. Ο Βλας είχε γεννηθεί στο Γκουλάι Πόλε το 1896. Ήταν υπασπιστής του Μαχνοβίτικου πυροβολικού και γνωστός για την ανδρεία του. Παρά τις διάφορες αναφορές στα αδέρφια του Σαρόφσκη, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρία στη NKVD από τον Μπέλας, δεν ήταν αυτό το θέμα όπως μπορεί να δει κανείς από τα πατρώνυμά τους. Ο Μπέλας λέει ότι ο Βλας εργάστηκε σε εργοστάσιο της περιοχής Ντνιπροροπετρόφσκ το 1930 ιδρύοντας ένα παράνομο Μαχνοβίτικο δίκτυο. Αργότερα προσχώρησε σε αυτό από τον Βασίλι. Ο τελευταίος φαίνεται να είχε αρκετά καλά εκπαιδευτεί, δουλεύοντας ως εκπαιδευτικός στην περιοχή του Κιέβου, και ζητώντας να γίνει υποψήφιο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ ασκούσε παράνομες Μαχνοβίτικες δραστηριότητες! Έγινε επίσης μέλος του συμβουλίου του χωριού Γκουλάι Πόλε, ενός σχολικού επιμελητηρίου. Ο Βασίλι και ο Βλας ήταν πιθανώς συνδεδεμένοι με τρεις άλλους Σαρόφσκη, όλοι αδέρφια, που αναφέρονται ως αναρχικοί του Γκουλάι Πόλε στα απομνημονεύματά του Μαχνό, σαν Πιότρ, Γκριγκόρι και Προκόπ. Μια άλλη ξεχωριστή Μαχνοβίτισσα, η Κονσταντίν Σουπρίνα, επίσης κατηγορήθηκε με αυτές τις κατηγορίες και εκτελέστηκε.

Επίσης εκτελέστηκε το 1938 ο Ιγκνάτ Φεντόροβιτς Μπομπράκοφ (γεν. 1893). Ήταν ένας συμπαθών των αναρχικών και εργάτης ο οποίος εντάχθηκε στο Μαχνοβίτικο κίνημα τον Αύγουστο του 1918. Το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1919 διετέλεσε προϊστάμενος εφοδιασμού του πυροβολικού στους Μαχνοβίτες. Με την επιστροφή των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία τον Ιανουάριο του 1920 εγκατέλειψε το κίνημα. Στη δεκαετία του 1930 εργάστηκε ως διευθυντής του εργοστασίου της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Οδησσό. Συνελήφθη στα τέλη του 1937 και εκτελέστηκε τον επόμενο χρόνο.

Στην κοντινή περιοχή Ζαπορόζιε στο κούτορ (αγροικία) του Zελόνι Γκάι, 22 άλλοι πρώην-Μαχνοβίτες συνελήφθησαν από την NKVD. Επτά από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων άλλων Μαχνοβιστών πυροβολητών, του αναπληρωτή διοικητή του Μαχνοβίτικου πυροβολικού, Ντιμίτρι Ιβάνοβιτς Σιπλίβι, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Ο Σιπλίβι προερχόταν από την αγροτική περιοχή Γκριγκόρεφσκα Πολογκόφσκη. Από το 1919 ήταν μέλος της ομάδας αναρχικών του Γκουλάι Πόλε και ήταν βοηθός αρχηγού του Μαχνοβίτικου πυροβολικού.

Nick Heath

Πηγές: Σχετικά με τη δίκη των 40 Mαχνοβιστών: http://www.makhno.ru/forum/showthread.php?t=51&page=7

Άλλα βιογραφικά στοιχεία: http://www.makhno.ru/

Dubovik, A.V (2009). After Makhno. Kate Sharpley Library.

Μετάφραση: Αιχμή

https://aixmi.wordpress.com/

Ο αγώνας ενάντια στο κράτος

Ένα διαχρονικό κείμενο του Νέστορ Μαχνό από το 1926.

«Το ότι το σύγχρονο Kράτος είναι η οργανωτική μορφή μιας αρχής βασισμένης στην αυθαιρεσία και τη βία στην κοινωνική ζωή των ειλώτων δεν έχει να κάνει με το αν αυτό είναι “αστικό” ή “προλεταριακό”».

Το ότι το σύγχρονο Kράτος είναι η οργανωτική μορφή μιας αρχής βασισμένης στην αυθαιρεσία και τη βία στην κοινωνική ζωή των ειλώτων δεν έχει να κάνει με το αν αυτό είναι «αστικό» ή «προλεταριακό». Βασίζεται στον καταπιεστικό συγκεντρωτισμό, που προκύπτει από την άμεση βία μιας μειοψηφίας που παρατάχθηκε κατά της πλειοψηφίας. Για να εφαρμόσει και να επιβάλει τη νομιμότητα του συστήματός του, το Κράτος καταφεύγει όχι μόνο στα όπλα και τα χρήματα, αλλά και στα ισχυρά όπλα της ψυχολογικής πίεσης. Με τη βοήθεια τέτοιων όπλων, μια μικρή ομάδα πολιτικών επιβάλλει την ψυχολογική καταστολή μιας ολόκληρης κοινωνίας και, ειδικότερα, των μαστιζόμενων μαζών, προετοιμάζοντάς τις έτσι ώστε να αποσπάσει την προσοχή τους από τη δουλεία που θέσπισε το Κράτος.

Πρέπει λοιπόν να είναι σαφές ότι αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε την οργανωμένη βία του σύγχρονου Κράτους, πρέπει να αναπτύξουμε ισχυρά όπλα, αντίστοιχα με το μέγεθος του καθήκοντος.

Μέχρι στιγμής, οι μέθοδοι κοινωνικής δράσης που εφαρμόζει η επαναστατική εργατική τάξη ενάντια στην εξουσία των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών – το Κράτος και το Κεφάλαιο – σύμφωνα με τις ελευθεριακές ιδέες, ήταν ανεπαρκείς για να οδηγήσουν τους εργάτες στην ολοκληρωτική νίκη.

Έχει συμβεί στην Ιστορία οι εργάτες να νικήσουν το Κεφάλαιο, αλλά η νίκη ξεγλύστρησε στη συνέχεια από τα χέρια τους, επειδή αναδύθηκε κάποια Κρατική εξουσία, που συγχώνευσε τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου και εκείνου του Κρατικού καπιταλισμού χάριν της επιτυχίας των εργατών.

Η εμπειρία της Ρωσικής επανάστασης έχει εκθέσει κατάφωρα τις ελλείψεις μας πάνω σε αυτό το θέμα. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, αλλά θα έπρεπε μάλλον να εντοπίσουμε αυτές τις ελλείψεις. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι ο αγώνας μας ενάντια στο Κράτος στη Ρωσική επανάσταση ήταν αξιοσημείωτος, παρά την αποδιοργάνωση που είχαν οι γραμμές μας: αξιοσημείωτος κυρίως όσον αφορά την καταστροφή αυτού του απεχθούς θεσμού.

Αλλά, αντίθετα, ο αγώνας μας ήταν ασήμαντος στον τομέα της οικοδόμησης της ελεύθερης κοινωνίας των εργατών και των κοινωνικών δομών της, οι οποίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ότι θα ευημερούσε πέρα ​​από την κηδεμονία του Κράτους και των κατασταλτικών του θεσμών.

Το γεγονός ότι εμείς οι ελευθεριακοί κομμουνιστές ή αναρχοσυνδικαλιστές αποτύχαμε να προβλέψουμε την πορεία της Ρωσικής επανάστασης και ότι αποτύχαμε να βιαστούμε να αναπτύξουμε εγκαίρως νέες μορφές κοινωνικής δραστηριότητας, οδήγησε πολλές ομάδες και οργανώσεις μας να αμφιταλαντευτούν ξανά στην πολιτική και κοινωνικο-στρατηγική τους πολιτική στο πολεμικό μέτωπο της Επανάστασης.

Αν θέλουμε να αποφύγουμε μια μελλοντική υποτροπή σε αυτά τα ίδια λάθη, όταν θα συμβεί μια επαναστατική κατάσταση, και προκειμένου να διατηρήσουμε τη συνοχή και τη συνεκτικότητα της οργανωτικής μας γραμμής, πρέπει πρώτα απ’ όλα να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε ένα λειτουργικό συλλογικό όργανο, έπειτα χωρίς περαιτέρω ντόρο, να καθορίσουμε την εποικοδομητική μας αντίληψη των οικονομικών, κοινωνικών, τοπικών και εδαφικών μονάδων, έτσι ώστε να περιγράφονται συνοπτικά λεπτομερώς (ελεύθερα σοβιέτ), και ειδικότερα να περιγράφουν σε γενικές γραμμές τη βασική επαναστατική τους αποστολή στον αγώνα ενάντια στο Κράτος. Η σύγχρονη ζωή και η Ρωσική επανάσταση το απαιτούν αυτό.

Όσοι έχουν αναμειχθεί με τις ίδιες τις τάξεις του εργάτη και των αγροτικών μαζών, συμμετέχοντας ενεργά στις νίκες και τις ήττες των εκστρατειών τους, πρέπει αναμφίβολα να καταλήξουν στα δικά μας συμπεράσματα, και πιο συγκεκριμένα σε μια εκτίμηση ότι ο αγώνας μας ενάντια στο Κράτος θα πρέπει να συνεχής μέχρις ότου το Κράτος εξαλειφθεί παντελώς: θα αναγνωρίσουν επίσης ότι ο πιο σκληρός ρόλος σε αυτόν τον αγώνα είναι ο ρόλος της επαναστατικής ένοπλης δύναμης.

Είναι βασικό η δράση των ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης να συνδεθεί με την κοινωνική και οικονομική μονάδα, όπου ο εργάτης θα οργανωθεί από τις πρώτες μέρες της επανάστασης, έτσι να μπορέσει να συσταθεί η πλήρης αυτοοργάνωση της ζωής, μακρυά από όλες τις κρατικές δομές.

Από αυτή τη στιγμή και εξής, οι αναρχικοί πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε αυτή τη διάσταση της Επανάστασης. Πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι, αν οι ένοπλες δυνάμεις της επανάστασης οργανωθούν σε τεράστιους στρατούς ή σε πολλά τοπικά ένοπλα αποσπάσματα, δεν θα μπορούν παρά να υπερνικήσουν τους εν ενεργεία και υπερασπιστές του Κράτους, και ως εκ τούτου να επιφέρουν τις συνθήκες που χρειάζεται ο λαός που υποστηρίζει την επανάσταση, έτσι ώστε να μπορεί να κόψει όλους τους δεσμούς με το παρελθόν και να κοιτάξει τις τελευταίες λεπτομέρειες της διαδικασίας οικοδόμησης μιας νέας κοινωνικοοικονομικής ύπαρξης.

Ωστόσο, το Κράτος, θα μπορέσει να κρατηθεί γερά σε μερικούς τοπικούς θύλακες και θα προσπαθήσει να βάλει πολυάριθμα εμπόδια στην πορεία της νέας ζωής των εργατών, επιβραδύνοντας το ρυθμό εξέλιξης και την αρμονική ανάπτυξη νέων σχέσεων που βασίζονται στην πλήρη χειραφέτηση του ανθρώπου.

Η τελική και πλήρης εξάλειψη του Κράτους μπορεί να επιτευχθεί μονάχα όταν ο αγώνας των εργατών είναι προσανατολισμένος σε πιο ελευθεριακές γραμμές, όταν οι εργάτες θα καθορίζουν οι ίδιοι τις δομές της κοινωνικής τους δράσης. Αυτές οι δομές θα πρέπει να υιοθετούν τη μορφή οργάνων κοινωνικής και οικονομικής αυτοδιεύθυνσης, τη μορφή ελεύθερων «αντι-εξουσιαστικών» σοβιέτ. Οι επαναστατημένοι εργάτες και οι εμπροσθοφυλακές τους – οι αναρχικοί – πρέπει να αναλύουν τη φύση και τη δομή αυτών των σοβιέτ και να καθορίζουν εκ των προτέρων τις επαναστατικές τους λειτουργίες. Από αυτό, κυρίως, θα εξαρτηθεί η θετική εξέλιξη και ανάπτυξη των αναρχικών ιδεών στις τάξεις εκείνων που θα επιτύχουν την εξάλειψη του Κράτους για λογαριασμό τους προκειμένου να οικοδομήσουν μια ελεύθερη κοινωνία.

Μετάφραση: Αιχμή

https://aixmi.wordpress.com/